Category Archives: Κείμενα

Συνέντευξη με τον σύντροφο Γ. Καραγιαννίδη

“..οι φυλακές αποτελούν ένα πεδίο κερδοφορίας, δηλαδή οι φυλακές χρειάζεται να είναι πάντα γεμάτες, για να το πω απλά..”

Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος μιας συνέντευξης με τον σύντροφο Γιώργο Καραγιαννίδη γύρω από τη φυλακή ως τόπο συλλογικών διεκδικήσεων και αγώνων. Σύντομα, ολόκληρη η συνέντευξη θα δημοσιευθεί από κοινού με αυτές άλλων συντρόφων σε μορφή μπροσούρας, η οποία βρίσκεται στα σκαριά από την ομάδα εντός-εκτός.

Με τη ζωντάνια του προφορικού λόγου να αποτυπώνεται στο χαρτί σε μια σειρά συζητήσεων, στρέφουμε το βλέμμα στη φυλακή ως χώρο κοινωνικό, ώστε μέσα από τις αφηγήσεις να σκιαγραφηθούν γνωστές και, ίσως σε πολλούς, άγνωστες πτυχές ενός πεδίου συλλογικών αγώνων με χαρακτηριστικά συχνά προσδιορισμένα από παράγοντες που μπορεί είτε να εκλείπουν είτε να διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με ό,τι συμβαίνει εκτός των τειχών.

Ε.Π

Θα ήθελες να μου πεις δυο λόγια για τη διάκριση πολιτικών και ποινικών κρατουμένων;

Αν και εγώ την καταλαβαίνω αυτή τη διάκριση που μπαίνει μεταξύ πολιτικών και ποινικών κρατουμένων, παρ’ όλα αυτά δεν την αποδέχομαι, όσον αφορά τον τρόπο που εφαρμόζεται η διάκριση αυτή από το ελληνικό κράτος, τουλάχιστον. Το ελληνικό κράτος, στην ίδια κατηγορία που βάζει αυτούς που εμείς αποκαλούμε πολιτικούς κρατούμενους και τους οποίους αποδεχόμαστε ως τέτοιους, βάζει και κατηγορίες που ανέφερα πριν, δηλαδή μεγάλα κεφάλια ας πούμε του υποκόσμου ή αντίστοιχους. Δηλαδή εφαρμόζει και σε αυτούς τον ίδιο τρόπο μεταγωγών, τον ίδιο τρόπο κράτησης, το ίδιο τρόπο διαχείρισης στο ειδικό δικαστήριο που βρίσκεται μέσα στη φυλακή του Κορυδαλλού. Δεν τους βλέπει το κράτος σαν μια πολιτική απειλή τους αναρχικούς κρατούμενους, ότι θα κλονίσουνε τα θεμέλιά τους, απλά τους θεωρεί, από ότι έχω καταλάβει αυτά τα χρόνια, σα μια ισχυρή μειοψηφία, η οποία έχει τον τρόπο να δημιουργεί γεγονότα που μπορεί να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του. Όπως ακριβώς με αντίστοιχο τρόπο, όσο κι αν είναι εξαρτώμενο το μαύρο κεφάλαιο, το κεφάλαιο της παρανομίας από το κεφάλαιο της λευκής οικονομίας, όσο και αν είναι το νόθο παιδί του, δεν είναι απόλυτα ελεγχόμενο και πάρα πολλά προβλήματα μπορεί να δημιουργεί η μαύρη οικονομία στους υπόλοιπους τομείς. Οπότε κάνω αυτή τη διάκριση προκειμένου να μπορέσουμε να μιλήσουμε παραπάνω για το τι συμβαίνει με τους λεγόμενους ποινικούς κρατούμενους.

Επίσης, ένα άλλο κομμάτι που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι αν διευρύνουμε κάπως τον όρο, μπορούμε αντίστοιχα να προσδώσουμε τον όρο ποινικοί κρατούμενοι και στους πολιτικούς κρατούμενους όπως τους θεωρούμε εμείς. Και αντίστροφα, να δώσουμε τον όρο πολιτικοί κρατούμενοι στο σύνολο των κρατουμένων, με την έννοια ότι και αυτοί είναι απότοκα ενός ολόκληρου συστήματος, το οποίο γεννά τις συνθήκες που τους οδηγούνε τελικά στην εγκληματοποίηση και στη φυλάκιση.

Σε αυτές τις συνθήκες του γενικευμένου καπιταλισμού, ακόμη και για την Ελλάδα που δεν είναι πρωτοπόρα στην καπιταλιστική ανάπτυξη, οι φυλακές αποτελούν ένα πεδίο κερδοφορίας. Δηλαδή οι φυλακές χρειάζεται να είναι πάντα γεμάτες, για να το πω απλά. Και γι’ αυτό βλέπουμε να δημιουργούνται συνεχώς νέες φυλακές ή να αυξάνεται ο αριθμός των κρατουμένων από χρονιά σε χρονιά. Είναι ένα γεγονός το οποίο προέρχεται ακριβώς από την ίδια τη διαστρωμάτωση την ταξική της κοινωνίας. Και όχι μόνο την ταξική διαστρωμάτωση σε σχέση με τις υλικές συνθήκες αλλά και μέσω της θεαματικής αντανάκλασης που υπάρχει από τάξη σε τάξη. Εννοώ πως κάποιος ο οποίος έχει γεννηθεί σαν απόκληρος, γόνος μεταναστών κτλ θα μπορέσει να ζήσει τη μεγάλη ζωή και να απολαύσει όλα αυτά τα οποία θεωρεί σαν ωραία ζωή, στρεφόμενος φυσικά στην εγκληματικότητα, η οποία υπόσχεται γρήγορο και πολύ χρήμα. Αυτός, σχηματικά, είναι ο λόγος, νομίζω, για τον οποίο ουσιαστικά υπάρχουν οι φυλακές και αυξάνονται, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο.

Οι ποινικοί κρατούμενοι, τώρα, – χρησιμοποιώ τον όρο χάριν συνεννόησης- είναι φυσικά η συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων και έχουν κάποιες ενστικτώδεις, ας το πω, αρχές. Η πρώτη είναι η αρχή του φυλετικού διαχωρισμού. Είναι κάτι που κι εμείς το ζήσαμε σαν φυλακισμένοι, κι εγώ και οι υπόλοιποι σύντροφοι. Βλέπουμε πχ κρατούμενους από την Αλβανία να κάνουν παρέα με κρατούμενους από την Αλβανία, Άραβες μεταξύ τους, άνθρωποι από την πρώην Σοβιετική Ένωση το ίδιο κτλ. Είναι κάτι που εξηγείται από τη εγγύτητα της κουλτούρας, την κοινή γλώσσα και όλων αυτών των κοινών. Αυτός ο φυλετικός διαχωρισμός, όμως, χρησιμοποιείται και ως μια μέθοδος ελέγχου της υπηρεσίας, βάζοντας σε διαφορετικές πτέρυγες τις φυλετικές ομάδες κρατουμένων, προκειμένου να μπορεί να κρατάει μια στάση απέναντι σε κάθε ομάδα ανάλογα με τον τρόπο που κι αυτή αντιδρά απέναντί της, με το πως στέκεται κι αυτή απέναντί στην υπηρεσία.

Εκτός από τη φυλετική ομαδοποίηση, μια άλλη ενστικτώδης αρχή τω κρατουμένων είναι αυτή της αγελαίας συμπεριφοράς, δηλαδή υπάρχει μια τάση να συσπειρώνονται οι περισσότεροι κρατούμενοι γύρω από έναν πιο ισχυρό κρατούμενο ή μια ομάδα πιο ισχυρών κρατουμένων. Ισχυρών με την έννοια που ανέφερα προηγουμένως. Αυτό είναι κάτι άλλο που πρέπει να έχουμε κατά νου. Ότι υπάρχει μέσα στις φυλακές μια 100% ιεραρχική δομή, άτυπη ιεραρχική δομή, αλλά παρ’ όλα αυτά πάρα πολύ αυστηρή, στη διαστρωμάτωση μέσα στις πτέρυγες των φυλακών. Είναι σχεδόν αδιανόητο για έναν κρατούμενο να μην ανήκει σε έναν κύκλο, ο οποίος ενδεχομένως και θα τον βοηθήσει εάν προκύψει κάποιο πρόβλημα, αλλά στην ουσία θα τον βοηθά να ανταπεξέρχεται και στην καθημερινότητά του. Σε ένα επίπεδο παρέας ή φιλίας.

Αυτοί, λοιπόν, οι οικονομικοί συσχετισμοί πως μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητα διεκδικήσεων και διεξαγωγής συλλογικών αγώνων μέσα στη φυλακή; Γιατί απέναντι δεν έχεις μόνο την υπηρεσία αλλά και κρατούμενους που έχουν να χάσουν κέρδος, σωστά;

Αυτός είναι ίσως ο μεγαλύτερος φόβος. Όχι δηλαδή να βρεθείς μόνο απέναντι στην υπηρεσία. Ένας κρατούμενος μπορεί να φοβάται περισσότερο να βρεθεί απέναντι στον αρχηγό ή στην ομάδα που ανήκει γιατί αντιμετώπιση είναι πολύ πιο άγρια, πιο σκληρή σε κάτι τέτοιο, και θα είναι έκθετος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Οπότε υπάρχει μια σχέση εξάρτησης. Οι αποφάσεις κάποιου επηρεάζουν τους  υπόλοιπους. Κάποιου ιεραρχικά ανώτερου. Και αυτό είναι στην ουσία που κάνει το μοντέλο αυτό, όπως πριν, κατασταλτικό μοντέλο. Κι αυτό έχει τη σημασία του. Παρ’ όλο που λείπει η παράμετρος της άμεσης βίας, και γενικά της άμεσα κατασταλτικής φύσης της διαχείρισης των κρατουμένων, που υπερίσχυε στο προηγούμενο μοντέλο και οριοθετούσε τους φύλακες από τη μια και τους κρατούμενους από την άλλη, και οι κρατούμενοι που είχαν επαφή με τους φύλακες ήταν αυτομάτως αποδιοπομπαίοι από το σύνολο τον κρατουμένων.. Τώρα η καταστολή γίνεται με ένα τρόπο πολύ πιο διάφανο, δηλαδή ένας κρατούμενος μπαίνοντας στη φυλακή και παραμένοντας εκεί για κάποιο διάστημα, αυτό που προσλαμβάνει είναι ότι η υπηρεσία δεν είναι ακριβώς ένα εχθρικό σώμα, δεν είναι ο εχθρός του, που του δημιουργεί προβλήματα. Απλά, είναι κάποιοι άλλοι άνθρωποι που μπορούν να τον βοηθήσουν με τον κατάλληλο τρόπο, αποκτώντας και ο ίδιος τις κατάλληλες επαφές ή την κατάλληλη οικονομική δύναμη, αν μπορεί να το κάνει αυτό, η υπηρεσία μπορεί να τον βοηθήσει να βελτιώσει τη θέση του μέσα στη φυλακή. Και φυσικά αυτό έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την ανάπτυξη μιας πολιτικής ταυτότητας, μιας πολιτικής συνείδησης για το τι είναι η φυλακή για ποιο λόγο βρέθηκε κάποιος άνθρωπος, που προηγουμένως δεν είχε πολιτική συνείδηση, μέσα σε αυτή, να μπορέσει να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ένα υποκείμενο κοινωνικό, να αφουγκραστεί κάποιες βασικές, για εμάς, και δεδομένες κοινωνιολογικές πλευρές της φυλακής και του ρόλου της. Αν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση που προσλαμβάνει ότι μπορεί να καταφέρει να ανεληχθεί και να περάσει πιο άνετα στη φυλακή και να αποκτήσει και ο ίδιος μια δύναμη, ένα κύρος, δεν θα έχει φυσικά κανένα ενδιαφέρον να μπορέσει να σχηματοποιήσει την αντίληψή του ενάντια από την εχθρικότητα της φυλακής ως θεσμός.

Η επικοινωνία και η απεύθυνση προς τους υπόλοιπους κρατούμενους πως γίνεται; Και από την προσωπική σου εμπειρία, ως αναρχικοί κρατούμενοι, σε ποιους απευθυνόσαστε;

Αυτό είναι δυστυχώς ένα πολύ σκληρό μάθημα που πήραμε μέσα στη φυλακή. Φυσικά, η λογική και η πρακτική μας ως αναρχικοί ήταν φυσικά να μπορούμε διαχυθούμε σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των κρατουμένων, να μπορέσουμε κατά κάποιο τρόπο να μιλήσουμε, να επικοινωνήσουμε μαζί τους και να δώσουμε μια θεώρηση για το πως θεωρούσαμε εμείς ότι έπρεπε να παλέψουμε, να αντιταχθούμε απέναντι στις επιβαλλόμενες συνθήκες της φυλακής. Παρ᾽όλα αυτά, αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο μέρα με τη μέρα. Δηλαδή το βλέπαμε κι εμείς στους εαυτούς μας ότι όχι μόνο αυτό το πράγμα δεν ήταν παραγωγικό αλλά αντίθετα μας έκανε και εμάς να υποχωρούμε σε διάφορα ζητήματα, καταλαβαίνοντας ότι δεν υπάρχει καμία δίοδος επικοινωνίας γιατί η οργάνωση των σχέσεων είναι τέτοια, τόσο βαθειά ιεραρχική, αν και άτυπη, που αποτρέπει κάθε προσπάθεια διάχυσης στη βάση, ας το ονομάσουμε έτσι, της φυλακής. Ουσιαστικά άμα είναι να υπάρξει κάποια κινητοποίηση, αυτή θα πρέπει να έχει όχι μόνο συζητηθεί αλλά και συμφωνηθεί από το αρχηγικό κομμάτι των κρατουμένων από οποιαδήποτε φυλετική ομάδα μπορεί να προέρχεται αυτή. Γι᾽αυτό και όσο περνούσε ο καιρός και καταλαβαίνοντας κι εμείς το αδιέξοδο και προκειμένου να υπάρχει διαδικασία κινητοποίησης, προσεταιριστήκαμε περισσότερο τους αρχηγούς των ομάδων παρά τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Αυτό ήταν μια επιλογή που σχετίζεται με την αδυναμία πρόσβασης στους “από τα κάτω” ή ήταν για λόγους αποτελεσματικότητας ;

Και τα δύο. Η πρόσβαση ακριβώς φέρνει και την αποτελεσματικότητα. Όταν μπορείς να μιλήσεις στους ανθρώπους με ένα τρόπο που θα σε ακούσουνε, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά γιατί αυτό θα τους πει ο αρχηγός, καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι αποτελεσματικό γιατί απλά θα επιφέρει το αποτέλεσμα που θες. Πλέον βέβαια, δεν έχει να κάνει με αναρχικό αγώνα και αναρχική αντίληψη. Αλλά όπως όλα πράγματα δεν είναι καθαρά, ενδεχομένως να χρειαστεί πολλές φορές να το κάνουμε αυτό και σε κοινωνικές περιστάσεις εκτός φυλακής, κατά κάποιο τρόπο υπήρχε το ίδιο ζήτημα , συνειδησιακό αλλά και πρακτικό, και εντός της φυλακής. Δηλαδή σε ποιο βαθμό μπορεί η αποτελεσματικότητα μιας παρέμβασής μας να συγκρουστεί με την αντίληψή μας. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που πάντα αντιμετωπίζαμε και φυσικά δεν υπήρχε τρόπος να απαντηθεί άμεσα. Είχαμε να διαλέξουμε είτε απέναντι στην αποτελεσματικότητα είτε στην απραξία. Και με το γρήγορο ρυθμό που εξελίσσονται τα πράγματα στη φυλακή όσον αφορά αρνητικές επιπτώσεις, όπως για παράδειγμα τώρα με τον νέο σωφρονιστικό κώδικα ή με την ψήφιση ενός νόμου ή με ένα αναπάντεχο γεγονός όπως με τον Καρέλι ή την αλλαγή μιας κατάστασης γενικότερα, η απραξία θα μας έφερνε σε πολύ χειρότερη θέση από ότι η επιλογή της αποτελεσματικότητας.

Να ανακόψουμε την επίθεση του κράτους στις ζωές των αιχμαλώτων πολέμου

Σχετικά με τον αγώνα του Ντίνου Γιαγτζόγλου

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 2017, συλλαμβάνεται σε επιχείρηση της «αντιτρομοκρατικής» ο αναρχικός σύντροφος Κωνσταντίνος Γιαγτζόγλου. Κατά τη διάρκεια της σύλληψης τραυματίζεται από τους μπάτσους. Εις βάρος του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης για την αποστολή παγιδευμένων δεμάτων σε διάφορα υψηλόβαθμα στελέχη του καθεστώτος αλλά και του δέματος που εξερράγη στα χέρια του πρώην αρχιτραπεζίτη και πρωθυπουργού της Ελλάδας Λουκά Παπαδήμο. Του απαγγέλλονται επίσης κατηγορίες με βάση διάφορα ευρήματα που βρέθηκαν στην κατοχή του και στο εσωτερικό του σπιτιού από το οποίο βγήκε.

Αμέσως μετά τη σύλληψη, άπαντα τα καθεστωτικά μίντια σπεύδουν να τον καταδικάσουν, λόγω της βαρύτητας των κατηγοριών αλλά και καθ’ υπόδειξη της «αντιτρομοκρατικής». Ο σύντροφος προφυλακίζεται και μεταφέρεται στις φυλακές Λάρισας απομακρύνοντας τον από το συγγενικό, φιλικό αλλά και πολιτικό/συντροφικό του περιβάλλον. Ο σκοπός αυτής της μεταγωγής, όπως και άλλων τόσων σε πληθώρα πολιτικών κρατουμένων, ήταν να απομονώσει τον σύντροφο.

Έτσι, την 21η Φεβρουαρίου 2018 ξεκινά απεργία πείνας, ενώ βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού για την εκδίκαση άλλης υπόθεσης, με μοναδικό του αίτημα τη μεταγωγή του κοντά στον τόπο κατοικίας του, δηλαδή να παραμείνει στον Κορυδαλλό.

Τις πρώτες ημέρες της απεργίας πείνας του συντρόφου και συγκεκριμένα την 24η Φεβρουαρίου εισβάλλουν μπάτσοι στο κελί του, στην Α’ πτέρυγα και τον παίρνουν βίαια και τον τραυματίζουν, αφού ο σύντροφος αντιστάθηκε, για μεταγωγή στη Λάρισα.

Την ίδια μέρα, λόγω της βίαιης μεταγωγής ενός απεργού πείνας, καταλαμβάνονται πτέρυγες του Κορυδαλλού, με ξεκάθαρα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά και μόνο αίτημα την άμεση επιστροφή του συγκρατούμενου τους στις φυλακές Κορυδαλλού.

Παράλληλα, ο Ντίνος Γιαγτζόγλου ως άμεση απάντηση στα παραπάνω γεγονότα, την 25η Φεβρουαρίου ξεκινά και απεργία δίψας. Μετά από πέντε ημέρες σε απεργία δίψας και εννιά σε απεργία πείνας και με την κατάσταση της υγείας του να είναι αρκετά επιβαρυμένη το αίτημα ικανοποιείται και η μεταγωγή έχει προγραμματιστεί για τις 10 Απρίλη 2018.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας πείνας και δίψας ο σύντροφος δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί του ένα πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης σε πανελλαδικό επίπεδο το οποίο έκανε αρκετές κινήσεις αλληλεγγύης. Με την παρουσία του στο νοσοκομείο της Λάρισας, με τις παρεμβάσεις συγκεντρώσεις έξω από το υπουργείο δικαιοσύνης, με καταδρομικές επιθέσεις στους χώρους των αφεντικών, με εμπρηστικές ενέργειες έκανα σαφές ότι στον πόλεμο που μαίνεται θα απαντάμε με όλους τους τρόπους στο κράτος και τα τσιράκια του.

Λευτεριά στον σύντροφο Ντίνο Γιαγτζόγλου, με νου, ψυχή και σώμα πάντα στον αγώνα.

καρόσι

Από τους αγώνες στις φυλακές ως την απελευθέρωση

Από τα τέλη Οκτώβρη 2017 ξεκίνησε η κινητοποίηση στις φυλακές ενάντια στον νέο σωφρονιστικό κώδικα. Για τις κρατούμενες και τους κρατούμενους, ο σωφρονιστικός κώδικας είναι ο εσωτερικός κανονισμός που ισχύει μέσα στις φυλακές. Κάτι σαν “οδηγίες χρήσεως”. Στις διατάξεις του περιλαμβάνονται τα πάντα, από την διαδικασία εισαγωγής μιας νεοεισερχόμενης κρατούμενης στην φυλακή, έως τις προϋποθέσεις για την χορήγηση άδειας (που συνήθως έχουν να κάνουν με τις διαθέσεις του εκάστοτε εισαγγελέα!).

Ο νέος σωφρονιστικός κώδικας συνοδεύεται από μια σειρά φασιστικών διατάξεων που κάνουν ακόμα πιο σκοτεινό μέρος την φυλακή. Διατάξεις που μας μετατρέπουν σε πειραματόζωα, επιβάλλοντάς μας να φοράμε ηλεκτρονικό σύστημα γεωεντοπισμού (ηλεκτρονικό βραχιολάκι), που επαναφέρουν τις φυλακές τύπου Γ’ και τις ειδικές συνθήκες κράτησης, που ταπεινώνουν τους κρατούμενους μέσω του εξευτελιστικού σωματικού ελέγχου (γύμνωση), που νομιμοποιούν τη βία των σωφρονιστικών υπαλλήλων ακόμα και σε περιπτώσεις παθητικής αντίστασης των κρατουμένων, που διατηρούν στο ακέραιο την υπερεξουσία του εισαγγελέα να αποφασίζει για τα πάντα στις φυλακές, ως η απόλυτη αρχή πάνω στις ζωές μας.

Παράλληλα, υπάρχουν διατάξεις που στοχοποιούν συγκεκριμένα τις γυναίκες κρατούμενες, όπως τις μωρομάνες, αφού δίνουν την εξουσία στα δικαστήρια ανηλίκων, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποφασίζουν για την τύχη των ανήλικων παιδιών, ανοίγοντας το δρόμο για την βίαιη απόσπαση των παιδιών από τις μητέρες τους και την φυλάκισή τους σε ιδρύματα ανηλίκων.

Για αυτούς τους λόγους και για όλους τους λόγους του κόσμου, αποφασίσαμε στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, σε συντονισμό με τις ανδρικές, να οργανώσουμε την κινητοποίηση ενάντια σε αυτές τις φασιστικές διατάξεις του σωφρονιστικού κώδικα και να διεκδικήσουμε το αυτονόητο, την αξιοπρέπειά μας και τον τερματισμό της εκδικητικής τιμωρίας της δικαιοσύνης πάνω μας. Τα αιτήματά μας έχουν πλαισιωθεί με κινήσεις – βραχυκυκλώματα λειτουργίας της φυλακής, παρατείνοντας τα ωράρια ανοιχτών προαυλίων αλλά και κελιών καθημερινά. Με αυτό τον τρόπο καταφέραμε να κερδίσουμε και μια μικρή απελευθέρωση του κλειδωμένου χρόνου και χώρου που μας επιβάλλει το σωφρονιστικό σύστημα.

Παράλληλα, η κινητοποίηση στόχευσε, και κατάφερε, να μην κλειστεί μέσα στους τοίχους της φυλακής, αλλά να δημοσιοποιήσει την ύπαρξή της, μέσω συνελεύσεων, ανακοινώσεων, συνεντεύξεων και παρεμβάσεων, ώστε να δημιουργηθεί μια σύνδεση μεταξύ της ορατής φυλακής των κρατούμενων και της αόρατης φυλακής της κοινωνίας. Σε αυτό τον αγώνα, ως γυναίκες κρατούμενες, συμβάλλουμε από την αρχή με τη δική μας δυναμική και αποφασιστικότητα, με αποτέλεσμα να έχουμε αναδείξει και κάποια πιο ιδιαίτερα αιτήματα που μας αφορούν. Συχνά οι γυναίκες κρατούμενες βρίσκονται φυλακισμένες και στον υποτακτικό ρόλο της γυναίκας στα πρότυπα του πατριαρχικού πολιτισμού. Σε ένα μεγάλο ποσοστό βρίσκονται και οι άνδρες τους φυλακή και η νοοτροπία τους είναι αυτή, του να ακολουθούν τον άνδρα. Έτσι, η συμμετοχή των γυναικών στην κινητοποίηση, τις απελευθερώνει διπλά. Μια φορά από την κανονικότητα της φυλακής και μια φορά από την υποτακτικότητα του ρόλου που επιβάλλουν τα πατριαρχικά πρότυπα που θέλουν τις γυναίκες σε θέση παθητικού θεατή. Μέσω της κινητοποίησης η γυναίκα κρατούμενη γίνεται πρωταγωνίστρια της ζωής της, καθώς μπαίνει στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης των δικαιωμάτων που της έχουν κλέψει.

Από το 2011, που μπήκα στην φυλακή, πολλά είναι αυτά που έχουν αλλάξει στις γυναικείες φυλακές. Κατακτήθηκε η εμπιστοσύνη μεταξύ ποινικών και πολιτικών γυναικών κρατουμένων, ξεπεράστηκαν οι ταμπέλες μέσω των κοινών βιωμάτων και, το σημαντικότερο, οι γυναίκες κρατούμενες κέρδισαν αυτοπεποίθηση μέσα από μια σειρά αγώνων που κερδήθηκαν αυτά τα 7 χρόνια. Έτσι αποδυναμώθηκε το μοντέλο του παρτακισμού, όπου κάθε γυναίκα κρατούμενη κοιτάει μόνο την πάρτη της και την υπόθεσή της και δημιουργήθηκε μια γυναικεία κοινότητα που θέτει τα ζητήματα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, αναζητώντας λύσεις μέσα από τον αγώνα. Αυτή η σχέση και η εμπιστοσύνη χρόνων δημιούργησε και τώρα την Επιτροπή Αγώνα, μέσα από την αμοιβαιότητα και την αμεσότητα διαδικασιών, καθώς οι κρατούμενες αξιοποίησαν τις προηγούμενες εμπειρίες τους και δυναμικά πλέον ξέρουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Η Επιτροπή Αγώνα Γυναικείων φυλακών λειτουργεί με την αρχή της ισότητας, δεν υπάρχουν κλίκες και αρχηγικές τάσεις λόγω παλαιότητας ή δύναμης και είναι ανοιχτή σε όλες που θέλουν να συνεισφέρουν στον συλλογικό αγώνα. Η ενημέρωση είναι άμεση με συχνές συζητήσεις από κελί σε κελί, υπάρχει περαιτέρω εξήγηση σε όσες είναι αναλφάβητες και γίνονται πάντα οι απαραίτητες μεταφράσεις σε γυναίκες που δεν ξέρουν ελληνικά. Το κοινό βίωμα στη συνθήκη του εγκλεισμού είναι αυτό που μας ενώνει, που ξεπερνάει τις διαφορετικές προσωπικότητες, εθνικότητες, νοοτροπίες, αντιλήψεις και ο κοινός μας στόχος μας απεγκλωβίζει από τον ρόλο του θύματος, ξεπερνώντας τον φόβο της καταστολής.

Η κινητοποίηση αυτή είναι ένας αγώνας για την αξιοπρέπεια μας, τον οποίο δεν θα εγκαταλείψουμε. Ο αγώνας μας συνεχίζεται…..

Όλγα Οικονομίδου

Μέλος Συνομωσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού

Τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα των μηχανισμών καταστολής δεν μπορούν να υπερνικήσουν την δίψα για ελευθερία ενός ανθρώπου

Συνέντευξη με τον σύντροφο Μ. Σεισΐδη

Στις 16/1/2006 πραγματοποιήθηκε απαλλοτρίωση στην ΕΤΕ στην Σόλωνος, κατά την οποία συνελήφθη τραυματισμένος ο αναρχικός Γ. Δημητράκης. Τα μίντια σε αγαστή συνεργασία με τους μπάτσους στοχοποιούν το φιλικό και συντροφικό περιβάλλον του, υποδεικνύοντας ως διαφυγόντες συνεργούς του τους συντρόφους: Μ. Σεισΐδη, Σ. Σεισΐδη και Γ. Τσιρώνη. το 2008 και ενώ οι σύντροφοι παρέμεναν καταζητούμενοι, ο τότε υπουργός προστασίας του πολίτη, Β. Χρυσοχοΐδης τους επικυρήσσει έναντι 600.000 ευρώ έκαστο. Οι σύντροφοι παραμένουν για διαφορετική χρονική περίοδο καταζητούμενοι. Ο Μάριος Σεισΐδης συνελήφθη τον Αύγουστο του 2016 σε τυχαίο αστυνομικό μπλόκο και καταδικάστηκε για την συγκεκριμένη υπόθεση σε 36 χρόνια, ξεκάθαρα εκδικητικά λόγω της πολιτικής του ταυτότητας και της μακράς φυγοδικίας του, με μοναδικό “αποδεικτικό” στοιχείο ένα δείγμα DNA . Το εφετείο της υπόθεσης έχει οριστεί στις 6/6/2018. Οι άλλοι δύο σύντροφοι αθωώθηκαν για την συγκεκριμένη υπόθεση.

Παράλληλα, ο σύντροφος κατηγορείται για δύο ακόμα υποθέσεις (ως μέλος των ληστών του Διστόμου στα πλαίσια δράσης του Επαναστατικού Αγώνα και για την σύλληψη του στην Σπάρτη μαζί με τον σύντροφο Κ. Σακκά ).

1) Το 2006, μετά τη ληστεία στην Εθνική Τράπεζα στη Σόλωνος και τη σύλληψη του Γ. Δημητράκη, οι διωκτικές αρχές και τα ΜΜΕ επινοούν τους “ληστές με τα μαύρα”, όπου είσαι ανάμεσα σε αυτούς που φωτογραφίζουν για συμμετοχή στην εν λόγω ομάδα. Συγχρόνως, στοχοποιούν άτομα του φιλικού και συγγενικού περιβάλλοντός σας. Επέλεξες τη φυγοδικία. Αυτή ήταν αποτέλεσμα του κλίματος που επικρατούσε εναντίον σας εκείνη την περίοδο ή ταυτόχρονα περιείχε μια πολιτική στάση ως αναρχικός απέναντι στο κράτος;

Με αφορμή την απαλλοτρίωση της ΕΤΕ στη Σόλωνος, τον Ιανουάριο του 2006, οι διωκτικοί μηχανισμοί, σε αγαστή συνεργασία με τα ΜΜΕ, ξεκίνησαν ένα κυνήγι μαγισσών, αποσκοπώντας στον εντοπισμό και την σύλληψη των ατόμων που διέφυγαν. Η ένταξη και η δραστηριοποίηση του συλληφθέντα, Γιάννη Δημητράκη, στον αναρχικό χώρο αποτέλεσε την απαρχή μιας κατασταλτικής εκστρατείας εις βάρος, τόσο του αναρχικού κινήματος, όσο και του συγγενικού, φιλικού και συντροφικού του περιβάλλοντος. Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοϋστερίας που επικρατούσε, επινοήθηκε το αστυνομικό – δικαστικό αφήγημα των “ληστών με τα μαύρα”. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, επέλεξα, όντας καταζητούμενος, να βρεθώ σε καθεστώς παρανομίας για την προάσπιση της ελευθερίας μου. Της ελευθερίας, που, αποτελώντας ό,τι πολυτιμότερο είχα και έχω, καθόρισε συνειδητά και ενστικτωδώς τη συγκεκριμένη αντίδρασή μου υπό το ενδεχόμενο της στέρησης της.

2) Στην πολιτική σου τοποθέτηση στη δίκη για την Τράπεζα στη Σόλωνος σ’ ένα σημείο αναφέρεις “η θέση μου είναι πως η επιλογή απαλλοτρίωσης μιας τράπεζας αποτελεί πράξη αντίστασης…” Μπορείς να μας πεις κάτι παραπάνω για αυτή σου τη θέση;

Στην πολιτική τοποθέτησή μου στο δικαστήριο είχα αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως η επιλογή απαλλοτρίωσης μιας τράπεζας αποτελεί μια πράξη αντίστασης ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον οικονομικό φασισμό που σήμερα βιώνουμε εντονότερα από κάθε άλλη εποχή. Οι τράπεζες, ως μηχανισμοί οικονομικής εκμετάλλευσης των ισχυρών, είναι ο αιμοδότης του καπιταλιστικού συστήματος. Με διακριτό τον εχθρικό τους ρόλο προς τον λαό και τα συμφέροντα του, η επιλογή για την απαλλοτρίωση μιας τράπεζας αποτελεί μια πράξη αντίστασης. Ως μέσο άρνησης της μισθωτής σκλαβιάς, που είναι βασική σχέση εκμετάλλευσης, στερώντας από το άτομο τον ελεύθερο χρόνο του και την αυτοδιάθεσή του σε αυτόν, έχει ατομικό χαρακτήρα. Δεν διαθέτει, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά ενός συλλογικού προτάγματος, αλλά κυρίως μιας αξιοπρεπούς στάσης. Βέβαια, η επιλογή για την απαλλοτρίωση μιας τράπεζας μπορεί να γίνει με στόχο την χρηματοδότηση ενός συλλογικού πολιτικού εγχειρήματος.

3) Μετά την επεισοδιακή σύλληψή σας με τον Κώστα Σακκά στη Σπάρτη, τον Αύγουστο του 2016, οι διωκτικές αρχές μεθόδευσαν τη βίαιη αρπαγή δείγματος DNA στα υπόγεια του εφετείου, με σκοπό την ενοχοποίησή σου. Τα τελευταία χρόνια το DNA έχει αποδειχτεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της αντιτρομοκρατικής, προκειμένου να ενοχοποιήσει μια σειρά συντρόφων/ισσών. Το να μη δίνεις οικειοθελώς DNA είναι μια πολιτική πράξη αντίστασης ως προς το πως διαχειρίζεται η αντιτρομοκρατική αυτή την πρακτική; Και, αν για τους διωκόμενους συντρόφους/ισσες ισχύει κάτι τέτοιο, ο υπόλοιπος χώρος πώς θα μπορούσε να συμβάλει σε μια τέτοια κατεύθυνση; Π.χ. εδώ και χρόνια έχει διαμορφωθεί μια τάση στο εσωτερικό του χώρου, σε περίπτωση συλλήψεων να αρνείται να δακτυλοσκοπηθεί ή να δώσει φωτογραφίες σε μια λογική αντίστασης απέναντι στους διωκτικούς μηχανισμούς. Ποια είναι η δική σου άποψη γύρω από αυτό;

Στις 4 Αυγούστου 2016, μετά από τυχαίο αστυνομικό μπλόκο λίγο πιο έξω από τη Σπάρτη, συνέλαβαν έμενα και τον σύντροφο Κώστα Σακκά λαμβάνοντας έτσι τέλος το παράνομο ταξίδι μου στην ελευθερία. Η ολοκλήρωση ενός ταξιδιού με χρονική διάρκεια περίπου 11 ετών, με έφερε αντιμέτωπο με τους επί τόσα χρόνια διώκτες μου. Λίγους μήνες μετά τη σύλληψή μου με κάλεσε ο ειδικός εφέτης ανακριτής για θέματα τρομοκρατίας, απαγγέλοντάς μου την κατηγορία της ένταξης στον Επαναστατικό Αγώνα, μια κατηγορία τελείως ανυπόστατη και άλογη, μη βασιζόμενη πουθενά, παρά μόνο στην ποινικοποίηση των συντροφικών και πολιτικών μου σχέσεων. Είναι αντιληπτό πλέον πως αυτή η κλήση αποτέλεσε πρόσχημα για να οδηγηθώ στα υπόγεια του εφετείου και να υποστώ βασανιστήρια από τους κουκουλοφόρους της αντιτρομοκρατικής, λόγω της άρνησης μου να δώσω DNA. Μια άρνηση οφειλόμενη στην προσπάθειά μου για την απονομιμοποίηση ενός ακόμα κατασταλτικού μέσου στα χέρια των αρχών, με βάση το οποίο το κράτος προσάπτει κατηγορίες σε αγωνιστές χωρίς κανένα στοιχείο σύνδεσης. Ως αναρχικοί οφείλουμε να αρνούμαστε οποιαδήποτε συνεργασία με τους διωκτικούς μηχανισμούς, εμποδίζοντας την απόκτηση κάθε πληροφορίας που αναζητούν. Υπό συνθήκη αιχμαλωσίας στα χέρια των εχθρών τον έλεγχο των καταστάσεων τον έχουν αυτοί, όμως, τηρουμένων των αναλογιών και των δυνατοτήτων του κάθε ατόμου, είναι αυτονόητη η αρνητική στάση και η παρεμπόδιση της διεξαγωγής των διαδικασιών των κατασταλτικών μηχανισμών.

4) Μετά από δύο αθωωτικές αποφάσεις (Σεϊσίδης Σίμος και Τσιρώνης Γρηγόρης) καταδικάστηκες για την ίδια υπόθεση σε 36 χρόνια κάθειρξης. Εκτός από μία πράξη εκδικητικότητας των διωκτικών μηχανισμών απέναντί σου, θεωρείς ότι αυτή η καταδικαστική απόφαση στέλνει ένα γενικότερο πολιτικό μήνυμα; Και, αν ναι, ποιό είναι αυτό;

Στο δικαστήριο για την υπόθεση της απαλλοτρίωσης της ΕΤΕ στη Σόλωνος έγινε εξαρχής αντιληπτό ότι πρόκειται για μια δίκη-παρωδία, με τους δικαστές να εκτελούν χρέη μαριονέτας για την ειλημμένη απόφαση της εξοντωτικής ποινής κάθειρξης των 36 ετών. Ειδικοί ανακριτές και εισαγγελείς είχαν προαποφασίσει για τον καταδικαστικό χαρακτήρα της απόφασης, στηρίζοντας την ενοχή μου μόνο σε δείγματα DNA, τα οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, βρέθηκαν σε απόσταση 500 μέτρων από την τράπεζα. Η προσπάθειά τους για καταδίκες είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, με τις αθωώσεις για τους υπόλοιπους δύο κατηγορούμενους συντρόφους (Σ. Σεϊσίδης, Γρ. Τσιρώνης), ενώ, ακόμα και στην δική μου δίκη, δεν αναγνωρίστηκα από κανέναν μάρτυρα κατηγορίας. Όπως αναφέρεται και στο σκεπτικό της απόφασης, η καταδίκη μου, τόσο για την ληστεία, όσο και για τις 3 απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά αστυνομικών, στηρίχθηκε μόνο σε ένα υποτιθέμενο δείγμα DNA, η ταυτοποίηση του οποίου επιβεβαιώθηκε από ένα χαρτί σταλμένο από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Η εκδικητικότητα του κράτους απέναντι σε όσους αντιστέκονται και πολιτικοποιούν τις ιδέες τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αγώνα είναι ολοφάνερη με την καταστολή χιλιάδων αγωνιστών. Η επιλογή μου για την σχεδόν κατά 11 συναπτά έτη φυγοδικία μου τσαλάκωσε και ενόχλησε το “παντοδύναμο” γόητρο της αστυνομίας. Τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα και οι χιλιάδες παρακολουθήσεις που γίνονται από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς δεν μπορούν να υπερνικήσουν την δίψα για ελευθερία ενός ανθρώπου που επιθυμεί να διαφύγει, κάτι που σαφώς, λόγω της μη ελεγξιμότητάς του, ενοχλεί τις διωκτικές αρχές.

5) Σήμερα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια νέα δίωξη, με σοβαρές πολιτικές και ποινικές προεκτάσεις. Εκτός από εσένα κατηγορούνται άλλοι 4 αναρχικοί σύντροφοι, οι Ασπιώτης Π., Μαζιώτης Ν., Σακκάς Κ. και Τσιρώνης Γ. Για την ίδια υπόθεση κατηγορούνται και 2 κοινωνικοί κρατούμενοι, ο Χριστοδούλου Σ. και ο Πετρακάκος Γ., επίσης, η συντρόφισσα του τελευταίου, Θεοφίλου Μ., και δύο οικογενειακοί τους φίλοι. Μιλάμε για το αστυνομικοδικαστικό κατασκεύασμα της “υπόθεσης των ληστών του Διστόμου”, που συγχρόνως επιχειρείται να συνδεθεί με την δράση του Επαναστατικού Αγώνα. Θεωρείς ότι η κατασκευασμένη “συμμορία των ληστών με τα μαύρα”, όπου για μια δεκαετία η αντιτρομοκρατική τής χρέωνε ληστείες τραπεζών, ενίσχυση του “επαναστατικού ταμείου”, συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις, σύμπλευση ποινικών – πολιτικών κτλ, λειτούργησε πιλοτικά γι’ αυτή την αναβαθμισμένη μεθόδευση;

Οι διωκτικοί μηχανισμοί τροφοδοτούσαν επί σειρά ετών κατασταλτικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία, τα άτομα που κατηγορήθηκαν για την υποτιθέμενη ομάδα “ληστές με τα μαύρα” είχαν τον ρόλο του χρηματοδότη των εγχώριων οργανώσεων αντάρτικου πόλης. Ισχυρισμοί τόσο ψευδείς και ευφάνταστοι, που ούτε εντός των δικαστικών αιθουσών δεν μπόρεσαν να σταθούν, παρά τη γνωστή συνεργασία δικαστών και αντιτρομοκρατικής. Ο εισαγγελέας Ασπρογέρακας, ως εμπνευστής της νέας κατασταλτικής επιχείρησης εναντίον αγωνιστών (υπόθεση ληστών του Διστόμου – ΕΑ), είναι ξεκάθαρο ότι επιδιώκει να πάρει ρεβάνς για το χαμένο γόητρο της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.

6) Αντιλαμβανόμαστε ότι μια από τις σκοπιμότητες της νέας αυτής δίωξης έχει να κάνει με την προσπάθεια επιβολής μεγαλύτερων ποινών, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί επίσης με την κατηγορία συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης (187). Γιατί, κατά την γνώμη σου, επιλέγεται η δίωξη να γίνει μέσω του αντιτρομοκρατικού νόμου 187Α; Γιατί επιδιώκεται η εμπλοκή της οργάνωσης του Επαναστατικού Αγώνα; Ποιά είναι, κατά τη γνώμη σου, η πολιτική σκοπιμότητα αυτής της μεθόδευσης; Ποιά είναι τα μηνύματα που θέλει να στείλει και προς ποιές κατευθύνσεις;

Η αστική δικαιοσύνη, ως θεσμικό όργανο του κράτους, εκδικείται τους αναρχικούς λόγω της αμφισβήτησής τους και της προσπάθειάς τους για την κατάργηση του. Επιβάλλουν εξοντωτικές ποινές και ενισχύουν το νομικό τους οπλοστάσιο, όπως η δημιουργία του νόμου 187Α, με νομοθεσίες πολυετών καθείρξεων για τους αγωνιστές. Τους χαρακτηρίζει ως “τρομοκράτες”, αποδίδοντάς τους τα δικά του χαρακτηριστικά, ώστε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση. Μέσα από το μήνυμα της μηδενικής ανοχής προσπαθεί να τρομάξει και να φοβίσει όλους αυτούς που θα επιλέξουν να πάρουν στο μέλλον τη σκυτάλη της αντίστασης. Η επιβολή, όμως , εξοντωτικών ποινών δεν λειτουργεί παραδειγματικά, καθώς οι ιδέες δεν φυλακίζονται και το πάθος για την ελευθερία δεν καταστέλλεται, κι αυτός είναι ο λόγος που πάντα θα αποτυγχάνουν. Αποδέκτες των μηνυμάτων του κράτους είναι και όσοι βρίσκονται εκτός του αναρχικού χώρου, αλλά κινούνται σε παραβατικά μονοπάτια με αξιοπρεπή τρόπο και εκφράζουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στους αγωνιστές που βρίσκονται σε καθεστώς παρανομίας. Επιδίωξή τους είναι να μειώσουν τις πιθανότητες επιβίωσης αυτών που θα βρεθούν στο δύσκολο αυτό καθεστώς.

7) Ποιά είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να αναδείξει και να αντιπαλέψει ένα κίνημα αλληλεγγύης γύρω από αυτήν την υπόθεση;

Θα πρέπει να αναδείξει όλα τα χαρακτηριστικά αυτά που περιέχονται στην ίδια τη σχέση της αλληλεγγύης. Οι αιχμάλωτοι του κοινωνικού και ταξικού πολέμου δεν είναι μόνοι τους, αλλά βαδίζουν μαζί με όλο το κίνημα στους δρόμους του αγώνα. Ακόμα, το κίνημα μέσα από τις δράσεις αλληλεγγύης του, θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ανάχωμα στην προσπάθεια ποινικοποίησης των συντροφικών και φιλικών σχέσεων από τη μεριά του κράτους. Είναι σημαντικό το αναρχικό – αντιεξουσιαστικό κίνημα, μέσα από κάθε υπόθεση, να προτάσσει τα συνολικά πολιτικά χαρακτηριστικά του και τις κεντρικές του θέσεις. Να μην υπάρχει περιορισμός σε μια στείρα υπερασπιστική στάση, που θα προκύπτει από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της. Ο τρόπος που θα εκφράζεται η αλληλεγγύη και τα στοιχεία που θα εμπεριέχει θα πρέπει να υπηρετούν τα κοινωνικά και απελευθερωτικά προτάγματά μας.

Καταλήψεις και μαχητικός αντιφασισμός

Οι πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων, με τον τρόπο που έγιναν και, κυρίως, στη χρονική συγκυρία που έγιναν, έρχονται να αναδείξουν αμείλικτα το στρατηγικό δόγμα καταστολής της νέα πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται με το νέο ευρωσοσιαλιστικό μανδύα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Από μια περίοδο (που πλέον φαντάζει μακρινή), στην οποία οι πολιτικές συνιστώσες του Σύριζα βρίσκονταν μονίμως ουρά των εκδηλώσεων αλληλεγγύης απέναντι σε καταλήψεις, έχουμε μια κυβέρνηση Σύριζα με τεράστια πείρα πάνω στα κινηματικά αντανακλαστικά (στο συγκεκριμένο ζήτημα κιόλας) ακριβώς λόγω της προηγούμενης όσμωσης της με το κίνημα. Παραμερίζοντας τις όποιες τυχόν πολιτικές ευθύνες προκύπτουν, ακριβώς από αυτήν την όσμωση, και ξεχνώντας και το γεγονός πως, όσοι την κατέγγελαν κάποτε, θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως ακραίες περιθωριακές φωνές κάποιων υπερ-καθαρών αναρχοαναρχικών, μπορούμε να φτάσουμε κατευθείαν στο πλέον ευαίσθητο θέμα, που προκύπτει κάθε φορά μετά από κατασταλτικά χτυπήματα σε στέκια και καταλήψεις.

Με μια προσεκτική καταγραφή πολλών επιθέσεων σε καταλήψεις και χώρους αγώνα από την πλευρά κράτους/παρακράτους, και μια ανάλυση του χωροχρονικού πλαισίου στο οποίο αυτές συνέβησαν, διαμορφώνονται σε ένα φανταστικό χάρτη δυο καμπύλες, μία αυτή του εσωτερικού ανταγωνιστικού κινήματος, και μία αυτή της καταστολής από την πλευρά της εξουσίας. Μπορούμε, μάλλον εύκολα, να παρατηρήσουμε ότι σε περιόδους σχετικού βαλτώματος και μιας κάποιας αγρανάπαυσης του κινήματος, δηλαδή με μια πτωτική τάση της αντίστοιχης καμπύλης, παρατηρείται και μια πτωτική τάση της καμπύλης της καταστολής, κάτι που μπορεί να μεταφράζεται και με περισσότερη ανοχή στις καταλήψεις. Στον αντίποδα όμως, σε συνθήκες και σε στιγμές πιο οξυμένης αντιπαράθεσης του κινήματος και του κόσμου του αγώνα με την εξουσία, όταν δηλαδή η καμπύλη που αντιστοιχεί στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα ανεβαίνει, μπορεί να παρατηρηθεί και αντίστοιχη ανοδική τάση της καμπύλης της καταστολής και μάλιστα αρκετά δυσανάλογη.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Προφανώς, από επιχειρησιακής άποψης, δηλαδή καθαρά σε ένα στρατιωτικό σκέλος, το κράτος έχει όλη τη φυσική και υλική υπεροπλία να τσακίσει όλες τις καταλήψεις όποτε το θελήσει. Μπορεί να τις εκκενώσει, να τις γκρεμίσει, να συλλάβει όλους τους καταληψίες ακόμα και να τους φυλακίσει. Αν θέλουμε να μην παραμυθιαζόμαστε και μεταξύ μας και να μην παρασυρόμαστε από ακραίους βερμπαλισμούς, αυτό πρέπει να είναι η αρχική μας παραδοχή. Από κει και πέρα, καταλαβαίνουμε ότι, πίσω από κάθε τέτοια κατασταλτική επιχείρηση ή απουσία αυτής, κρύβεται μια σειρά συσχετισμών πολιτικής υφής που έχουν διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια.

Έχει ακουστεί άπειρες φορές και είναι πλέον τετριμμένο πως οι καταλήψεις είναι τα απελευθερωμένα εδάφη του αγώνα, της αναρχίας, του κινήματος κτλ κτλ. Ασφαλώς και είναι όλα αυτά και σίγουρα έχουμε βαρεθεί να το διαβάζουμε ή να το γράφουμε. Τι πραγματικά σημαίνει, όμως, στο δια ταύτα; Πώς αντιλαμβανόμαστε την απώλεια αυτών των εδαφών και πώς συνεκτιμούμε την ανακατάληψη τους από τις δυνάμεις της εξουσίας; Έχει φανεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτες συγκλίσεις και συμφωνίες ως προς αυτό. Δεδομένου ότι τέτοια χτυπήματα συμβαίνουν κατά κανόνα όταν το κίνημα παρουσιάζει πιο έντονη και επιθετική δραστηριότητα, πάντα υπάρχουν εκείνες οι φωνές τις οποίες κερδίζει η ηττοπάθεια και ο φόβος. Για παράδειγμα, την περίοδο 2006-2007 και πριν την εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν στο πλαίσιο του αγώνα οι επιθετικές αναρχικές ενέργειες πολλαπλασιάζονται εκθετικά και με εκπληκτική ταχύτητα, ποιότητα και δυναμική, σημειώθηκαν αρκετές παρακρατικές επιθέσεις σε χώρους αγώνα και αναπτύχθηκε μια παραφιλολογία ότι όσοι κάνουν αναβαθμισμένες ενέργειες (π.χ. εμπρηστικές επιθέσεις σε Α.Τ.) είναι απλώς “ηλίθιοι και ανεγκέφαλοι που δεν υπολογίζουν ότι ο χώρος δε σηκώνει τα αντίποινα”. Βλέπουμε, δηλαδή, πως σε μια ορισμένη συγκυρία όξυνσης της αναρχικής πάλης, η καταστολή αντεπιτίθεται τυφλά και δυσανάλογα, με αποτέλεσμα, πέρα από το όποιο υλικό κόστος (καταστροφές σε χώρους αγώνα, εκκενώσεις, συλλήψεις, φακελώματα κτλ), να υπάρχει και μια φθορά ηθικού, με δυνάμεις του κινήματος να κατηγορούν και να βάλουν κατά της όξυνσης του ίδιου του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Πάνω σε αυτό, ανέκαθεν προέκυπταν και διαφωνίες για το πώς περιφρουρούμε, σε πρώτη φάση, τα απελευθερωμένα μας εδάφη και, δεύτερον, πώς κινούμαστε, αν τυχόν τα χάσουμε από τον εχθρό. Είναι μάλλον κοινώς αποδεκτό, πως αν έχει επικρατήσει πιο κεντρικά κάποια λογική πάνω στο θέμα, αυτή αφορούσε κυρίως μια στάση παθητικής αντίστασης σε περιπτώσεις εκκενώσεων, ενώ στη συνέχεια έμπαινε ως πολιτική προτεραιότητα η λογική του ανοίγματος στην κοινωνία και την γειτονιά με κινήσεις με χαρακτήρα αντιπληροφόρησης και κοινωνικής απεύθυνσης. Όχι πως έλειπαν ποτέ εντελώς και εκείνες οι επιθετικές ενέργειες οι οποίες απαντούσαν με τον τρόπο τους κάπως, αλλά ακόμα κι αυτές (πολλές ή λίγες ανάλογα την εποχή), αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, σνομπισμό ακόμα και με εχθρικότητα από άλλες πλευρές του αγώνα.

Αυτό που σίγουρα έλειπε, και σε διάφορες περιόδους, έχει τεθεί σαν ζήτημα, είναι μια συλλογική ή και κεντρική ακόμα κουλτούρα αντεκδίκησης. Πέρα δηλαδή από τις όποιες μεμονωμένες ομάδες και παρέες μπορεί να έκαναν κάτι επιθετικό, έλειπε μια κοινή αίσθηση, μια κοινή πεποίθεση, πως η απώλεια των απελευθερωμένων εδαφών μας είναι κάτι που διαρυγνύει την κανονικότητα, κάτι που υπερβαίνει τους καθορισμένους πολιτικούς συσχετισμούς, επομένως, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί κεντρικά casus belli. Μάλιστα, όχι απλώς έλειπε κάτι τέτοιο, αλλά ο ίδιος ο πυρήνας αυτής της σκέψης και λογικής δεχόταν επίθεση ως μπαχαλίστικη λογική, ως πυρκαυλίαση ή ως φετιχισμός της βίας και άλλα τέτοια όμορφα, τα οποία, με τη σειρά τους, αποτελούσαν απεχθείς όρους πολιτικής διαλεκτικής και συνέβαλαν σε μια εσωτερική πόλωση, η οποία ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει μια αντικειμενική πολιτική απαξία ως τέτοια. Περισσότερο, όμως, κι από όλα αυτά, οι ακραίες αυτές φωνές δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται ότι στον κοινωνικό ανταγωνισμό οι ισορροπίες διαμορφώνονται και με όρους μαχητικής στρατηγικής και πως όταν οι ισορροπίες αυτές διασαλεύονται εις βάρος μας με πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, είναι πλέον πολυτέλεια να προκρίνεται κάθε, μα κάθε, μα κάθε, μα κάθε φορά η ίδια και η ίδια λογική “άνοιγμα στη γειτονιά, άνοιγμα στην κοινωνία”.

Μπορεί, λοιπόν, έτσι να καταστεί πιο αντιληπτό, ότι, αν δεν καταφέρουν οι δυνάμεις του αγώνα να μπορέσουν να διαμορφώσουν μια συνάρτηση κόστους-ανοχής και κόστους-καταστολής, τέτοια που να μπορεί να δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην εξουσία (στα μεγέθη στα οποία μας αναλογεί φυσικά), κάθε φορά που χάνουμε ένα χώρο του κινήματος, ένα απελευθερωμένο έδαφος, τότε θα είμαστε μονίμως σε μειονεκτική θέση, ο εχθρός δε θα μας υπολογίζει καθόλου, θα μας χτυπάει όποτε και όπως κρίνει κάθε φορά πιο εύκολο, και, πάνω από όλα, θα τσακίζει και το ηθικό του κόσμου. Ακόμα χειρότερα, η ίδια η ευημερία και η επιβίωση των κατειλημμένων χώρων μας, δεν θα είναι προϊόν της δικής μας δυναμικής, αλλά της διακριτικής ευχέρειας της εκάστοτε πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας να εφαρμόζει κατά το δοκούν μια τακτική ήπιας καταστολής στις καταλήψεις.

Στο χέρι μας είναι λοιπόν να αλλάξουμε συνολικά την εικόνα. Είναι, σίγουρα, μια απόφαση που θα σημαίνει κόστος. Για να είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια τέτοια ακροβασία ισορροπιών, θα πρέπει βήμα βήμα να χτιστεί μια ετοιμότητα άμεσων, σχεδόν αντανακλαστικών, αντιποίνων, δυναμικών μάλιστα, πράγμα που μπορεί να μεταφραστεί σε προσαγωγές, φακελώματα, συλλήψεις, προφυλακίσεις ίσως και καταδίκες. Το βάρος πέφτει καθαρά πάνω μας, συνολικά πάνω στον κόσμο του αγώνα, στο αν θεωρούμε ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ενός σοβαρού κοινωνικού ανταγωνισμού και να καταφέρουμε να γίνουμε όντως, κάποτε, μια υπολογίσιμη εσωτερική απειλή, ή αν μας αρκεί να είμαστε ένα απλό ακτιβίστικο κίνημα διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, από τη συζήτηση θα βοηθούσε να σταματήσουν εκείνες οι αντεγκλήσεις, που χαρακτηρίζουν τέτοιες λογικές εσωστρεφείς και αυτοαναφορικές. Το αν συνολικά, σε συλλογικό επίπεδο, αξίζει τον κόπο ή όχι να κρίνεται η απώλεια ενός απελευθερωμένου εδάφους μας ως casus belli, στο αν αξίζει ή όχι τον κόπο να υπάρξουν πολλαπλάσιες απαντήσεις και αντίποινα που να προκαλούν αισθητό υλικό και πολιτικό κόστος στον εχθρό, δεν έχει να κάνει ούτε με εσωστρέφεια, ούτε με αυτοαναφορικότητα. Έχει σχέση με το πώς καθορίζουμε τις ισορροπίες του αγώνα μας, με το πώς και πότε επιλέγουμε τις μάχες μας και γιατί, με το πώς διαμορφώνουμε χρονικά ορόσημα αγώνα, τέτοια που να προκαλούν έμπνευση και στο μέλλον και πάνω από όλα έχει σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε την AΝΑΡΧΙΑ ως μια δύναμη σε διαρκή θέση μάχης απέναντι στην εξουσία. Από ‘κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θέμα αποφασιστικότητας ή μη.

Μιχάλης Νικολόπουλος, μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς