Category Archives: Κείμενα πολιτικών κρατουμένων

Οι πολιτικές στοχεύσεις του Τρομονόμου

οι επιδιώξεις του κράτους απέναντι στον εσωτερικό εχθρό αλλά και σε ευρύτερα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας

Οι λέξεις ποτέ δεν είναι τυχαίες. Ο αντιτρομοκρατικός νόμος 187Α έχει πλέον καθιερωθεί όχι μόνο στο εσωτερικό των αναρχικών κύκλων, αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο λόγο να αναφέρεται ως “τρομονόμος”. Ο τρομονόμος δεν έχει την ευγένεια να καμουφλαριστεί πίσω από προσχήματα, αλλά απροκάλυπτα εκφράζει την αλαζονεία και τον φασισμό της δημοκρατίας. Κι όλα αυτά στο όνομα της προστασίας των πολιτών. Κάθε νόμος είναι η κωδικοποίηση της βίας της εξουσίας. Ο τρομονόμος είναι κάτι παραπάνω (άνω τελεία) είναι η εμπροσθοφυλακή της.

Ο στόχος του είναι συγκεκριμένος.

Πρώτα και κύρια επιδιώκει να στέλνει στην γκιλοτίνα κάθε ένοπλη αμφισβήτηση της εξουσίας. Ουσιαστικά είναι ένας νόμος ενάντια στο αντάρτικο πόλης και στον ένοπλο αγώνα.

Γιατί η επιλογή του αντάρτικου πόλης, είναι η επιλογή να επιστρέψουμε πίσω ένα ποσοστό βίας που δεχόμαστε καθημερινά απ’ την εξουσία στο σχολείο, στο στρατό, στην δουλειά, στις συνήθειες, στις συμβάσεις, στις κυρίαρχες σχέσεις και στα “πρέπει” που μας επιβάλλουν.

Είναι ένας τρόπος να μετακομίσει ο φόβος απ’ την δικιά μας πλευρά στο στρατόπεδο του εχθρού, στις αυλές και στις διαδρομές των αξιωματούχων της εξουσίας.

Για αυτό η εξουσία θωρακίζεται απέναντι στο αντάρτικο πόλης με την πανοπλία του τρομονόμου.

Από την μία μέσω της σιδερένιας καταστολής του τρομονόμου θέλει να τσακίσει την διάχυση του αντάρτικου πόλης και να απομονώσει τις ένοπλες ομάδες και από την άλλη να διασπάσει την κοινότητα των αιχμαλώτων συντρόφων πριμοδοτώντας φαινόμενα μετάνοιας με αντάλλαγμα ευνοϊκή μεταχείριση.

Έτσι οι κατηγορίες του αντιτρομοκρατικού νόμου εκτοξεύουν στα ύψη τον τιμοκατάλογο των ποινών. Οποιαδήποτε πράξη συνοδεύεται με την ένδειξη 187 Α (τρομονόμος) πολλαπλασιάζεται όσο θέλουν οι δικαστικές αρχές. Ακόμα και μια απλή περίπτωση πλαστογραφίας (πλαστή ταυτότητα) σημαίνει πολλά χρόνια φυλάκισης, ενώ χωρίς τις διατάξεις του τρομονόμου κάποιος δεν θα έμπαινε καν φυλακή.

Επίσης ο τρομονόμος δημιουργεί ένα καθεστώς εξαίρεσης για τους πολιτικούς κρατούμενους, επιβάλλοντας μια νέα φυλακή μέσα στην φυλακή. Η λειτουργία των φυλακών τύπου Γ στοχεύει πρώτα και κύρια στην απομόνωση των αιχμαλώτων ανταρτών πόλης και σε μία συνθήκη αόριστης κράτησης στερώντας τους όλα αυτά που έχουν κατακτηθεί μέσα στις φυλακές με αγώνες και αίμα (οι κρατούμενοι στις φυλακές Γ δεν δικαιούνται άδεια, υποβάλλοντας σε αστυνομικούς ελέγχους και υπόκεινται σε επιβαρυντικό υπολογισμό της ποινής τους).

Τέλος ο τρομονόμος αποκτά διαστάσεις “μολυσματικής” επιδημίας με σκοπό να αιχμαλωτίσει τα κοντινά πρόσωπα και τους αλληλέγγυους συντρόφους των πολιτικών κρατουμένων. Τα τελευταία χρόνια αρκεί ένα επισκεπτήριο στις φυλακές ή η παρουσία στο δικαστήριο κάποιου αιχμαλώτου συντρόφου, ώστε αλληλέγγυοι ή ακόμα και συγγενείς ανταρτών πόλης να βρεθούν κατηγορούμενοι για “συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση”. Έτσι έγινε με της περίπτωση της μητέρας μου και της συζύγου του αδερφού μου που βρέθηκαν φυλακισμένες με τον τρομονόμο.

Σκοπός αυτής της κίνησης είναι να επιβληθεί μία συνθήκη καραντίνας γύρω από τους αντάρτες πόλης, που όποιος τολμήσει να την αμφισβητήσει μπορεί να βρεθεί στο διπλανό κελί…

Παράλληλα κάποιες διατάξεις του τρομονόμου επιδιώκουν να μεταφέρουν την καχυποψία, την διχόνοια και την διάσπαση στο εσωτερικό των αιχμαλώτων συντρόφων.

Ούτως ή άλλως υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση στα δικαστήρια μεταξύ αυτών που έχουν αναλάβει την ευθύνη για την συμμετοχή σε αντάρτικη οργάνωση και αυτών που αρνούνται την συμμετοχή τους.

Τώρα όμως υπάρχουν διατάξεις που ορίζουν ευνοϊκότερη μεταχείριση (ακόμα και απαλλαγή) σε όποιον/ους παρέχουν πληροφορίες σχετικά με “οποιαδήποτε προετοιμασία τρομοκρατικής ενέργειας.

Συγκεκριμένα στο άρθρο 2 του 187 Α με ενδεικτικό τίτλο “Μέτρα επιείκειας” αναφέρεται πως όποιος “καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόμο συμβάλλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής ή της τρομοκρατικής οργάνωσης απαλλάσσεται απ’ την ποινή για τις πράξεις αυτές.

Εδώ εμφανίζεται επίσημα ο ρόλος του μετανοημένου – ρουφιάνου και των ανταλλαγμάτων που θα του χορηγηθούν από το κράτος για την κατάδοση των πρώην συντρόφων του.

Με αυτόν τον τρόπο δεν επιδιώκεται μόνο ένα επιχειρησιακό πλήγμα στο αντάρτικο πόλης, ΑΛΛΑ κυρίως ένα ηθικό πλήγμα στα πλαίσια του φαινομένου των μετανοημένων και αν στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει κάτι τέτοιο έως σήμερα, στην Ιταλία που εμφανίστηκε κυρίως κανιβάλισε την επιλογή του ένοπλου αγώνα.

Παράλληλα δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι το αντάρτικο πόλης δεν είναι μια παρθενογένεση. Κανείς δεν ξυπνάει ένα ωραίο πρωί και αποφασίζει να στρέψει το όπλο ενάντια στην εξουσία. Η ένοπλη αμφισβήτηση γεννιέται μέσα από μια συγκρουσιακή πραγματικότητα, μέσα από πορείες, από την φωτιά των οδοφραγμάτων και την σκόνη των δακρυγόνων.

Άρα ο τρομονόμος λοιπόν έχει επεκτατικές διαθέσεις προσπερνώντας το σαβουάρ βιβρ της δημοκρατίας. Έτσι δημιουργείται το κλίμα να ευνοηθούν ποινικές διώξεις που κομματιάζουν ακόμα και το “δημοκρατικό” δικαίωμα ελευθερίας του λόγου όταν πρόκειται για ανάρτηση προκηρύξεων στο διαδίκτυο ή κειμένων που υπερασπίζονται και προωθούν την επιλογή της ένοπλης βίας.

Πρόσφατα επιχειρήθηκε να περάσει καμουφλαρισμένο μέσα σε άλλο νομοσχέδιο, τροποποίηση του τρομονόμου καθώς μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 187 Α προστέθηκαν οι παράγραφοι 3α, 3β και 3γ σύμφωνα με τις οποίες “όποιος δημόσια προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη εγκλημάτων […] τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών” και επίσης “όποιος μέσω παροχής οδηγιών, πληροφοριών ή κατευθύνσεων προκαλεί σε άλλον την απόφαση για συμμετοχή σε συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση […] τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

Τέλος με το ίδιο τρόπο τιμωρείται όποιος “εκπαιδεύσει άλλον στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων κτλ για τον ίδιο σκοπό. Όλες αυτές οι διατάξεις είναι τόσο αφηρημένες οι έννοιες καθώς οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως “προτροπή” ή “κατεύθυνση” όμως παράγουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα … τον φόβο.

Καθόλου τυχαίο ότι αυτές οι διατάξεις επιχειρήθηκε να περάσουν λίγο καιρό μετά την αντάρτικη ενέργεια εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Λ. Παπαδήμου και του πλήθους θετικών και ενθαρρυντικών σχολίων που κατέκλυσαν το διαδίκτυο.

Είναι φανερό πως ότι δεν μπορεί να ελέγξει η εξουσία, θέλει να το εξαφανίσει.

Ο τρομονόμος είναι το ιδανικό φίμωτρο που εξασφαλίζει την σιωπή των φοβισμένων.

Παράλληλα η επιτηδευμένη ασάφεια του τρομονόμου παρέχει μία ομίχλη φόβου καθώς δεν περιορίζεται μόνο στις αντάρτικες ομάδες και στον δημόσιο λόγο υπεράσπισης του ένοπλου αγώνα, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες μορφές δράσεις.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των συλλήψεων κατοίκων στις Σκουριές για την εμπρηστική επίθεση της εταιρίας εξόρυξης χρυσού στην περιοχή και της καταδίκης αναρχικών (ανάμεσα και ο αδερφός μου ως μέλος της Σ.Π.Φ.) ως “ατομικοί τρομοκράτες”.

Στην περίπτωση των Σκουριών, πραγματοποιήθηκε αστυνομική κατοχή στην περιοχή και την νύχτα στις 3:00 έκαναν έφοδο τα Ε.Κ.Α.Μ. στα σπίτια δύο κατοίκων και τους συνέλαβαν.

Οι κατηγορίες που τους αποδόθηκαν ήταν συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, απόπειρα ανθρωποκτονίας κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη και εμπρησμός. Κατηγορίες καρμπόν που μπορούν να αποδοθούν μελλοντικά ακόμα και σε συλληφθέντες κατά την διάρκεια συγκρούσεων σε πορεία, που με μία μικρή νομοθετική “ώθηση” η κατηγορία της “εγκληματικής οργάνωσης” μετατρέπεται σε “τρομοκρατική οργάνωση”.

Όσον αφορά την καταδίκη περί “ατομικής τρομοκρατίας”, ουσιαστικά ανοίγει ο δρόμος για τον απόλυτο αντιαναρχικό δικαστικό ολοκληρωτισμό που συμπυκνώνεται στην πρόταση της εισαγγελέως που πρότεινε την καταδίκη σύμφωνα με την οποία αν κάποιος είναι αναρχικός, τότε οι πράξεις του θα είναι τρομοκρατικές.

Άρα λοιπόν αρκεί να συλληφθεί κάποιος αναρχικός και λόγω της πολιτικής του ταυτότητας, όλες του οι κατηγορίες να πολλαπλασιαστούν ως προς την ποινή τους μέσω του τρομονόμου.

Έτσι, μία ληστεία ενός αναρχικού σε τράπεζα για βιοποριστικούς λόγους, μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρηματοδότηση “άγνωστης τρομοκρατικής οργάνωσης” ή ένας εμπρησμός ως “τρομοκρατική ενέργεια”.

Προφανώς το ζήτημα του τρομονόμου και οι συνέπειες του στο εσωτερικό του αναρχικό χώρου και όχι μόνο, δεν εξαντλείται σε αυτά που αναφέρθηκαν. Όμως το πιο σημαντικό είναι να μην μένουμε στις διαπιστώσεις. Το σημαντικό είναι να οργανώσουμε τν αντεπίθεσή μας. Πρέπει να απομακρυνθούμε από την ηττοπάθεια και την εσωστρέφεια και να ορθώσουμε τα αναχώματα απέναντι στον φόβο.

Μέσα από την οργάνωση και την οικοδόμηση ενός ανατρεπτικού επιθετικού αναρχικό κινήματος που δεν αναζητάει τις αλήθειες του στις βιβλιοθήκες των ακίνδυνων ακαδημαϊκών συζητήσεων αλλά κατακτά την βιωματική συνείδηση στο δρόμο, εκεί που όλα μπορούν να συμβούν από εμάς.

Γιατί υπάρχει κάτι που είναι πιο τρομακτικό από τον φόβο… Οι φοβισμένοι…

Τσάκαλος Χρήστος – Σ.Π.Φ.

Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και οι συνθήκες εξαίρεσης – Ο τρομονόμος και η έννοια της τρομοκρατίας

i)

Μέχρι τώρα η ιστορία έχει δείξει πως η κοινωνική αντίδραση απέναντι σε καθεστώτα κεντρικής εξουσίας αναπτύσσει μια διαλεκτική, ανταγωνιστική σχέση, παρόμοια με αυτή του φυσικού νόμου δράσης-αντίδρασης. Είναι μάλλον αδύνατον να υπάρξει κάποια κεντρικά επιβεβαιωμένη εξουσία η οποία τυγχάνει καθολικής αποδοχής ώστε να μην εμφανίζεται ίχνος διαμαρτυρίας, αντίστασης, αντίδρασης, καθώς είναι αδύνατον να επιτευχθεί τόσο απόλυτη κοινωνική νομιμοποίηση. Ακόμα και στα πιο σκληρά, τα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα, αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν χαραμάδες από τις οποίες θα ξεπηδήσει η αμφισβήτηση, όποιο ιδεολογικό -ή άλλο- πρόσημο μπορεί να φέρει αυτή, από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο.

Αυτή η αναπόδραστη αλήθεια, επιβεβαιωμένη άπειρες φορές στο παρελθόν, μεταφράζεται και σε μια αντίστοιχη οικουμενική εμπειρία γύρω από το πως αντιμετωπίζονται, διαχειρίζονται και προλαμβάνονται τέτοιου είδους κοινωνικές κρίσεις, και τη στιγμή που φτάνουν στο σημείο να γίνουν απειλητικές, αλλά και πριν. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι πάντοτε και παντού υπήρχε ευθυγράμμιση, με την οποία τέτοια οικουμενική εμπειρία, και πολύ περισσότερο ότι κάθε στρατηγική καταστολής και πρόληψης, ήταν πάντοτε επιτυχημένη. Αν ήταν έτσι, τότε θα είχε εφευρεθεί η απόλυτη συνταγή της επιτυχίας στη διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας. Αντ’ αυτού, κι επειδή γενικά οι κοινωνικές διεργασίες δεν εμπίπτουν όλες τους σε ντετερμινιστικά σχήματα και νομοτέλειες, κι επειδή ο παράγοντας της ανθρώπινης συμπεριφοράς εξακολουθεί κι έχει το στοιχείο του απρόβλεπτου που κανένας αλγόριθμος δε μπορεί να υπολογίσει 100%, το στοίχημα της ανατροπής παραμένει ανοιχτό. Κι αυτό ακριβώς είναι που φοβάται η κυριαρχία.

Στο πέρασμα του χρόνου (και των αιώνων) η «τέχνη του κυβερνάν» άρχισε να εμπεδώνεται ολοένα και περισσότερο ως μια ολόκληρη επιστήμη που απαιτεί μάλιστα ειδική εκπαίδευση, επιμόρφωση και βαθιά γνώση του παρελθόντος και των χιλιάδων μικρών ή μεγάλων κουκίδων ανυπακοής και ανταρσίας που έχουν σημειωθεί στο σύνολο της -δυνάμει γνωστής- ιστορίας, κατά τη λογική του όσο πιο καλά γνωρίζεις το παρελθόν, τόσο πιο καλά μπορείς να χαράξεις το μέλλον.

Το ζήτημα λοιπόν της κοινωνικής ανατροπής είναι κάτι που διαχρονικά προβληματίζει την εκάστοτε πολιτική διαχείριση κάθε εξουσίας. Στο σύγχρονο πλέον κόσμο, η κοινή αποδοχή -ακριβώς πάνω στην οικουμενική εμπειρία που περιγράφονταν πριν- του φαινομένου του εσωτερικού εχθρού, της πιθανότητας δηλαδή να προκύψει μια κοινωνική δυναμική, η οποία, είτε από κάποια δυσαρέσκεια, είτε από κάποια ιδεολογική ή θρησκευτική έχθρα, μπορεί να φτάσει στο σημείο να απειλήσει τη συνοχή και τη σταθερότητα ενός καθεστώτος, έχουν υπαγορεύσει ως αναγκαία την λήψη μέτρων. Τέτοια μπορεί να είναι η ενίσχυση όλων των μηχανισμών άμεσης άμυνας, ενισχύοντας όλους τους κατασταλτικούς θεσμούς και μηχανισμούς. Αυτή η ενίσχυση μπορεί να αφορά είτε την επάνδρωση των εσωτερικών σωμάτων ασφαλείας ή την δημιουργία νέων ειδικά εκπαιδευμένων για ειδικές περιπτώσεις. Η τεχνολογική εξέλιξη επίσης, καθώς και τα διάφορα νέα επιστημονικά επιτεύγματα, μπορούν να διατίθενται στις υπηρεσίες της κυριαρχίας προκειμένου αυτή να είναι πιο αποτελεσματική κι ένα βήμα πιο μπροστά κάθε φορά.

Όλα τα παραπάνω όμως είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο μπορεί να έχει να κάνει με πιο περίπλοκες καταστάσεις, όπως η νομική θωράκιση ενός καθεστώτος ώστε ανατρεπτικές πράξεις διαφοροποιημένης έντασης να εμπίπτουν σε ένα διαφορετικό, πιο ειδικό πλαίσιο διώξεων και ποινών. Τέτοιου είδους ακραία νομοθετικά μέτρα έχουμε πχ. εναντίων των πιο ριζοσπαστικών πολιτικών κινημάτων στην Ευρώπη και την Αμερική του 19ου και του 20ου αιώνα, όπου το φαινόμενο του αναρχικού τερορισμού ήταν ιδιαίτερα οξυμένο. Μεταξύ 1914 και 1920, για παράδειγμα, η δράση άτυπων εξεγερσιακών αναρχοκομμουνιστικών δικτύων που προέβαιναν σε σειρά απαλλοτριώσεων, εκρήξεων και απόπειρών εκτελέσεων, οδηγεί στην υστερία του «κόκκινου τρόμου» (red scare), όπως επικράτησε να λέγεται. Ειδικοί αντι-αναρχικοί και αντι-ανατρεπτικοί νόμοι ψηφίστηκαν όπως η Espionage Act του 1917 ή η Sedition Act του 1919, που, στην ουσία, στρεφόταν δυνητικά ενάντια σε κάθε έκφραση αμφισβήτησης του νομικού status quo στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αυτές οι διατάξεις, που θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο οι πρώτες ιστορικές απόπειρες «αντι-τρομοκρατικής» νομοθεσίας, διεύρυναν τις έρευνες και τις εισβολές σε σπίτια, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, μέχρι και τις απελάσεις ακόμα και αμερικανών υπηκόων με ριζοσπαστική δράση.

Για την ιστορία, βάσει των ίδιων νόμων διώχθηκαν και καταδικάστικαν σε θάνατο και οι αναρχικοί Σάκκο και Βαντσέτι.

Παρόμοια ιστορικά παραδείγματα φυσικά μπορούμε να βρούμε πολλά, χωρίς να χρειάζεται να σκάψουμε πολύ βαθιά στο παρελθόν. Η ενίσχυση όλων των παραπάνω θεσμικών κατασταλτικών μηχανισμών, η οποία φτάνει στο σημείο να διευρύνει το πλαίσιο στο οποίο μπορούν να κινηθούν εναντίον οποιασδήποτε δραστηριότητας, κρίνεται αρκετά επικίνδυνη και απειλητική, υπάγεται και αυτή με την σειρά της σε ένα άλλο πλαίσιο, αυτό του κοινωνικού ανταγωνισμού που διαμορφώνει ισορροπίες και συσχετισμούς. Το πόσο αυστηρό, απόλυτο, οριζόντιο στην εφαρμογή του μπορεί να φτάσει να γίνει ένα τέτοιο καθεστώς έκτακτης ανάγκης (όπως αυτό μπορεί να προκύψει βάσει των όσων περιγράφηκαν παραπάνω) και πόσο μπορεί να απλωθούν και σε ποιο βαθμό ειδικές συνθήκες εξαίρεσης, αυτό έχει να κάνει με την ποιότητα, την ένταση και την όξυνση της ριζοσπαστικοποίησης του εκάστοτε εξωτερικού εχθρού, αλλά και με τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν από καθεστώς σε καθεστώς: ένας διαδηλωτής που κατηγορείται για ταραχές, π.χ. σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, είναι δυνατόν να προφυλακιστεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ με τις ίδιες κατηγορίες στη Σαουδική Αραβία μπορεί μέχρι και να αποκεφαλιστεί. Αντίστοιχα, σε περιόδους εξαιρετικά τεταμένων κοινωνικών αναταραχών και αυξημένης κοινωνικής επισφάλειας, μπορεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης να λάβει τη μορφή ακόμα και εντελώς απόλυτων και οριζόντιων μέτρων δίωξης κάθε έκφρασης αμφισβήτησης, όπως ήταν, για παράδειγμα, στην χώρα μας οι πρώτες δεκαετίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος.

Αντίστοιχα, σε περιπτώσεις άλλων χωρών, όπως η Ουρουγουάη, ή η Αργεντινή, ή ακόμα και η Ελλάδα του 1967, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης μπορεί να μην περιοριστεί απλά σε συγκεκριμένα μέτρα και μια κάποια ενίσχυση κατασταλτικών μηχανισμών (γιατί αυτά μπορεί να μην αρκούν πλέον), αλλά να πάρει την μορφή του πραξικοπήματων και δικτατοριών.

ii)

Σε κάθε εποχή και σχεδόν οπουδήποτε, όλα τα συστήματα εξουσίας ένιωθαν την ανάγκη μιας ιδεολογικής επένδυσης που να τα νομιμοποιεί -εκτός των άλλων- και ηθικά. Υπήρχαν λοιπόν οι ανάλογες προπαγανδιστικές κατασκευές και φαντασιακά ώστε να εκπληρώνουν αυτή την αποστολή. Αυτή η νόμιμη και ηθική τάξη πραγμάτων αυτομάτως μετέτρεπε κάθε επαναστάτη σε ό,τι πιο μιαρό, ανήθικο και ανίερο, αφού πήγαινε κόντρα σε όλες τις νόμιμες και ηθικές αξίες μιας κοινωνίας. Φυσικά, το τι είναι νόμιμο και ηθικό έχει αλλάξει διάφορες φορές πρόσημο και θα αλλάζει όσο εξακολουθούν να μεταβάλλονται οι κοινωνικοί συσχετισμοί, είτε προς το προοδευτικότερο, είτε προς το συντηρητικότερο.

Στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον και ειδικά στο δυτικό πρωτοκοσμικό καπιταλισμό και τις περιφέρειες του, η όποια ανατρεπτική δράση φτάνει στο σημείο μιας κάποιας δυναμικής εκδήλωσης (π.χ. σαμποτάζ, εκτελέσεις, ληστείες, εμπρησμοί), θεωρείται άκρως παράλογη, αναχρονιστική, προϊόν τυφλού φανατισμού και μίσους και πάνω σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο γεννιέται και η αναγκαιότητα κατασκευής ενός ορισμού ιδιαίτερα συναισθηματικά και συγκινησιακά φορτισμένου, που θα αποδίδει μια ιδιαίτερη απαξία σε αυτό το φαινόμενο, καθώς το όποιο καθεστώς ειδικής εξαίρεσης απαιτεί και το αντίστοιχο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο που θα του χαρίζει το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα. Σε αυτό το πλαίσιο, την αποστολή αυτή αναλαμβάνουν να εκπληρώσουν τα ΜΜΕ με μια πληθώρα τεχνικών που μπορεί να είναι η συκοφαντία, η λάσπη, η ειρωνεία, η προσπάθεια γραφικοποίησης. Τα ΜΜΕ επενδύουν περισσότερο στη δύναμη του εύρους τους και στην δυναμική χρήση του θεάματος, αλλά, στην ίδια κατεύθυνση, και μάλιστα ίσως και πιο ύπουλα και επικίνδυνα, στρατεύονται και μια σειρά θεωρητικών, λόγιων, διανοούμενων αλλά και βετεράνων πρώην επαναστατών, οι οποίοι όλοι αυτοί οικοδομούν πέρα από το ηθικό πλεονέκτημα και το θεωρητικό υπόβαθρο της εκάστοτε αντι-τρομοκρατικής προπαγάνδας. Θεωρείται δεδομένο, ας πούμε, ότι στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και αστάθειες είναι λυμένα αλλά και όπου προκύπτουν τέτοια ζητήματα, υπάρχουν πλέον άλλοι τρόποι επίλυσης, πιο «πολιτισμένοι», πιο δημοκρατικοί. Επομένως, όποιος καταφεύγει στην βία για να υποστηρίξει και να προωθήσει τις θέσεις του, είτε ατομικά, είτε συλλογικά, είναι εχθρός ολόκληρης της κοινωνίας, συνεπώς, μια ειδική περίπτωση εχθρού για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτούνται ειδικά έκτακτα μέτρα και που φυσικά κάθε μέσο (αν όχι όλα τα μέσα) κρίνεται ηθικά πρόσφορο και αναγκαίο για την καταπολέμηση ενός τέτοιου εχθρού, ο οποίος βαφτίζεται ως «Τρομοκρατία».

Ιστορικά ο όρος Τρομοκρατία καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1793 για να περιγράψει την επικράτηση του τρόμου που είχε εγκαθιδρύσει στο Γαλλικό κράτος η κυβέρνηση των Ιακωβίνων. Περιέγραφε δηλαδή την βίαιη και επαναστατική φύση του νέου καθεστώτος. Από το 1880 και μετά ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις βίαιες πολιτικές ενέργειες του αντι-αποικιακού αγώνα στην Ιρλανδία και του αντι-απολυταρχικού αγώνα στην Ρωσία. Σήμερα, η χρήση του όρου έχει γενικευθεί τόσο, ώστε να μην υπάρχει ένα επαρκές πλαίσιο ορισμού και για αυτό παραμένει μια έννοια-λάστιχο, σκοπίμως ασαφής και επισφαλής, έτσι ώστε να μπορεί να τεντώνεται και να απλώνεται όπου χρειάζεται, όποτε χρειάζεται.

Σε γενικές γραμμές, ως τρομοκρατία φαίνεται να εκλαμβανεται ο πόλεμος που στρέφεται κατά των αμάχων ή γενικά κατά των αθώων, αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, η χρήση γενικεύεται, γιατί πέρα από όλα τα άλλα δεν είναι δυνατόν να προκύψει μια συνεπής οικουμενική συμφωνία στο ποιοι είναι αθώοι. Ζούμε, εξάλλου, σε μια εποχή όπου πυρηνικές υπερδυνάμεις είναι έτοιμες να ασκήσουν το νόμιμο δικαίωμά τους να αφανίσουν ολόκληρους αμάχους πληθυσμούς, αν αυτό καταστεί απαραίτητο , όπως συνέβη με την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στο τέλος του Β’ Π.Π. Αν λοιπόν τρομοκρατία είναι γενικά η στοχοποίηση αθώων, τότε το 1945 θα πρέπει να θεωρείται το έτος που ενηλικιώθηκε η τρομοκρατία. Καθώς, λοιπόν, αδυνατεί να σταθεί ένας τέτοιος ορισμός και φθίνει σιγά σιγά σαν σημασία, η τρομοκρατία σαν έννοια έχει αντικαταστήσει την έννοια του φαντασιακού αρχετυπικού κακού στην κοινωνική συνείδηση. Ως το απόλυτο κακό ορίζεται μια επικρεμάμενη απειλή που δεν στρέφεται μόνο ενάντια στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αλλά δυνάμει εναντίων όλων, αφού η διατάραξη των κοινωνικών ισορροπιών τους επηρεάζει όλους .

Καταληκτικά, λοιπόν, ο όρος τρομοκρατία προκύπτει πως είναι το πλαίσιο αναφοράς στο σύνολο των ανατρεπτικών εκείνων ενεργειών που στρέφονται φανερά κατά ενός καθεστώτος. Ο όρος αποσκοπεί στην απονοηματοδότηση της ίδιας της δράσης και στον ψυχολογικό πόλεμο εναντίων των δρώντων υποκειμένων, αλλά και στην απόσπαση ευρέων κοινωνικών συναινέσεων για κάθε είδους κατασταλτική ή προληπτική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, που μπορεί να φτάσει, να αγγίζει ή και να ξεπερνά την γκρίζα περιοχή νόμιμου-παράνομου, ηθικού-ανήθικου. Ταυτόχρονα, λειτουργεί και βοηθητικά στην σύναψη μετώπων και συμμαχιών επιπέδου κορυφής για το σχηματισμό ενός ενιαίου στρατοπέδου που στρέφεται ενάντια στο φαινόμενο της τρομοκρατίας ως μιας σύγχρονη ιερά συμμαχία.

Όπως έγραφε το 2000 και ο Ιταλός γερουσιαστής Κοσίγκα, υπουργός εσωτερικών και οπαδός της σκληρής γραμμής κατά της τρομοκρατίας, κατά την απαγωγή και εκτέλεση Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, και μετέπειτα πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, σε επιστολή του σε κρατούμενο άτομο τότε των Ερυθρών Ταξιαρχιών: «αυτό είναι ένα μέρος μιας ιστορικής περιόδου που έκλεισε και, τέλος πάντων, αυτή η λεγόμενη δικαιοσύνη ασκήθηκε και ακόμα ασκείται εναντίων σας. Ακόμα και αν με νομικούς όρους νόμιμα ασκείται, είναι, με την πολιτική έννοια, βεντέτα ή φόβος»

Παναγιώτης Αργυρού, μέλος της ΣΠΦ

Η «αντιτρομοκρατική» πολιτική και οι ειδικές συνθήκες κράτησης στην Δ. Ευρώπη

Δυστυχώς πλέον στις μέρες μας αποτελεί ιστορικό γεγονός η καταστολή και η βίαιη κατάλυση των επαναστατικών δυνάμεων που προκύπτουν, ανά τα χρόνια, μέσα στα καπιταλιστικά κράτη. Η Ευρώπη στο σύνολο της οχυρώνεται, εδώ και δεκαετίες, απέναντι στην εσωτερική απειλή με την δημιουργία αντιτρομοκρατικών νόμων. Νόμοι, οι οποίοι έχουν δεκάδες παρακλάδια και άλλες τόσες ερμηνείες. Νόμοι που επιβάλλουν ένα ειδικό καθεστώς, τόσο σε ότι αφορά το δικαστικό σκέλος, όσο και το κομμάτι της φυλάκισης. Εδώ θα εστιάσουμε στο δεύτερο σκέλος, τον εγκλεισμό και το ειδικό καθεστώς εξαίρεσης.

Ξεκινώντας, πιστεύω πως έχει μία σημασία, να δούμε λίγο πιο συνολικά το ζήτημα της καταστολής στις δυτικές δημοκρατίες και το πώς συνδέεται άμεσα, τελικώς, με την ίδια την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος.

Καταρχήν, η καταστολή επιμέρους αγώνων αλλά και η ευρύτερη κατασταλτική πολιτική δεν είναι φαινόμενο που εμφανίζεται μόνο σε καιρούς κρίσης. Ήδη σε καιρούς «κοινωνικής νηνεμίας» και σχετικής «ευμάρειας» – για ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας- η κυριαρχία έχει επενδύσει στην κατασταλτική στρατηγική, δημιουργώντας έτσι την απαραίτητη ηθική νομιμοποίηση στο κοινωνικό πεδίο. Είναι η ανάγκη του συστήματος να «καθολικοποιήσει» το δόγμα της ασφάλειας, διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες, για να ριζώσει, να αναπαραχθεί και εν τέλει να μετεξελιχθεί στη συμμετοχή του κάθε ανθρώπου στο κατασταλτικό έργο σε επίπεδο καθημερινότητας. Με λίγα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατασταλτική πολιτική δεν είναι ο μηχανισμός που ενεργοποιείται περιστασιακά για την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα κρίσεων (οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτικών). Αντιθέτως, είναι μία διαρκής συνθήκη που στόχο έχει την εμπέδωση της ιδεολογίας του φόβου, μετατοπίζοντας το ειδικό βάρος της καταστολής στους εκάστοτε «επικίνδυνους» για την κοινωνία, είτε είναι οι οροθετικές πόρνες, είτε οι μετανάστες και οι υγειονομικές βόμβες, είτε ο αναρχικός χώρος. Πάντοτε θα υπάρχει στόχος, ο «αποδιοπομπαίος τράγος», που θα έρθει να εξυγιάνει το άρρωστο προσωπείο του καπιταλιστικού συστήματος, αφήνοντας όμως, ανέπαφο τον πυρήνα που γεννά και θα συνεχίσει να γεννά μιζέρια, εξαθλίωση και υποταγή. Εκεί στοχεύει η καταστολή, λοιπόν, σε καιρούς κοινωνικής ειρήνης. Στον ευνουχισμό της σκέψης, στην αδυναμία της πράξης.

Έτσι, στην ιστορική της εξέλιξη, η αστική δημοκρατία έχει δημιουργήσει και έχει βασιστεί πάνω σε “καταστάσεις εξαίρεσης”, ώστε να βρίσκει το χώρο να ανασυγκροτείται και να επαναπροωθεί το ιδεολόγημα της ασφάλειας. Φυσικό ακόλουθο είναι η διαρκής αυστηροποίηση των ήδη υπαρχόντων νόμων και η εξάντληση της ανοχής από πλευράς κράτους, δηλαδή το πέρασμα και η μετεξέλιξη από το “κράτος πρόνοιας” στο “κράτος ελέγχου”.

Ήδη από το ’70 έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα στη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου –κοινού μετώπου- από τους έχοντες εξουσία, με στόχο την αντιμετώπιση και την πάταξη των αυξημένων κοινωνικών εκρήξεων και των ένοπλων ομάδων, που εκείνη την περίοδο είχαν έντονη παρουσία σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Η ασύμμετρη απειλή ενός εσωτερικού εχθρού διαμόρφωσε πλήρως το αντιτρομοκρατικό οικοδόμημα, με ειδικούς νόμους, ειδικά δικαστήρια, ειδικές συνθήκες κράτησης.

Προφανώς και εντοπίζεται μία σύνδεση του κατασταλτικού μηχανισμού με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία και τις συνθήκες (κοινωνικοοικονομικές) που επικρατούν. Μπορούμε να πούμε ότι σε καιρούς κρίσης, όπως αυτής που βιώνουμε σήμερα, η καταστολή οξύνεται και γίνεται ακόμα πιο παραδειγματική για τα τμήματα της κοινωνίας που αντιστέκονται στο δημοκρατικό ολοκληρωτισμό.

Το μόνο –ίσως και τελευταίο- σημείο αιχμής, που μπορεί να εστιάσει το κράτος και να αναδείξει ως πολιτική αναγκαιότητα, είναι το δόγμα της ασφάλειας. Ο εσωτερικός εχθρός πλέον, εντοπίζεται σε όποια κοινωνική ομάδα επεμβαίνει (είτε άμεσα και επιθετικά, είτε λιγότερο έως παθητικά) στη διατήρηση του αγαθού της ασφάλειας. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η αυστηροποίηση του αντιτρομοκρατικού νόμου δε στοχεύει μόνο στην πάταξη των ένοπλων οργανώσεων, αλλά είναι ένα εργαλείο διάχυσης του φόβου και περιστολής των εξεγερσιακών διαθέσεων στο κοινωνικό σώμα, είναι ένα όπλο πάταξης ακόμα και της πρόθεσης για αντίσταση.

Αντίστοιχα, τα ειδικά δικαστήρια και οι ειδικές συνθήκες κράτησης μπορεί μέχρι σήμερα να αποτελούν μέτρα που εφαρμόζονται σε επαναστατικές οργανώσεις, αναρχικούς και το οργανωμένο έγκλημα, όμως ήδη παρατηρείται μία πρώτη διεύρυνση αυτών των τακτικών σε ανθρώπους που κατηγορούνται ή έχουν καταδικαστεί με τον 187 που αφορά εγκληματική οργάνωση, κάτι που προφανώς ανοίγει το δρόμο για μία ακόμα πιο ελαστική ερμηνεία του νόμου.

Έχει σημασία, λοιπόν, να κάνουμε μία ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της καταστολής, εστιάζοντας στις ειδικές συνθήκες κράτησης στις σύγχρονες δημοκρατίες της Ευρώπης, όπου η κυριαρχία έδειξε και δείχνει μέχρι και σήμερα το πιο αποκρουστικό της πρόσωπο. Αυτό της απόλυτης βίας και της καταπίεσης, που είναι και η πραγματικότητα του καπιταλισμού απογυμνωμένου από τις επίπλαστες  κοινωνικές αξίες.

Αν από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε, λοιπόν, για να αναλύσουμε την ιστορική εξέλιξη των ειδικών συνθηκών κράτησης στη Ευρώπη, η αφετηρία μπορεί να εντοπιστεί νοητά στη Δυτική Γερμανία.

Η ιδιότυπη συνθήκη που βρέθηκε η Γερμανία, με το χωρισμό της σε Δυτική και Ανατολική, έθεσε από πολύ νωρίς την ανάγκη δημιουργίας μίας επιθετικής πολιτικής, που στόχο είχε τη ριζική εξουδετέρωση κάθε μορφής αντιπολίτευσης και αντίστασης από όπου κι αν προερχόταν.

Η δεκαετία του ’70 στην Γερμανία θα σημαδευτεί από ένα ευρύ αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά και με μια πολύ σημαντική δράση ένοπλων οργανώσεων όπως η «2 Ιούνη», οι «Επαναστατικοί Πυρήνες» και η «RAF».

Το Γερμανικό κράτος, λοιπόν, στην προσπάθεια να καταστείλει και να ενσωματώσει αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που μαχητικά αντιστεκόταν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, εστιάζει στο αντιτρομοκρατικό ιδεολόγημα.

Με το κρεσέντο να γράφεται στις φυλακές του Stammheim, απομόνωση, έλεγχος, περισσότερη απομόνωση, περισσότερος έλεγχος, περισσότερη βία. Οι φυλακές του Stammheim αποτελούν την επιτομή της κρατικής βαρβαρότητας. Εκεί οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε καθεστώς απόλυτης απομόνωσης από την υπόλοιπη «κοινωνία» των φυλακών, ενώ τα πρώτα χρόνια η απομόνωση ίσχυε και μεταξύ των φυλακισμένων της RAF.

Η αποφασιστικότητα τόσο των φυλακισμένων αγωνιστών, όσο και των επαναστατών εκτός των φυλακών που συνέχιζαν τον ένοπλο αγώνα, λειτούργησαν ως καταλύτης για να βγει στη επιφάνεια η αυταρχικότητα του Γερμανικού κράτους, μια αυταρχικότητα εφάμιλλη του ναζιστικού καθεστώτος.

Το 1977 είναι ένα από τα πιο μαύρα χρόνια της Δυτικής Γερμανίας. Το κράτος επιβάλλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημιουργεί επιτελείο αντιμετώπισης κρίσεων, με επικεφαλή τον καγκελάριο Σμιτ. Παράλληλα, απαγορεύεται κάθε μορφής επικοινωνία μεταξύ των 72 πολιτικών κρατουμένων. Συνθήκη που νομιμοποιήθηκε ουσιαστικά με νομοθεσία που ψηφίστηκε ένα μήνα αργότερα.

Στις 17 Οκτωβρίου γράφτηκε ο επίλογος, ή σχεδόν ο επίλογος, του «Γερμανικού φθινοπώρου», με την επιχείρηση εκτέλεσης του ηγετικού πυρήνα της RAF. Όμως, το αξιοσημείωτο δεν είναι η βιαιότητα του κράτους απέναντι στους αγωνιστές της RAF, αλλά η σιωπηλή αποδοχή της εκδοχής περί αυτοκτονίας, που έδωσε το κράτος, από το σύνολο της Γερμανικής κοινωνίας.

Εν τέλει, η κρατική μηχανή και η καταστολή πέτυχαν το στόχο της κοινωνικής συναίνεσης, στα πλαίσια της πλήρους αδρανοποίησης των αντιστάσεων, εσωτερικεύοντας το φόβο στο σύνολο της κοινωνίας. Οι κρατούμενοι της RAF είχαν επισήμως χαρακτηριστεί ως όμηροι τους κράτους, «προετοιμάζοντας» έτσι το έδαφος για την εκτέλεσή τους. Ο πόλεμος προπαγάνδας που προηγήθηκε και ακολούθησε την εκτέλεση των 4 επαναστατών, κατάφερε να επιβάλει τη λήθη στο συλλογικό θυμικό. Έτσι, 10 χρόνια μετά τις κρατικές δολοφονίες, η γερμανική κοινωνία δέχεται παθητικά τη δημιουργία ενός κολαστήριου, νέου τύπου, ένα χώρο φυσικής εξόντωσης των φυλακισμένων τις φυλακές του Weiterstadt. Φυλακή που ανατινάχθηκε το ΄93 λίγο πριν τα “εγκαίνιά” της από την RAF. Μία κίνηση που λίγο κατάφερε να αφυπνίσει τις κοινωνικές συνειδήσεις. Παρ’ όλα αυτά, το πρακτικό πλήγμα στην καρδιά του σωφρονιστικού συστήματος, έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στους αγωνιζόμενους ανθρώπους ανά την Ευρώπη και τον κόσμο.

Μία από τις πρώτες χώρες που βάδισε στα βήματα της πρωτοπόρου Γερμανίας ήταν η Ιταλία. Η Ιταλία όπως και η Γερμανία, ήταν κράτη στρατηγικής σημασίας τη δεκαετία του ΄70 για τις Η.Π.Α.. Γεωπολιτικά υπήρξαν χώρες άμεσων συμφερόντων, βάσεις για την πάταξη της κομμουνιστικής απειλής και φυσική δίοδος στην κεντρική Ευρώπη. Υπήρξε ξεκάθαρη ανάγκη λοιπόν για το Ιταλικό κράτος να μειώσει, έως και να εξαλείψει, κάθε κοινωνική αντίσταση και κάθε εστία εξέγερσης τόσο στο σύνολο της “ελεύθερης” κοινωνίας, όσο και στην κοινωνία της φυλακής.

Φυσικά οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στο εσωτερικό της Ιταλίας επίσπευσαν αυτή την ανάγκη του κράτους για όξυνση της καταστολής. Στις φυλακές η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Ο μεγάλος όγκος πολιτικών κρατουμένων που μπήκαν μέσα στις αρχές του ΄70 λειτούργησε καταλυτικά για να αρχίσουν και οι ποινικοί κρατούμενοι να συνειδητοποιούν και να αντιλαμβάνονται την ταξική τους θέση στο καπιταλιστικό σύστημα. Νιώθουν κομμάτι του προλεταριάτου και με τον καιρό δημιουργείται μία δυνατή σύνδεση, ένα δυνατός δεσμός μεταξύ εγκλείστων και άνομου προλεταριάτου εκτός των τειχών. Οι διεκδικήσεις και οι εξεγέρσεις μέσα στις φυλακές αυξάνονται ραγδαία. Αγώνες που στηρίζονται κυρίως από τη NAP (Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες) και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Αυτό το εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα οδήγησε το Ιταλικό κράτος το 1977 στην αναδιάρθρωση του σωφρονιστικού συστήματος και τη δημιουργία ειδικών συνθηκών κράτησης. Η αναδιάρθρωση αυτή κινείται σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι οι καλύτερες συνθήκες κράτησης, οι πιο ανθρώπινες συνθήκες, που φυσικά μπαίνουν στο «τραπέζι» ως αντίβαρο για να περάσει πιο εύκολα η δεύτερη αιχμή της αναδιάρθρωσης, η οποία αφορά στις ειδικές συνθήκες κράτησης για τους πολιτικούς κρατούμενους και όσους συμμετέχουν σε αγώνες εντός της φυλακής.

Έτσι, με την αναδιάρθρωση του 1977 η κατάσταση στις φυλακές άλλαξε, παρ’ όλα τα δήθεν ευεργετήματα, προς το χειρότερο. Ενώ αρχικά δημιουργούνται ειδικές πτέρυγες εντός των κανονικών φυλακών, ταυτόχρονα αρχίζει η κατασκευή ειδικών φυλακών υψίστης ασφαλείας. Μέσα σε ένα βράδυ στον Ιούλιο του ’77 περίπου 1.500 κρατούμενοι μεταφέρονται από τις φυλακές που βρίσκονται στις, δέκα τότε, ειδικές φυλακές.

Η πρώτη φυλακή που λειτούργησε με αυτές τι συνθήκες ήταν η Asinara, το Ευρωπαϊκό Alcatraz. Εκεί κρατούνται πολιτικοί κρατούμενοι. Αυτοί θα εγκαινιάσουν τις ειδικές πτέρυγες και εκεί θα ξεκινήσει ο δυναμικός αγώνας ενάντια στο άρθρο 90, αγώνας που οδήγησε πολλές φυλακές σε εξεγέρσεις και συγκρούσεις των φυλακισμένων αγωνιστών με μπάτσους και σωφρονιστικούς.

Το άρθρο 90 αρχικά αφορούσε τις συνθήκες κράτησης, δηλαδή μία σειρά από έξτρα περιορισμούς για μία ειδική κατηγορία κρατουμένων. Βέβαια, μετά την απαγωγή του Aldo Moro το ’78, οι συνθήκες θα σκληρύνουν για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους με επιβολή περισσότερων περιορισμών. Αυτές οι συνθήκες θα οδηγήσουν τους κρατούμενους στη χειρότερη των φυλακών, Asinara, σε μία διαμαρτυρία που κατέληξε σε μία από τις σημαντικότερες εξεγέρσεις στις Ιταλικές φυλακές. Μετά τη μάχη στη φυλακή Asinara, το ιταλικό κράτος αναδιοργανώνεται και απαντάει με μεταγωγές κρατουμένων σε άλλες φυλακές συνεχώς, για να μην δημιουργούνται σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ τους και ταυτόχρονα επιβάλλονται εκ νέου σκληρές συνθήκες κράτησης. Ο αγώνας όμως των κρατουμένων ενάντια στο άρθρο 90 δε σταματάει και σε πολλές φυλακές της χώρας γίνονται μικρές ή μεγάλες κινήσεις, διαμαρτυρίες, εξεγέρσεις. Μία από τις σημαντικότερες είναι η εξέγερση στη φυλακή του Trani όπου οι κρατούμενοι εκεί είχαν δημιουργήσει, μετά από μία σειρά συνελεύσεων και δράσεων, μια επιτροπή Αγώνα, προτάσσοντας την απελευθέρωση και τον πόλεμο στη διαφοροποίηση.

Μετά από μία σειρά εξεγέρσεων σε διάφορες φυλακές και σε συνδυασμό με ένα πολύ δυνατό κίνημα αλληλεγγύης στους κρατούμενους, τελικώς το άρθρο 90 αποσύρθηκε το 1984. Έτσι, βρέθηκαν ξανά οι ποινικοί με τους πολιτικούς κρατούμενους σε κοινές φυλακές. Βέβαια, η συνθήκη αυτή δεν κράτησε πολύ και μόλις στις αρχές του ’90 ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε το άρθρο 41bis το οποίο προβλέπει, αρχικά, στα πλαίσια του «πολέμου κατά της μαφίας» και στη συνέχεια επεκτείνεται και στους πολιτικούς κρατούμενους, τη συνεχή απομόνωση, ελάχιστη ώρα προαυλισμού για τον κάθε κρατούμενο ξεχωριστά, ένα επισκεπτήριο τον μήνα για μία ώρα με τους συγγενείς πίσω από τζάμι, άλλη μία ώρα με το δικηγόρο και λογοκρισία εγγράφων, βιβλίων και αλληλογραφίας. Σε αυτόν τον εφιάλτη όμως υπάρχει και μία διέξοδος, η μεταμέλεια και η ρουφιανιά. Μία παράμετρος που θα οδηγήσει δεκάδες αγωνιστές στις φυλακές.

Η Ισπανική εμπειρία των ειδικών συνθηκών κράτησης είναι ίσως η επιτομή της φυλακής μέσα στη φυλακή, μία εμπειρία που καταλήγει στα Fies μετά από δύο δεκαετίες καταστολής και εντάσεων μέσα στις φυλακές.

Ας δούμε, λοιπόν, λίγο τα γεγονότα πώς εξελίχθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα. Ήδη, λοιπόν, από τις αρχές του ’70 οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ισπανία είναι τεταμένες, γεγονός που αναζωπυρώνει ένα δυναμικό κίνημα αντίστασης τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών. Ο θάνατος του Franko και το πέρασμα στη δημοκρατία το 1975 δε θα αλλάξει καθόλου το σκηνικό, ίσα-ίσα στην κοινωνία των φυλακών η ένταση αυξάνεται με αφορμή την αμνηστία που δόθηκε. Ξεκινάει έτσι μία οργανωμένη αντίσταση εντός των τειχών, όπου οι κρατούμενοι απαιτούν τη συνολική αμνηστία των κοινωνικών και πολιτικών κρατούμενων. Στην Ισπανία, όπως και στην Ιταλία, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ήταν αρκετά μεγάλος, έτσι η συνεχής επαφή και ζύμωση μεταξύ αυτών και των υπολοίπων κρατούμενων δημιούργησε τις ιδανικές συνθήκες για να μπολιάσει η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα ανάμεσά τους και να συνειδητοποιήσουν  ότι ο εχθρός τους είναι κοινός, το κράτος. Έτσι το Γενάρη του ’77 ξεσπούν εξεγέρσεις σε όλες τις φυλακές της χώρας και το Φλεβάρη δημιουργείται το COPEL  (συντονιστικό αγωνιζόμενων φυλακισμένων). Μέσω αυτού του συντονιστικού θα οργανωθούν πάρα πολλές εξεγέρσεις, απεργίες πείνας, αυτοτραυματισμοί και διάφορες άλλες ενέργειες με βασικότερο αίτημα τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης και την αμνηστία για το σύνολο των κοινωνικών κρατουμένων. Προφανώς, το κράτος θα χτυπήσει το COPEL μετάγοντας τα πιο δραστήρια μέλη του σε διάφορες φυλακές σε καθεστώς απομόνωσης.

Το κράτος μέχρι να φτάσει στα FIES πέρασε από μία σειρά μέτρων και πρακτικών αντιμετώπισης των πολιτικών κρατουμένων, συνοπτικά θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε τρεις περιόδους που αφορούν κυρίως τους Βάσκους πολιτικούς κρατούμενους.

Η πρώτη είναι από το ’78 μέχρι το ’81 όπου όλοι οι Βάσκοι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στη Σορία, όπου τους επιβάλλεται καθεστώς ακραίας απομόνωσης καθώς και ένα κάρο απαγορεύσεις ανάμεσά τους και το να μιλούν τη Βασκική.

Στη συνέχεια, είναι η περίοδος των φυλακών υψίστης ασφαλείας από το 1982 έως το ’86 όπου οι Βάσκοι κρατούμενοι βιώνουν όλη την κτηνωδία του Ισπανικού κράτους που πασχίζει να εξοντώσει τους πολιτικούς κρατούμενους.

Η τρίτη περίοδος ήταν η περίοδος της διασποράς, που ξεκινάει από το ’87, μία πρακτική που σήμαινε τη διασπορά σε δεκάδες διαφορετικές φυλακές σε όλη τη χώρα όλων των πολιτικών κρατούμενων. Φυσική, οικονομική, ψυχολογική εξόντωση, αυτή ήταν και είναι η πάγια πρακτική του κράτους απέναντι στους πολιτικούς (και όχι μόνο) κρατούμενους.

Η σχετικά ήρεμη δεκαετία του ’80, όπου η κατάσταση στις φυλακές σηματοδοτείται από μία ύφεση στους αγώνες των κρατουμένων, θα διαταραχτεί βίαια όταν στις 27 Ιούνη του 1989 ξεσπά μία εξέγερση στις φυλακές του Puerto de Santa Maria. Παράλληλα, οι πολιτικοί κρατούμενοι της GRAPO ξεκινούν μία κυλιόμενη απεργία πείνας που θα φτάσει συνολικά τις 435 μέρες, απεργία πείνας που θα συγκεντρώσει τεράστια προσοχή και θα δεχτεί αλληλεγγύη από όλα τα μέρη της Ευρώπης που η φλόγα της αντίστασης ακόμα  είναι αναμμένη.

Στο φόβο αναζωπύρωσης των εντάσεων, που χαρακτήρισαν τις Ισπανικές φυλακές στα τέλη του ’70, το κράτος δίνει άμεσα την απάντησή του δημιουργώντας τα FIES. Η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων έχει «μάθει» στις διευθύνσεις των φυλακών ότι ο καλύτερος τρόπος να ελεγχθούν οι εξεγέρσεις είναι η απομόνωση των δραστήριων κρατουμένων.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του FIES είναι η πλήρης απομόνωση και ο ασφυκτικός έλεγχος. Κάθε μέρα στα κελιά FIES συντάσσεται αναφορά σχετικά με τη συμπεριφορά των κρατουμένων. Κάθε επικοινωνία δια ζώσης ή τηλεφωνική/γραπτή ελέγχεται και καταγράφεται, το καθεστώς κράτησης αυτό αξιολογείται κάθε τρίμηνο από τη διεύθυνση των φυλακών, δίνοντας έτσι παράτυπα την ελευθερία στους διευθυντές να παρατείνουν επ’ αόριστο τις δυσμενείς συνθήκες κράτησης.

Από τη στιγμή που εισήχθη το FIES στις Ισπανικές φυλακές άρχισαν και οι αγώνες των κρατουμένων για να καταργηθεί. Εξεγέρσεις, απεργίες πείνας, κινήσεις αλληλεγγύης, θάνατοι, αυτή θα μπορούσε να είναι μία εντελώς συνοπτική αποτίμηση της ιστορίας.

Ενδεικτικά από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί πολλές εξεγέρσεις, σχεδόν σε όλες τις φυλακές της Ισπανίας, περισσότεροι από 500 κρατούμενοι έχουν συμμετάσχει σε απεργίες πείνας και περισσότεροι από 15 κρατούμενοι έχουν πεθάνει στα κολαστήρια της δημοκρατίας.

Όσον αφορά στη γαλλική εκδοχή των ειδικών συνθηκών κράτησης, αν και με διαφορά δεκαετίας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα κράτη-οδηγούς στο επίπεδο της κατασταλτικής πολιτικής. Παρατηρούμε μία διαρκή πίεση στους αγωνιστές από την Γαλλία, με συνεχείς στοχοποιήσεις, συλλήψεις, κατηγορίες, κατάσταση που εξωθεί στην παρανομία αρκετούς αγωνιστές. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση, με το δήθεν ανθρώπινο προσωπείο του καπιταλισμού, δημιούργησε με ένα τρόπο μία απάθεια στο κοινωνικό σώμα. Απάθεια που θα δώσει χώρο στο κράτος να οξύνει την καταστολή με ελάχιστες κοινωνικές αντιστάσεις. Το Φεβρουάριο του 1987 θα συλληφθούν ο Ζαν Μαρκ Ρουϊγιαν, η Ναταλί Μενιγιόν, η Ζοέλ Ομπρόν και Ζορμπ Σιμπριάνι, για τη δημιουργία και τη συμμετοχή τους στην ε.ο. Action Directe. Όλοι τους θα ακούσουν ισόβια και θα οδηγηθούν στις γαλλικές φυλακές. Από εκείνη τη μέρα και για τα επόμενα δέκα χρόνια θα βρίσκονται σε πτέρυγες απομόνωσης, δέκα χρόνια καταδικασμένοι στον αργό θάνατο της φυλακής.

Οι φυλακισμένοι αγωνιστές της Action Direct έδωσαν πάρα πολλούς αγώνες με πολυήμερες απεργίες πείνας για να σπάσουν το καθεστώς απομόνωσης και να βελτιωθούν οι συνθήκες κράτησης.

Οι σχέσεις ισότητας, αλληλεγγύης και συντροφικότητας είναι οι ρίζες μίας κοινωνίας επικίνδυνης για τους εξουσιαστές, όταν αυτές δημιουργούνται σε ένα πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον όπως αυτό της φυλακής, και η απομόνωση είναι η λύση.

Ο αναρχικός χώρος  σήμερα δέχεται μία επίθεση ίσως εφάμιλλη αυτών που αναφέρθηκα προηγουμένως. Αν δεν αναλύσουμε τους λόγους και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν αυτές οι επιθέσεις από πλευράς κράτους, θα χάσουμε  την ουσία τους και από ιστορικά παραδείγματα θα γίνουν ιστορίες απλώς να γεμίζουν σελίδες σε βιβλία.

Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, η στοχοποίηση του αναρχικού χώρου και η κατασταλτική εκστρατεία που έχει εξαπολύσει το κράτος, πέρα από την άμεση και απαραίτητη αδρανοποίηση του πιο απείθαρχου τμήματος της κοινωνίας επί της ουσίας στοχεύει στο σύνολο των αντιστεκόμενων και ακόμα πιο βαθιά στη διάθεση, στην ανάγκη για αντίσταση.

Ο αναρχικός χώρος είναι το τμήμα αυτό της κοινωνίας που διατηρεί ακόμα τα επιθετικά χαρακτηριστικά του τόσο στο λόγο όσο και στην πράξη, είναι ο χώρος που μπορεί να λειτουργήσει ως πυροκροτητής κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων. Έτσι, ο κρατικός μηχανισμός επιτίθεται σε πρώτο βαθμό στη γενικότερη εστία των εντάσεων, με ένα τρόπο καλύπτοντας την πλάτη του, εξασφαλίζοντας την κοινωνική ηρεμία. Αν όμως μένουμε εκεί, θεωρώντας πως το κράτος στοχεύει τους αναρχικούς για να τους βγάλει από τη μέση και τίποτα περισσότερο, το χάσαμε το παιχνίδι. Αν δεν αντιληφθούμε ότι ο εσωτερικός εχθρός για ένα καπιταλιστικό κράτος είναι εν δυνάμει το κάθε κοινωνικό σύνολο, που ξεφεύγει από την παραγωγική νόρμα και εμποδίζει τη ροή του κέρδους, τότε δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να αντισταθούμε και να παλέψουμε ουσιαστικά την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Και για να έρθουμε λίγο στο σήμερα, και πιο συγκεκριμένα στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η όποια αναβάθμισή της δεν συμβαίνει απλώς «μηχανικά» στο πλαίσιο της «κανονικής» λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά είναι η απαραίτητη προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών, είναι η ανάγκη για το πέρασμα στην αυταρχικότητα και στον έλεγχο απέναντι σε όσους αμφισβητούν την παντοδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος.

Ο πειραματισμός για την μετεξέλιξη της καταστολής είθισται να γίνεται σε πρώτο χρόνο στους αιχμαλώτους του κοινωνικού πολέμου και τα ιστορικά παραδείγματα μας έχουν δείξει πως ο κρατικός μηχανισμός δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τους φυλακισμένους του ως μέσο πίεσης και εκβιασμού προς τους συντρόφους εκτός των τειχών, μέσω του παραδειγματισμού αλλά και μέσω του ωμού εκβιασμού.

Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή της ιστορίας. Το κεφάλαιο μέσω του κρατικού μηχανισμού οχυρώνεται απέναντι στην απειλή μία γενικευμένης εξέγερσης. Εμείς, από την πλευρά μας, μπορούμε και πρέπει να οργανωθούμε για να κάνουμε αυτή την εξέγερση πραγματικότητα. Να αγωνιστούμε για να διαχύσουμε τα αναρχικά προτάγματα. Δεν επιθυμούμε καλύτερες συνθήκες κράτησης, ούτε λιγότερο σκληρές αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, ονειρευόμαστε την καταστροφή κάθε φυλακής και την κατάργηση κάθε κατασταλτικού μηχανισμού, όπως δεν επιθυμούμε έναν καλύτερο καπιταλισμό αλλά την ολική καταστροφή του, για την αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση των ζωών μας.

Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος

Ιστορικά πως φτάσαμε στον 187Α, πρώτες προσπάθειες της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στην Ελλάδα.

Στην σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα που ζούμε το κράτος καλείται να οχυρωθεί και να επιτεθεί απέναντι σε όσους-ες απειλούν την απόλυτη κυριαρχία του πάνω στην κοινωνία.

Τα εκάστοτε «αντιτρομοκρατικά» νομοθετήματα που έχουμε δει να θέτονται σε ισχύ τα τελευταία 40 χρόνια, μετά την μεταπολίτευση, είναι η πιο υψηλά ιεραρχική επίθεση του κράτους προς τους αγωνιστές που διαλέγουν να αντιπαρατεθούν ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο, ξεπερνώντας τα επιτρεπτά όρια της αστικής δημοκρατίας.

Υποτίθεται πως, σύμφωνα με την λογική του κράτους δικαίου και της νομιμότητας πάνω στην απονομή της δικαιοσύνης, κινείται ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο κατηγορούμενος και τα πολιτικά του πιστεύω, όπως εξάλλου προβλέπεται από τον νόμο. Τα παραδείγματα που έχουν καταρρίψει τα παραπάνω λεγόμενα της πρότασης είναι πολλά, αν ανατρέξουμε πίσω στο πρόσφατο παρελθόν και θυμηθούμε τον όγκο των ποινών που έχουν επιβληθεί πάνω στα κεφάλια των συντρόφων-ισσών μας. Την αντιμετώπιση που έχουν εκλάβει από τις έδρες των δικαστηρίων, τα λάθη και τις παραβιάσεις που έχουν γίνει από τις αρχές. Όλα αυτά αναλογιζόμενοι πάντα το κατά πόσο μεγάλη επιρροή έχουν ασκήσει και συνεχίζουν να ασκούν εξωθεσμικοί παράγοντες (π.χ. τα δημοσιογραφικά προφίλ που δημιουργούνται γύρω από τους συλληφθέντες, τα στερεότυπα κατά των αναρχικών που υπάρχουν στους δικαστικούς κύκλους κ.λπ.) πάνω στην κρίση των δικαστών και των ανακριτών που κόβουν-ράβουν τα σχέδια των κατηγορητηρίων.

Η παράνοια αυτή της ολομέτωπης νομικής επίθεσης του ελληνικού κράτους προς τις ένοπλες οργανώσεις και προς όποιους το αμφισβητούν χρησιμοποιώντας «παράνομα» μέσα ξεκινάει με την ψήφιση του πρώτου «αντιτρομοκρατικού» νόμου, ν.774/1978, «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος». Στο νομικό πλαίσιο δεν υπήρχε κάποιος ορισμός της τρομοκρατίας ή του τρομοκράτη. Λόγω της ασάφειάς του αυτής, και των αντιδράσεων που προκλήθηκαν εξαιτίας της από κόμματα της αριστεράς και της τότε αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), ο νόμος τελικά καταργήθηκε το 1983 χωρίς να πάρει την θέση του άλλος. Έτσι επανήλθε για τέτοιου είδους υποθέσεις η διάταξη του ποινικού κώδικα (Π.Κ.) περί «Σύστασης και συμμορίας».

Ο δεύτερος στη σειρά «αντιτρομοκρατικός» νόμος που ψηφίστηκε στην Ελλάδα, επί κυβέρνησης Ν.Δ. και επί πρωθυπουργίας Κ. Μητσοτάκη, είναι ο ν.1916/1990 με την ονομασία «περί προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28/12/1990. Από τη διατύπωση της ονομασίας του νόμου βλέπουμε την προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να συνενώσει εννοιολογικά και ποινικά το πολιτικό έγκλημα με το κοινό οργανωμένο έγκλημα και τις συμμορίες. Ένα πρωτοεμφανιζόμενο παραθυράκι του νόμου αυτού ήταν οι απαγόρευση δημοσίευσης προκηρύξεων «τρομοκρατών και τρομοκρατικών οργανώσεων». Τότε οι προκηρύξεις δημοσιεύονταν ολόκληρες στις εφημερίδες, τις οποίες είχε ελεύθερη πρόσβαση όλη η κοινωνία. Αυτό μάλλον ενοχλούσε! Αυτή ήταν μια κυβερνητική προσπάθεια αποκοπής του διαύλου επικοινωνίας που άνοιγαν οι ένοπλες οργανώσεις μέσω των πολιτικών τους κειμένων με την κοινωνία. Η απαγόρευση αυτή στόχευε στην διακοπή της διάδοσης ανατρεπτικών ιδεών που στρέφονται κατά του κράτους-κεφαλαίου, στην κοινωνική απομόνωση των ένοπλων οργανώσεων και στην πολιτική απονοηματοδότηση των κινήτρων τους, μέσω της απόκρυψης του λόγου τους, έτσι τα χτυπήματα που γίνονταν να θεωρούνταν «τυφλά». Διακρίνεται από αυτό ο κρυφός φόβος του κράτους ότι οι ένοπλες πολιτικές ενέργειες ήταν κοινωνικός αποδεκτές και ότι ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο λαό, πράγμα που ισχύει μέχρι σήμερα. Έτσι, στις 7/6/1991, το είδαμε να εφαρμόζεται και στην πράξη, με την άσκηση ποινικής δίωξης κατά εκδοτών και διευθυντών εφημερίδων που δημοσίευσαν προκήρυξη της ε.ο. 17 Νοέμβρη, οι οποίοι καταδικάσθηκαν γι’ αυτό. Με αφορμή αυτή την ποινική δίωξη, ξέσπασαν αντιδράσεις για τον νόμο αυτό από διάφορους πολιτικούς και νομικούς κύκλους, οι οποίοι τον χαρακτήρισαν ως αντισυνταγματικό ως προς την ελευθεροτυπία. Ο νόμος καταργήθηκε εν τέλει το 1993. Δεν άργησε όμως η αντικατάστασή του από άλλον. Ο τρίτος «τρομονόμος», ν.2899/2001 ισχύει από τις 27/6/2001 και φέρει την ονομασία «Τροποποίηση διατάξεων του ποινικού κώδικα για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», μέσα στον οποίο υπάρχουν διατάξεις, τις οποίες τις βρίσκουμε τροποποιημένες βέβαια στα άρθρα 187Α περί τρομοκρατικών και 187 περί εγκληματικών οργανώσεων, που ισχύουν μέχρι και τώρα. Ούτε εδώ υπάρχει σαφής προσδιορισμός της τρομοκρατικής οργάνωσης και του τρομοκράτη, έτσι δίνεται το ελεύθερο στην εκάστοτε δικαστική έδρα να κρίνει όπως αυτή γουστάρει. Ο νόμος αυτός φέρει την ποινικοποίηση της ένταξη και της συγκρότησης σε οργάνωση, η οποία χαρακτηρίζεται ως δομημένη και με διαρκή διάπραξη περισσοτέρων αδικημάτων (τα οποία απαριθμήθηκαν). Εδώ, δηλαδή, καταδικάζεται κάποιος, ακόμη και αν δεν έχει πράξει κάτι ποινικά κολάσιμο, αρκεί και μόνο, αν είναι μέλος μιας ομάδας. Επιπλέον, στον νόμο αυτόν εμπεριέχονται και τα λεγόμενα «μέτρα επιείκειας». Το κράτος διαλέγει, εννοείται, να μην αφήσει παραπονεμένους όσους-ες επίδοξους ρουφιάνους τολμήσουν να ανοίξουν το στόμα τους αποκαλύπτοντας στις αρχές τα «εσωτερικά» μιας οργάνωσης (π.χ. τον τρόπο λειτουργίας, τα μέλη της, τα μελλοντικά της σχέδια κ.λπ.), προσφέροντάς τους την μη δίωξή τους, αν έχουν πράξει και οι ίδιοι κάποιο ποινικό αδίκημα για χάρη της οργάνωσης, να καταδικαστούν με πολύ πιο μειωμένη ποινή σε σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους.

Τελικός σταθμός στην αναδρομή των τρομονόμων της Ελλάδας, είναι το πολυσυζητημένο άρθρο 187Α του ΠΚ, με τίτλο «τρομοκρατικές πράξεις». Αυτό το άρθρο εμπεριέχεται στο νόμο ν.3251/2004 που ψηφίστηκε στην Βουλή, το «Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του ν.928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 4/7/2004 και έπειτα. Ένας νόμος που ακολουθεί, πρακτικά και θεωρητικά, το αντιτρομοκρατικό παραλήρημα των ΗΠΑ μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στους δίδυμους πύργους. Στο άρθρο αυτό απαριθμούνται οι χαρακτηριζόμενες «τρομοκρατικές πράξεις», ένα μεγάλο ποσοστό αυτών είναι πρακτικές αγώνα των αναρχικών (βόμβες, εμπρησμοί, ληστείες τραπεζών κ.λπ.). Εντός του α. 187Α έχουν ενταχθεί και πολλά άλλα αδικήματα του ποινικού κώδικα, όπως π.χ. η κατοχή και προμήθεια εκρηκτικών υλών (άρθρο 272 του ΠΚ), η διακεκριμένη περίπτωση κατοχής και χρήσης όπλων η πλαστογραφία κ.λπ., τα οποία χρήζουν υψηλής ποινικής αντιμετώπισης ως προς τα χρόνια της επιβαλλόμενης ποινής, κι όλα αυτά γιατί ράβουν στο τέλος της πρότασης των κατηγοριών αυτών, ότι η τάδε πράξη τελέστηκε με τρόπο, έκταση και υπό συνθήκες, με σκοπό να εκφοβίσουν ή που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά τον πληθυσμό και τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας. Με αυτήν την πρόταση διαχωρίζονται οι εγκληματικές οργανώσεις (α.187 του ΠΚ) από τις «τρομοκρατικές». Από την ερμηνεία της φαίνεται η ποινικοποίηση του φρονήματος, αφού οι πράξεις εξετάζονται υπό το πρίσμα αυτό. Συνεπώς, μιλάμε για ένα άρθρο-ομπρέλα, που μέσα του εμπίπτουν μια σωρεία ποινικών αδικημάτων, χαρακτηριζόμενα ως «τρομοκρατικές πράξεις» και τα οποία αντιμετωπίζονται ποινικά αυστηρότερα, επειδή έχουν γίνει με σκοπό την τέλεση εγκλημάτων της παραγράφου 1 του α. 187Α και θεωρούνται ως προπαρασκευαστικές ενέργειες ενός τρομοκρατικού χτυπήματος. Το όριο της παραγραφής των αδικημάτων αυτών ανεβαίνει, φτάνοντας τα 30 έτη, από τα 20 που ίσχυε παλαιότερα. Όπως χαρακτηρίζεται η «τρομοκρατική οργάνωση» στον 187Α, ιεραρχικά δομημένη με διαρκή δράση, να αποτελείται από 3 και άνω μέλη που δρουν από κοινού, υπάρχει και μια λεπτομέρεια. Η εξής κομπίνα της φάσης, που στηρίζεται στο σκεπτικό του τι θα γίνει με αυτούς που δεν είναι μέλη οργανώσεων αλλά είναι αναρχικοί και κάνουν τα ίδια; «Ατομική τρομοκρατία», διώκεσαι και καταδικάζεσαι τώρα πια ως τρομοκράτης χωρίς την προϋπόθεση ύπαρξης μιας δομημένης οργάνωσης στην οποία να είσαι μέλος. Εμπίπτει στον 187Α κάποιος, λόγω πολιτικών πιστεύω, ακόμα και αν δεν υπάρχουν κατηγορίες της ένταξης και της συγκρότησης, χαρακτηρίζονται οι πράξεις τρομοκρατικές και κατ’ επέκταση και ο ίδιος τρομοκράτης, λόγω πολιτικών πιστεύω.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το άρθρο αυτό είναι αρκετά ελαστικό ως προς τα αδικήματα που μπορεί να εμπεριέχονται, κατά βάση δίνεται το ελεύθερο να χαρακτηριστεί ένα οποιοδήποτε αδίκημα «τρομοκρατικό» αν έχει προκληθεί από ένα ή πολλούς «τρομοκράτες» και το αντίθετο.

Έπειτα ακολούθησαν κάποιες τροποποιήσεις πάνω στον 187Α το 2010. Στην συλλογική ευθύνη που βαραίνει όλους όσους κατηγορούνται για ένταξη ή συγκρότηση, όσον αφορά τα πεπραγμένα της οργάνωσης προστίθενται ο κοινός δόλος (πρόθεση από κοινού). Προστίθενται πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, τα οποία επιφέρουν μικρότερη ποινή από τα κακουργήματα. Οι τροποποιήσεις έχουν και συνέχεια, με την ποινικοποίηση της παροχής κάθε είδους υλικής βοήθειας σε «τρομοκρατική» οργάνωση είτε λάβει χώρα κάποια ενέργεια είτε όχι. Ποινικά αντιμετωπίζεται πλέον όποιος παρέχει πληροφορίες σε «τρομοκράτες» μέσω των οποίων αυτοί βοηθηθούν μελλοντικά με σκοπό την τέλεση εγκλημάτων. Διευρύνεται κι άλλο ο κλοιός γύρω από τις ένοπλες οργανώσεις, ως προς τους αλληλέγγυους προς αυτές. Μπαίνει επίσης το αδίκημα της απειλής, όποιος δηλαδή με απειλές για την τέλεση εγκλήματος προκαλεί τρόμο, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης.

Από τις 20/9/2010 καταργείται η διάταξη που υπήρχε στην παρ. 8 του 187Α με τον νόμο που ψηφίστηκε (ν. 3875/2010) με όνομα «Κύρωση και εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και των τριών πρωτοκόλλων αυτής». Η διάταξη αυτή δεν προβλέπεται ως τρομοκρατική πράξη, την τέλεση των εγκλημάτων που υπάρχουν στην παρ. 1 του 187Α, αν -και μόνο αν- χρησιμοποιηθούν αυτές οι πρακτικές ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης/διαφύλαξης/αποκατάστασης δημοκρατικού πολιτεύματος. Εν τέλει, ερχόμαστε πάλι στους ρουφιάνους, οι οποίοι διευκολύνονται για άλλη μια φορά από το κράτος δικαίου. Καταργείται η υποχρέωση που είχε κάποτε το δικαστήριο να τους αποκαλύπτει, αν αυτό υπήρχε ως αίτημα από τους διαδίκους. Δίνεται το ελεύθερο στις έδρες να κρίνουν κατά το δοκούν αν θα διαφυλάξουν ή όχι την ανωνυμία των ρουφιάνων.

Η πρώτη δίωξη και η πρώτη δίκη που εφαρμόστηκε επί του πρακτέου ο 187Α, ήταν μετά τις συλλήψεις το 2009, του μέλους της ε.ο. ΣΠΦ Χ. Χατζημιχελάκη, και άλλων αναρχικών συντρόφων (υπόθεση «Χαλανδρίου»).

Οι προσθήκες και οι τροποποιήσεις δεν τελειώνουν όμως εδώ. Από τις 31/5/2017 μπαίνει σε δημόσια διαβούλευση ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ονομαζόμενο ως «Μέτρα Θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής η διανοητικής διαταραχής και λοιπές διατάξεις». Εκεί μπαίνουν εμβόλιμα και τροποποιήσεις πάνω στον 187 και 187Α. Αμέσως μετά την παράγραφο 3 του α. 187Α προστίθενται άλλες τρεις καινούργιες παράγραφοι (3α, 3β και 3γ). Με αυτές τις προσθήκες το κράτος επιτίθεται πλέον ολοκληρωτικά πάνω σε όλα τα μέσα που χρησιμοποιούν οι αναρχικοί αγωνιστές. Στο στόχαστρό τους μπαίνει τώρα και ο δημόσιος λόγος. Εννοείται πως και εδώ υπάρχει μια μεγάλη ασάφεια ως προς την ερμηνεία της σύνταξης των παραγράφων.

Διαβάζοντάς τες, βλέπουμε να ποινικοποιούνται αυτήν την φορά όχι πράξεις, αλλά πιο συγκεκριμένα «όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 4 του α. 187Α και προκαλεί κίνδυνο τέλεσής τους» (παρ. 3α). Δίνεται και εδώ πάλι το πάτημα στους δικαστές να κρίνουν όπως αυτοί θέλουν, με την εξής δικλείδα, «…με οποιονδήποτε τρόπο…» αυτό περιλαμβάνει κάλλιστα τις προκηρύξεις, κείμενα, μπροσούρες, εκδηλώσεις, βιβλία, όλα και τις αναδημοσιεύσεις αυτών.

Στις άλλες δύο παραγράφους ποινικοποιούνται η παροχή πληροφοριών/οδηγιών ή η κατεύθυνση σε κάποιον με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή στο να συμμετάσχει σε μια οργάνωση (παρ. 3β) και όποιος πάλι «με οποιονδήποτε τρόπο» εκπαιδεύει άλλον πάνω στην κατασκευή και χρήση εκρηκτικών και όπλων (παρ. 3γ).

Με την πρώτη παράγραφο (3α) περνάμε ανοιχτά και με τον νόμο πια στην ποινικοποίηση του δημόσιου λόγου, το κερασάκι στην τούρτα των φρονηματικών διώξεων. Μια προσπάθεια επαναφοράς, θα λέγαμε, της διάταξης του τρομονόμου επί Μητσοτάκη, βάσει της οποίας διώχθηκαν και φυλακίσθηκαν εκδότες εφημερίδων που δημοσίευσαν προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη. Έτσι, παρατηρείται βάσει αυτών μια κλιμάκωση στο να επιβληθούν όλο και πιο αυστηρότερα μέτρα περιορισμού ενάντια στους οποίους δημόσια πολεμούν με όλα τα δυνατά μέσα τον καπιταλισμό, αμφισβητώντας αυτό το μοντέλο ανθρώπινης συνύπαρξης.

Οι διατάξεις αυτές αποσύρθηκαν προσωρινά, όχι σε μόνιμη βάση, όπως είπε σε δήλωσή του ο υπουργός Δικαιοσύνης Σ. Κοντονής, διότι είναι υποχρεωτικά μέτρα που πρέπει να παρθούν και οι συγκεκριμένες τέθηκαν με ευρωπαϊκή οδηγία.

Το γενικό κλίμα απομόνωσης που προσπαθεί να επιβάλλει το κράτος γύρω από τους αγωνιζόμενους κύκλους, με τους τρομονόμους, με τις ειδικές συνθήκες που γίνονται τα δικαστήρια, με την καταστολή και την ποινικοποίηση των συγγενικών – φιλικών και συντροφικών σχέσεων, είναι στο χέρι μας να σπάσει. Οι βαρύτατες ποινές έχουν ως στόχο τους την πολιτική και ηθική εξόντωση των αγωνιστών και λειτουργούν ταυτόχρονα ως μια υπενθύμιση σε όποιους-ες θελήσουν στο μέλλον να προβούν σε παρόμοιες πρακτικές αγώνα. Οι τρομονόμοι είναι το βασικό όπλο καταστολής και ένα μέσο εκδίκησης προς τους αναρχικούς.

Όμως, όπως έχει δείξει η ιστορία έως τώρα, η επιβολή εξοντωτικών ποινών από την δικαστική εξουσία, δεν έχει λειτουργήσει ανασταλτικά ως προς την συνέχιση του αγώνα. Ο εσωτερικός εχθρός δεν έχει ηττηθεί ούτε πολιτικά, ούτε και ηθικά. Αντιθέτως, όλο αυτό το μένος και η εκδικητικότητα ατσαλώνουν όλο και πιο πολύ τις συνειδήσεις και διογκώνουν το πάθος που μας τρέφει για την δημιουργία ενός κόσμου ισότητας και ελευθερίας.

Ανυποχώρητος αγώνας – Υπομονή – Δύναμη

Κωνσταντίνα Αθανασοπούλου

Συνέντευξη με τον σύντροφο Γ. Καραγιαννίδη

“..οι φυλακές αποτελούν ένα πεδίο κερδοφορίας, δηλαδή οι φυλακές χρειάζεται να είναι πάντα γεμάτες, για να το πω απλά..”

Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος μιας συνέντευξης με τον σύντροφο Γιώργο Καραγιαννίδη γύρω από τη φυλακή ως τόπο συλλογικών διεκδικήσεων και αγώνων. Σύντομα, ολόκληρη η συνέντευξη θα δημοσιευθεί από κοινού με αυτές άλλων συντρόφων σε μορφή μπροσούρας, η οποία βρίσκεται στα σκαριά από την ομάδα εντός-εκτός.

Με τη ζωντάνια του προφορικού λόγου να αποτυπώνεται στο χαρτί σε μια σειρά συζητήσεων, στρέφουμε το βλέμμα στη φυλακή ως χώρο κοινωνικό, ώστε μέσα από τις αφηγήσεις να σκιαγραφηθούν γνωστές και, ίσως σε πολλούς, άγνωστες πτυχές ενός πεδίου συλλογικών αγώνων με χαρακτηριστικά συχνά προσδιορισμένα από παράγοντες που μπορεί είτε να εκλείπουν είτε να διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με ό,τι συμβαίνει εκτός των τειχών.

Ε.Π

Θα ήθελες να μου πεις δυο λόγια για τη διάκριση πολιτικών και ποινικών κρατουμένων;

Αν και εγώ την καταλαβαίνω αυτή τη διάκριση που μπαίνει μεταξύ πολιτικών και ποινικών κρατουμένων, παρ’ όλα αυτά δεν την αποδέχομαι, όσον αφορά τον τρόπο που εφαρμόζεται η διάκριση αυτή από το ελληνικό κράτος, τουλάχιστον. Το ελληνικό κράτος, στην ίδια κατηγορία που βάζει αυτούς που εμείς αποκαλούμε πολιτικούς κρατούμενους και τους οποίους αποδεχόμαστε ως τέτοιους, βάζει και κατηγορίες που ανέφερα πριν, δηλαδή μεγάλα κεφάλια ας πούμε του υποκόσμου ή αντίστοιχους. Δηλαδή εφαρμόζει και σε αυτούς τον ίδιο τρόπο μεταγωγών, τον ίδιο τρόπο κράτησης, το ίδιο τρόπο διαχείρισης στο ειδικό δικαστήριο που βρίσκεται μέσα στη φυλακή του Κορυδαλλού. Δεν τους βλέπει το κράτος σαν μια πολιτική απειλή τους αναρχικούς κρατούμενους, ότι θα κλονίσουνε τα θεμέλιά τους, απλά τους θεωρεί, από ότι έχω καταλάβει αυτά τα χρόνια, σα μια ισχυρή μειοψηφία, η οποία έχει τον τρόπο να δημιουργεί γεγονότα που μπορεί να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του. Όπως ακριβώς με αντίστοιχο τρόπο, όσο κι αν είναι εξαρτώμενο το μαύρο κεφάλαιο, το κεφάλαιο της παρανομίας από το κεφάλαιο της λευκής οικονομίας, όσο και αν είναι το νόθο παιδί του, δεν είναι απόλυτα ελεγχόμενο και πάρα πολλά προβλήματα μπορεί να δημιουργεί η μαύρη οικονομία στους υπόλοιπους τομείς. Οπότε κάνω αυτή τη διάκριση προκειμένου να μπορέσουμε να μιλήσουμε παραπάνω για το τι συμβαίνει με τους λεγόμενους ποινικούς κρατούμενους.

Επίσης, ένα άλλο κομμάτι που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι αν διευρύνουμε κάπως τον όρο, μπορούμε αντίστοιχα να προσδώσουμε τον όρο ποινικοί κρατούμενοι και στους πολιτικούς κρατούμενους όπως τους θεωρούμε εμείς. Και αντίστροφα, να δώσουμε τον όρο πολιτικοί κρατούμενοι στο σύνολο των κρατουμένων, με την έννοια ότι και αυτοί είναι απότοκα ενός ολόκληρου συστήματος, το οποίο γεννά τις συνθήκες που τους οδηγούνε τελικά στην εγκληματοποίηση και στη φυλάκιση.

Σε αυτές τις συνθήκες του γενικευμένου καπιταλισμού, ακόμη και για την Ελλάδα που δεν είναι πρωτοπόρα στην καπιταλιστική ανάπτυξη, οι φυλακές αποτελούν ένα πεδίο κερδοφορίας. Δηλαδή οι φυλακές χρειάζεται να είναι πάντα γεμάτες, για να το πω απλά. Και γι’ αυτό βλέπουμε να δημιουργούνται συνεχώς νέες φυλακές ή να αυξάνεται ο αριθμός των κρατουμένων από χρονιά σε χρονιά. Είναι ένα γεγονός το οποίο προέρχεται ακριβώς από την ίδια τη διαστρωμάτωση την ταξική της κοινωνίας. Και όχι μόνο την ταξική διαστρωμάτωση σε σχέση με τις υλικές συνθήκες αλλά και μέσω της θεαματικής αντανάκλασης που υπάρχει από τάξη σε τάξη. Εννοώ πως κάποιος ο οποίος έχει γεννηθεί σαν απόκληρος, γόνος μεταναστών κτλ θα μπορέσει να ζήσει τη μεγάλη ζωή και να απολαύσει όλα αυτά τα οποία θεωρεί σαν ωραία ζωή, στρεφόμενος φυσικά στην εγκληματικότητα, η οποία υπόσχεται γρήγορο και πολύ χρήμα. Αυτός, σχηματικά, είναι ο λόγος, νομίζω, για τον οποίο ουσιαστικά υπάρχουν οι φυλακές και αυξάνονται, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο.

Οι ποινικοί κρατούμενοι, τώρα, – χρησιμοποιώ τον όρο χάριν συνεννόησης- είναι φυσικά η συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων και έχουν κάποιες ενστικτώδεις, ας το πω, αρχές. Η πρώτη είναι η αρχή του φυλετικού διαχωρισμού. Είναι κάτι που κι εμείς το ζήσαμε σαν φυλακισμένοι, κι εγώ και οι υπόλοιποι σύντροφοι. Βλέπουμε πχ κρατούμενους από την Αλβανία να κάνουν παρέα με κρατούμενους από την Αλβανία, Άραβες μεταξύ τους, άνθρωποι από την πρώην Σοβιετική Ένωση το ίδιο κτλ. Είναι κάτι που εξηγείται από τη εγγύτητα της κουλτούρας, την κοινή γλώσσα και όλων αυτών των κοινών. Αυτός ο φυλετικός διαχωρισμός, όμως, χρησιμοποιείται και ως μια μέθοδος ελέγχου της υπηρεσίας, βάζοντας σε διαφορετικές πτέρυγες τις φυλετικές ομάδες κρατουμένων, προκειμένου να μπορεί να κρατάει μια στάση απέναντι σε κάθε ομάδα ανάλογα με τον τρόπο που κι αυτή αντιδρά απέναντί της, με το πως στέκεται κι αυτή απέναντί στην υπηρεσία.

Εκτός από τη φυλετική ομαδοποίηση, μια άλλη ενστικτώδης αρχή τω κρατουμένων είναι αυτή της αγελαίας συμπεριφοράς, δηλαδή υπάρχει μια τάση να συσπειρώνονται οι περισσότεροι κρατούμενοι γύρω από έναν πιο ισχυρό κρατούμενο ή μια ομάδα πιο ισχυρών κρατουμένων. Ισχυρών με την έννοια που ανέφερα προηγουμένως. Αυτό είναι κάτι άλλο που πρέπει να έχουμε κατά νου. Ότι υπάρχει μέσα στις φυλακές μια 100% ιεραρχική δομή, άτυπη ιεραρχική δομή, αλλά παρ’ όλα αυτά πάρα πολύ αυστηρή, στη διαστρωμάτωση μέσα στις πτέρυγες των φυλακών. Είναι σχεδόν αδιανόητο για έναν κρατούμενο να μην ανήκει σε έναν κύκλο, ο οποίος ενδεχομένως και θα τον βοηθήσει εάν προκύψει κάποιο πρόβλημα, αλλά στην ουσία θα τον βοηθά να ανταπεξέρχεται και στην καθημερινότητά του. Σε ένα επίπεδο παρέας ή φιλίας.

Αυτοί, λοιπόν, οι οικονομικοί συσχετισμοί πως μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητα διεκδικήσεων και διεξαγωγής συλλογικών αγώνων μέσα στη φυλακή; Γιατί απέναντι δεν έχεις μόνο την υπηρεσία αλλά και κρατούμενους που έχουν να χάσουν κέρδος, σωστά;

Αυτός είναι ίσως ο μεγαλύτερος φόβος. Όχι δηλαδή να βρεθείς μόνο απέναντι στην υπηρεσία. Ένας κρατούμενος μπορεί να φοβάται περισσότερο να βρεθεί απέναντι στον αρχηγό ή στην ομάδα που ανήκει γιατί αντιμετώπιση είναι πολύ πιο άγρια, πιο σκληρή σε κάτι τέτοιο, και θα είναι έκθετος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Οπότε υπάρχει μια σχέση εξάρτησης. Οι αποφάσεις κάποιου επηρεάζουν τους  υπόλοιπους. Κάποιου ιεραρχικά ανώτερου. Και αυτό είναι στην ουσία που κάνει το μοντέλο αυτό, όπως πριν, κατασταλτικό μοντέλο. Κι αυτό έχει τη σημασία του. Παρ’ όλο που λείπει η παράμετρος της άμεσης βίας, και γενικά της άμεσα κατασταλτικής φύσης της διαχείρισης των κρατουμένων, που υπερίσχυε στο προηγούμενο μοντέλο και οριοθετούσε τους φύλακες από τη μια και τους κρατούμενους από την άλλη, και οι κρατούμενοι που είχαν επαφή με τους φύλακες ήταν αυτομάτως αποδιοπομπαίοι από το σύνολο τον κρατουμένων.. Τώρα η καταστολή γίνεται με ένα τρόπο πολύ πιο διάφανο, δηλαδή ένας κρατούμενος μπαίνοντας στη φυλακή και παραμένοντας εκεί για κάποιο διάστημα, αυτό που προσλαμβάνει είναι ότι η υπηρεσία δεν είναι ακριβώς ένα εχθρικό σώμα, δεν είναι ο εχθρός του, που του δημιουργεί προβλήματα. Απλά, είναι κάποιοι άλλοι άνθρωποι που μπορούν να τον βοηθήσουν με τον κατάλληλο τρόπο, αποκτώντας και ο ίδιος τις κατάλληλες επαφές ή την κατάλληλη οικονομική δύναμη, αν μπορεί να το κάνει αυτό, η υπηρεσία μπορεί να τον βοηθήσει να βελτιώσει τη θέση του μέσα στη φυλακή. Και φυσικά αυτό έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την ανάπτυξη μιας πολιτικής ταυτότητας, μιας πολιτικής συνείδησης για το τι είναι η φυλακή για ποιο λόγο βρέθηκε κάποιος άνθρωπος, που προηγουμένως δεν είχε πολιτική συνείδηση, μέσα σε αυτή, να μπορέσει να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ένα υποκείμενο κοινωνικό, να αφουγκραστεί κάποιες βασικές, για εμάς, και δεδομένες κοινωνιολογικές πλευρές της φυλακής και του ρόλου της. Αν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση που προσλαμβάνει ότι μπορεί να καταφέρει να ανεληχθεί και να περάσει πιο άνετα στη φυλακή και να αποκτήσει και ο ίδιος μια δύναμη, ένα κύρος, δεν θα έχει φυσικά κανένα ενδιαφέρον να μπορέσει να σχηματοποιήσει την αντίληψή του ενάντια από την εχθρικότητα της φυλακής ως θεσμός.

Η επικοινωνία και η απεύθυνση προς τους υπόλοιπους κρατούμενους πως γίνεται; Και από την προσωπική σου εμπειρία, ως αναρχικοί κρατούμενοι, σε ποιους απευθυνόσαστε;

Αυτό είναι δυστυχώς ένα πολύ σκληρό μάθημα που πήραμε μέσα στη φυλακή. Φυσικά, η λογική και η πρακτική μας ως αναρχικοί ήταν φυσικά να μπορούμε διαχυθούμε σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των κρατουμένων, να μπορέσουμε κατά κάποιο τρόπο να μιλήσουμε, να επικοινωνήσουμε μαζί τους και να δώσουμε μια θεώρηση για το πως θεωρούσαμε εμείς ότι έπρεπε να παλέψουμε, να αντιταχθούμε απέναντι στις επιβαλλόμενες συνθήκες της φυλακής. Παρ᾽όλα αυτά, αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο μέρα με τη μέρα. Δηλαδή το βλέπαμε κι εμείς στους εαυτούς μας ότι όχι μόνο αυτό το πράγμα δεν ήταν παραγωγικό αλλά αντίθετα μας έκανε και εμάς να υποχωρούμε σε διάφορα ζητήματα, καταλαβαίνοντας ότι δεν υπάρχει καμία δίοδος επικοινωνίας γιατί η οργάνωση των σχέσεων είναι τέτοια, τόσο βαθειά ιεραρχική, αν και άτυπη, που αποτρέπει κάθε προσπάθεια διάχυσης στη βάση, ας το ονομάσουμε έτσι, της φυλακής. Ουσιαστικά άμα είναι να υπάρξει κάποια κινητοποίηση, αυτή θα πρέπει να έχει όχι μόνο συζητηθεί αλλά και συμφωνηθεί από το αρχηγικό κομμάτι των κρατουμένων από οποιαδήποτε φυλετική ομάδα μπορεί να προέρχεται αυτή. Γι᾽αυτό και όσο περνούσε ο καιρός και καταλαβαίνοντας κι εμείς το αδιέξοδο και προκειμένου να υπάρχει διαδικασία κινητοποίησης, προσεταιριστήκαμε περισσότερο τους αρχηγούς των ομάδων παρά τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Αυτό ήταν μια επιλογή που σχετίζεται με την αδυναμία πρόσβασης στους “από τα κάτω” ή ήταν για λόγους αποτελεσματικότητας ;

Και τα δύο. Η πρόσβαση ακριβώς φέρνει και την αποτελεσματικότητα. Όταν μπορείς να μιλήσεις στους ανθρώπους με ένα τρόπο που θα σε ακούσουνε, κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά γιατί αυτό θα τους πει ο αρχηγός, καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι αποτελεσματικό γιατί απλά θα επιφέρει το αποτέλεσμα που θες. Πλέον βέβαια, δεν έχει να κάνει με αναρχικό αγώνα και αναρχική αντίληψη. Αλλά όπως όλα πράγματα δεν είναι καθαρά, ενδεχομένως να χρειαστεί πολλές φορές να το κάνουμε αυτό και σε κοινωνικές περιστάσεις εκτός φυλακής, κατά κάποιο τρόπο υπήρχε το ίδιο ζήτημα , συνειδησιακό αλλά και πρακτικό, και εντός της φυλακής. Δηλαδή σε ποιο βαθμό μπορεί η αποτελεσματικότητα μιας παρέμβασής μας να συγκρουστεί με την αντίληψή μας. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που πάντα αντιμετωπίζαμε και φυσικά δεν υπήρχε τρόπος να απαντηθεί άμεσα. Είχαμε να διαλέξουμε είτε απέναντι στην αποτελεσματικότητα είτε στην απραξία. Και με το γρήγορο ρυθμό που εξελίσσονται τα πράγματα στη φυλακή όσον αφορά αρνητικές επιπτώσεις, όπως για παράδειγμα τώρα με τον νέο σωφρονιστικό κώδικα ή με την ψήφιση ενός νόμου ή με ένα αναπάντεχο γεγονός όπως με τον Καρέλι ή την αλλαγή μιας κατάστασης γενικότερα, η απραξία θα μας έφερνε σε πολύ χειρότερη θέση από ότι η επιλογή της αποτελεσματικότητας.