Category Archives: Κείμενα πολιτικών κρατουμένων

Από τους αγώνες στις φυλακές ως την απελευθέρωση

Από τα τέλη Οκτώβρη 2017 ξεκίνησε η κινητοποίηση στις φυλακές ενάντια στον νέο σωφρονιστικό κώδικα. Για τις κρατούμενες και τους κρατούμενους, ο σωφρονιστικός κώδικας είναι ο εσωτερικός κανονισμός που ισχύει μέσα στις φυλακές. Κάτι σαν “οδηγίες χρήσεως”. Στις διατάξεις του περιλαμβάνονται τα πάντα, από την διαδικασία εισαγωγής μιας νεοεισερχόμενης κρατούμενης στην φυλακή, έως τις προϋποθέσεις για την χορήγηση άδειας (που συνήθως έχουν να κάνουν με τις διαθέσεις του εκάστοτε εισαγγελέα!).

Ο νέος σωφρονιστικός κώδικας συνοδεύεται από μια σειρά φασιστικών διατάξεων που κάνουν ακόμα πιο σκοτεινό μέρος την φυλακή. Διατάξεις που μας μετατρέπουν σε πειραματόζωα, επιβάλλοντάς μας να φοράμε ηλεκτρονικό σύστημα γεωεντοπισμού (ηλεκτρονικό βραχιολάκι), που επαναφέρουν τις φυλακές τύπου Γ’ και τις ειδικές συνθήκες κράτησης, που ταπεινώνουν τους κρατούμενους μέσω του εξευτελιστικού σωματικού ελέγχου (γύμνωση), που νομιμοποιούν τη βία των σωφρονιστικών υπαλλήλων ακόμα και σε περιπτώσεις παθητικής αντίστασης των κρατουμένων, που διατηρούν στο ακέραιο την υπερεξουσία του εισαγγελέα να αποφασίζει για τα πάντα στις φυλακές, ως η απόλυτη αρχή πάνω στις ζωές μας.

Παράλληλα, υπάρχουν διατάξεις που στοχοποιούν συγκεκριμένα τις γυναίκες κρατούμενες, όπως τις μωρομάνες, αφού δίνουν την εξουσία στα δικαστήρια ανηλίκων, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποφασίζουν για την τύχη των ανήλικων παιδιών, ανοίγοντας το δρόμο για την βίαιη απόσπαση των παιδιών από τις μητέρες τους και την φυλάκισή τους σε ιδρύματα ανηλίκων.

Για αυτούς τους λόγους και για όλους τους λόγους του κόσμου, αποφασίσαμε στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, σε συντονισμό με τις ανδρικές, να οργανώσουμε την κινητοποίηση ενάντια σε αυτές τις φασιστικές διατάξεις του σωφρονιστικού κώδικα και να διεκδικήσουμε το αυτονόητο, την αξιοπρέπειά μας και τον τερματισμό της εκδικητικής τιμωρίας της δικαιοσύνης πάνω μας. Τα αιτήματά μας έχουν πλαισιωθεί με κινήσεις – βραχυκυκλώματα λειτουργίας της φυλακής, παρατείνοντας τα ωράρια ανοιχτών προαυλίων αλλά και κελιών καθημερινά. Με αυτό τον τρόπο καταφέραμε να κερδίσουμε και μια μικρή απελευθέρωση του κλειδωμένου χρόνου και χώρου που μας επιβάλλει το σωφρονιστικό σύστημα.

Παράλληλα, η κινητοποίηση στόχευσε, και κατάφερε, να μην κλειστεί μέσα στους τοίχους της φυλακής, αλλά να δημοσιοποιήσει την ύπαρξή της, μέσω συνελεύσεων, ανακοινώσεων, συνεντεύξεων και παρεμβάσεων, ώστε να δημιουργηθεί μια σύνδεση μεταξύ της ορατής φυλακής των κρατούμενων και της αόρατης φυλακής της κοινωνίας. Σε αυτό τον αγώνα, ως γυναίκες κρατούμενες, συμβάλλουμε από την αρχή με τη δική μας δυναμική και αποφασιστικότητα, με αποτέλεσμα να έχουμε αναδείξει και κάποια πιο ιδιαίτερα αιτήματα που μας αφορούν. Συχνά οι γυναίκες κρατούμενες βρίσκονται φυλακισμένες και στον υποτακτικό ρόλο της γυναίκας στα πρότυπα του πατριαρχικού πολιτισμού. Σε ένα μεγάλο ποσοστό βρίσκονται και οι άνδρες τους φυλακή και η νοοτροπία τους είναι αυτή, του να ακολουθούν τον άνδρα. Έτσι, η συμμετοχή των γυναικών στην κινητοποίηση, τις απελευθερώνει διπλά. Μια φορά από την κανονικότητα της φυλακής και μια φορά από την υποτακτικότητα του ρόλου που επιβάλλουν τα πατριαρχικά πρότυπα που θέλουν τις γυναίκες σε θέση παθητικού θεατή. Μέσω της κινητοποίησης η γυναίκα κρατούμενη γίνεται πρωταγωνίστρια της ζωής της, καθώς μπαίνει στην πρώτη γραμμή της διεκδίκησης των δικαιωμάτων που της έχουν κλέψει.

Από το 2011, που μπήκα στην φυλακή, πολλά είναι αυτά που έχουν αλλάξει στις γυναικείες φυλακές. Κατακτήθηκε η εμπιστοσύνη μεταξύ ποινικών και πολιτικών γυναικών κρατουμένων, ξεπεράστηκαν οι ταμπέλες μέσω των κοινών βιωμάτων και, το σημαντικότερο, οι γυναίκες κρατούμενες κέρδισαν αυτοπεποίθηση μέσα από μια σειρά αγώνων που κερδήθηκαν αυτά τα 7 χρόνια. Έτσι αποδυναμώθηκε το μοντέλο του παρτακισμού, όπου κάθε γυναίκα κρατούμενη κοιτάει μόνο την πάρτη της και την υπόθεσή της και δημιουργήθηκε μια γυναικεία κοινότητα που θέτει τα ζητήματα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, αναζητώντας λύσεις μέσα από τον αγώνα. Αυτή η σχέση και η εμπιστοσύνη χρόνων δημιούργησε και τώρα την Επιτροπή Αγώνα, μέσα από την αμοιβαιότητα και την αμεσότητα διαδικασιών, καθώς οι κρατούμενες αξιοποίησαν τις προηγούμενες εμπειρίες τους και δυναμικά πλέον ξέρουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Η Επιτροπή Αγώνα Γυναικείων φυλακών λειτουργεί με την αρχή της ισότητας, δεν υπάρχουν κλίκες και αρχηγικές τάσεις λόγω παλαιότητας ή δύναμης και είναι ανοιχτή σε όλες που θέλουν να συνεισφέρουν στον συλλογικό αγώνα. Η ενημέρωση είναι άμεση με συχνές συζητήσεις από κελί σε κελί, υπάρχει περαιτέρω εξήγηση σε όσες είναι αναλφάβητες και γίνονται πάντα οι απαραίτητες μεταφράσεις σε γυναίκες που δεν ξέρουν ελληνικά. Το κοινό βίωμα στη συνθήκη του εγκλεισμού είναι αυτό που μας ενώνει, που ξεπερνάει τις διαφορετικές προσωπικότητες, εθνικότητες, νοοτροπίες, αντιλήψεις και ο κοινός μας στόχος μας απεγκλωβίζει από τον ρόλο του θύματος, ξεπερνώντας τον φόβο της καταστολής.

Η κινητοποίηση αυτή είναι ένας αγώνας για την αξιοπρέπεια μας, τον οποίο δεν θα εγκαταλείψουμε. Ο αγώνας μας συνεχίζεται…..

Όλγα Οικονομίδου

Μέλος Συνομωσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού

Τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα των μηχανισμών καταστολής δεν μπορούν να υπερνικήσουν την δίψα για ελευθερία ενός ανθρώπου

Συνέντευξη με τον σύντροφο Μ. Σεισΐδη

Στις 16/1/2006 πραγματοποιήθηκε απαλλοτρίωση στην ΕΤΕ στην Σόλωνος, κατά την οποία συνελήφθη τραυματισμένος ο αναρχικός Γ. Δημητράκης. Τα μίντια σε αγαστή συνεργασία με τους μπάτσους στοχοποιούν το φιλικό και συντροφικό περιβάλλον του, υποδεικνύοντας ως διαφυγόντες συνεργούς του τους συντρόφους: Μ. Σεισΐδη, Σ. Σεισΐδη και Γ. Τσιρώνη. το 2008 και ενώ οι σύντροφοι παρέμεναν καταζητούμενοι, ο τότε υπουργός προστασίας του πολίτη, Β. Χρυσοχοΐδης τους επικυρήσσει έναντι 600.000 ευρώ έκαστο. Οι σύντροφοι παραμένουν για διαφορετική χρονική περίοδο καταζητούμενοι. Ο Μάριος Σεισΐδης συνελήφθη τον Αύγουστο του 2016 σε τυχαίο αστυνομικό μπλόκο και καταδικάστηκε για την συγκεκριμένη υπόθεση σε 36 χρόνια, ξεκάθαρα εκδικητικά λόγω της πολιτικής του ταυτότητας και της μακράς φυγοδικίας του, με μοναδικό “αποδεικτικό” στοιχείο ένα δείγμα DNA . Το εφετείο της υπόθεσης έχει οριστεί στις 6/6/2018. Οι άλλοι δύο σύντροφοι αθωώθηκαν για την συγκεκριμένη υπόθεση.

Παράλληλα, ο σύντροφος κατηγορείται για δύο ακόμα υποθέσεις (ως μέλος των ληστών του Διστόμου στα πλαίσια δράσης του Επαναστατικού Αγώνα και για την σύλληψη του στην Σπάρτη μαζί με τον σύντροφο Κ. Σακκά ).

1) Το 2006, μετά τη ληστεία στην Εθνική Τράπεζα στη Σόλωνος και τη σύλληψη του Γ. Δημητράκη, οι διωκτικές αρχές και τα ΜΜΕ επινοούν τους “ληστές με τα μαύρα”, όπου είσαι ανάμεσα σε αυτούς που φωτογραφίζουν για συμμετοχή στην εν λόγω ομάδα. Συγχρόνως, στοχοποιούν άτομα του φιλικού και συγγενικού περιβάλλοντός σας. Επέλεξες τη φυγοδικία. Αυτή ήταν αποτέλεσμα του κλίματος που επικρατούσε εναντίον σας εκείνη την περίοδο ή ταυτόχρονα περιείχε μια πολιτική στάση ως αναρχικός απέναντι στο κράτος;

Με αφορμή την απαλλοτρίωση της ΕΤΕ στη Σόλωνος, τον Ιανουάριο του 2006, οι διωκτικοί μηχανισμοί, σε αγαστή συνεργασία με τα ΜΜΕ, ξεκίνησαν ένα κυνήγι μαγισσών, αποσκοπώντας στον εντοπισμό και την σύλληψη των ατόμων που διέφυγαν. Η ένταξη και η δραστηριοποίηση του συλληφθέντα, Γιάννη Δημητράκη, στον αναρχικό χώρο αποτέλεσε την απαρχή μιας κατασταλτικής εκστρατείας εις βάρος, τόσο του αναρχικού κινήματος, όσο και του συγγενικού, φιλικού και συντροφικού του περιβάλλοντος. Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοϋστερίας που επικρατούσε, επινοήθηκε το αστυνομικό – δικαστικό αφήγημα των “ληστών με τα μαύρα”. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, επέλεξα, όντας καταζητούμενος, να βρεθώ σε καθεστώς παρανομίας για την προάσπιση της ελευθερίας μου. Της ελευθερίας, που, αποτελώντας ό,τι πολυτιμότερο είχα και έχω, καθόρισε συνειδητά και ενστικτωδώς τη συγκεκριμένη αντίδρασή μου υπό το ενδεχόμενο της στέρησης της.

2) Στην πολιτική σου τοποθέτηση στη δίκη για την Τράπεζα στη Σόλωνος σ’ ένα σημείο αναφέρεις “η θέση μου είναι πως η επιλογή απαλλοτρίωσης μιας τράπεζας αποτελεί πράξη αντίστασης…” Μπορείς να μας πεις κάτι παραπάνω για αυτή σου τη θέση;

Στην πολιτική τοποθέτησή μου στο δικαστήριο είχα αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως η επιλογή απαλλοτρίωσης μιας τράπεζας αποτελεί μια πράξη αντίστασης ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και τον οικονομικό φασισμό που σήμερα βιώνουμε εντονότερα από κάθε άλλη εποχή. Οι τράπεζες, ως μηχανισμοί οικονομικής εκμετάλλευσης των ισχυρών, είναι ο αιμοδότης του καπιταλιστικού συστήματος. Με διακριτό τον εχθρικό τους ρόλο προς τον λαό και τα συμφέροντα του, η επιλογή για την απαλλοτρίωση μιας τράπεζας αποτελεί μια πράξη αντίστασης. Ως μέσο άρνησης της μισθωτής σκλαβιάς, που είναι βασική σχέση εκμετάλλευσης, στερώντας από το άτομο τον ελεύθερο χρόνο του και την αυτοδιάθεσή του σε αυτόν, έχει ατομικό χαρακτήρα. Δεν διαθέτει, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά ενός συλλογικού προτάγματος, αλλά κυρίως μιας αξιοπρεπούς στάσης. Βέβαια, η επιλογή για την απαλλοτρίωση μιας τράπεζας μπορεί να γίνει με στόχο την χρηματοδότηση ενός συλλογικού πολιτικού εγχειρήματος.

3) Μετά την επεισοδιακή σύλληψή σας με τον Κώστα Σακκά στη Σπάρτη, τον Αύγουστο του 2016, οι διωκτικές αρχές μεθόδευσαν τη βίαιη αρπαγή δείγματος DNA στα υπόγεια του εφετείου, με σκοπό την ενοχοποίησή σου. Τα τελευταία χρόνια το DNA έχει αποδειχτεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της αντιτρομοκρατικής, προκειμένου να ενοχοποιήσει μια σειρά συντρόφων/ισσών. Το να μη δίνεις οικειοθελώς DNA είναι μια πολιτική πράξη αντίστασης ως προς το πως διαχειρίζεται η αντιτρομοκρατική αυτή την πρακτική; Και, αν για τους διωκόμενους συντρόφους/ισσες ισχύει κάτι τέτοιο, ο υπόλοιπος χώρος πώς θα μπορούσε να συμβάλει σε μια τέτοια κατεύθυνση; Π.χ. εδώ και χρόνια έχει διαμορφωθεί μια τάση στο εσωτερικό του χώρου, σε περίπτωση συλλήψεων να αρνείται να δακτυλοσκοπηθεί ή να δώσει φωτογραφίες σε μια λογική αντίστασης απέναντι στους διωκτικούς μηχανισμούς. Ποια είναι η δική σου άποψη γύρω από αυτό;

Στις 4 Αυγούστου 2016, μετά από τυχαίο αστυνομικό μπλόκο λίγο πιο έξω από τη Σπάρτη, συνέλαβαν έμενα και τον σύντροφο Κώστα Σακκά λαμβάνοντας έτσι τέλος το παράνομο ταξίδι μου στην ελευθερία. Η ολοκλήρωση ενός ταξιδιού με χρονική διάρκεια περίπου 11 ετών, με έφερε αντιμέτωπο με τους επί τόσα χρόνια διώκτες μου. Λίγους μήνες μετά τη σύλληψή μου με κάλεσε ο ειδικός εφέτης ανακριτής για θέματα τρομοκρατίας, απαγγέλοντάς μου την κατηγορία της ένταξης στον Επαναστατικό Αγώνα, μια κατηγορία τελείως ανυπόστατη και άλογη, μη βασιζόμενη πουθενά, παρά μόνο στην ποινικοποίηση των συντροφικών και πολιτικών μου σχέσεων. Είναι αντιληπτό πλέον πως αυτή η κλήση αποτέλεσε πρόσχημα για να οδηγηθώ στα υπόγεια του εφετείου και να υποστώ βασανιστήρια από τους κουκουλοφόρους της αντιτρομοκρατικής, λόγω της άρνησης μου να δώσω DNA. Μια άρνηση οφειλόμενη στην προσπάθειά μου για την απονομιμοποίηση ενός ακόμα κατασταλτικού μέσου στα χέρια των αρχών, με βάση το οποίο το κράτος προσάπτει κατηγορίες σε αγωνιστές χωρίς κανένα στοιχείο σύνδεσης. Ως αναρχικοί οφείλουμε να αρνούμαστε οποιαδήποτε συνεργασία με τους διωκτικούς μηχανισμούς, εμποδίζοντας την απόκτηση κάθε πληροφορίας που αναζητούν. Υπό συνθήκη αιχμαλωσίας στα χέρια των εχθρών τον έλεγχο των καταστάσεων τον έχουν αυτοί, όμως, τηρουμένων των αναλογιών και των δυνατοτήτων του κάθε ατόμου, είναι αυτονόητη η αρνητική στάση και η παρεμπόδιση της διεξαγωγής των διαδικασιών των κατασταλτικών μηχανισμών.

4) Μετά από δύο αθωωτικές αποφάσεις (Σεϊσίδης Σίμος και Τσιρώνης Γρηγόρης) καταδικάστηκες για την ίδια υπόθεση σε 36 χρόνια κάθειρξης. Εκτός από μία πράξη εκδικητικότητας των διωκτικών μηχανισμών απέναντί σου, θεωρείς ότι αυτή η καταδικαστική απόφαση στέλνει ένα γενικότερο πολιτικό μήνυμα; Και, αν ναι, ποιό είναι αυτό;

Στο δικαστήριο για την υπόθεση της απαλλοτρίωσης της ΕΤΕ στη Σόλωνος έγινε εξαρχής αντιληπτό ότι πρόκειται για μια δίκη-παρωδία, με τους δικαστές να εκτελούν χρέη μαριονέτας για την ειλημμένη απόφαση της εξοντωτικής ποινής κάθειρξης των 36 ετών. Ειδικοί ανακριτές και εισαγγελείς είχαν προαποφασίσει για τον καταδικαστικό χαρακτήρα της απόφασης, στηρίζοντας την ενοχή μου μόνο σε δείγματα DNA, τα οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, βρέθηκαν σε απόσταση 500 μέτρων από την τράπεζα. Η προσπάθειά τους για καταδίκες είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, με τις αθωώσεις για τους υπόλοιπους δύο κατηγορούμενους συντρόφους (Σ. Σεϊσίδης, Γρ. Τσιρώνης), ενώ, ακόμα και στην δική μου δίκη, δεν αναγνωρίστηκα από κανέναν μάρτυρα κατηγορίας. Όπως αναφέρεται και στο σκεπτικό της απόφασης, η καταδίκη μου, τόσο για την ληστεία, όσο και για τις 3 απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά αστυνομικών, στηρίχθηκε μόνο σε ένα υποτιθέμενο δείγμα DNA, η ταυτοποίηση του οποίου επιβεβαιώθηκε από ένα χαρτί σταλμένο από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Η εκδικητικότητα του κράτους απέναντι σε όσους αντιστέκονται και πολιτικοποιούν τις ιδέες τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αγώνα είναι ολοφάνερη με την καταστολή χιλιάδων αγωνιστών. Η επιλογή μου για την σχεδόν κατά 11 συναπτά έτη φυγοδικία μου τσαλάκωσε και ενόχλησε το “παντοδύναμο” γόητρο της αστυνομίας. Τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα και οι χιλιάδες παρακολουθήσεις που γίνονται από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς δεν μπορούν να υπερνικήσουν την δίψα για ελευθερία ενός ανθρώπου που επιθυμεί να διαφύγει, κάτι που σαφώς, λόγω της μη ελεγξιμότητάς του, ενοχλεί τις διωκτικές αρχές.

5) Σήμερα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια νέα δίωξη, με σοβαρές πολιτικές και ποινικές προεκτάσεις. Εκτός από εσένα κατηγορούνται άλλοι 4 αναρχικοί σύντροφοι, οι Ασπιώτης Π., Μαζιώτης Ν., Σακκάς Κ. και Τσιρώνης Γ. Για την ίδια υπόθεση κατηγορούνται και 2 κοινωνικοί κρατούμενοι, ο Χριστοδούλου Σ. και ο Πετρακάκος Γ., επίσης, η συντρόφισσα του τελευταίου, Θεοφίλου Μ., και δύο οικογενειακοί τους φίλοι. Μιλάμε για το αστυνομικοδικαστικό κατασκεύασμα της “υπόθεσης των ληστών του Διστόμου”, που συγχρόνως επιχειρείται να συνδεθεί με την δράση του Επαναστατικού Αγώνα. Θεωρείς ότι η κατασκευασμένη “συμμορία των ληστών με τα μαύρα”, όπου για μια δεκαετία η αντιτρομοκρατική τής χρέωνε ληστείες τραπεζών, ενίσχυση του “επαναστατικού ταμείου”, συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις, σύμπλευση ποινικών – πολιτικών κτλ, λειτούργησε πιλοτικά γι’ αυτή την αναβαθμισμένη μεθόδευση;

Οι διωκτικοί μηχανισμοί τροφοδοτούσαν επί σειρά ετών κατασταλτικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία, τα άτομα που κατηγορήθηκαν για την υποτιθέμενη ομάδα “ληστές με τα μαύρα” είχαν τον ρόλο του χρηματοδότη των εγχώριων οργανώσεων αντάρτικου πόλης. Ισχυρισμοί τόσο ψευδείς και ευφάνταστοι, που ούτε εντός των δικαστικών αιθουσών δεν μπόρεσαν να σταθούν, παρά τη γνωστή συνεργασία δικαστών και αντιτρομοκρατικής. Ο εισαγγελέας Ασπρογέρακας, ως εμπνευστής της νέας κατασταλτικής επιχείρησης εναντίον αγωνιστών (υπόθεση ληστών του Διστόμου – ΕΑ), είναι ξεκάθαρο ότι επιδιώκει να πάρει ρεβάνς για το χαμένο γόητρο της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.

6) Αντιλαμβανόμαστε ότι μια από τις σκοπιμότητες της νέας αυτής δίωξης έχει να κάνει με την προσπάθεια επιβολής μεγαλύτερων ποινών, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί επίσης με την κατηγορία συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης (187). Γιατί, κατά την γνώμη σου, επιλέγεται η δίωξη να γίνει μέσω του αντιτρομοκρατικού νόμου 187Α; Γιατί επιδιώκεται η εμπλοκή της οργάνωσης του Επαναστατικού Αγώνα; Ποιά είναι, κατά τη γνώμη σου, η πολιτική σκοπιμότητα αυτής της μεθόδευσης; Ποιά είναι τα μηνύματα που θέλει να στείλει και προς ποιές κατευθύνσεις;

Η αστική δικαιοσύνη, ως θεσμικό όργανο του κράτους, εκδικείται τους αναρχικούς λόγω της αμφισβήτησής τους και της προσπάθειάς τους για την κατάργηση του. Επιβάλλουν εξοντωτικές ποινές και ενισχύουν το νομικό τους οπλοστάσιο, όπως η δημιουργία του νόμου 187Α, με νομοθεσίες πολυετών καθείρξεων για τους αγωνιστές. Τους χαρακτηρίζει ως “τρομοκράτες”, αποδίδοντάς τους τα δικά του χαρακτηριστικά, ώστε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση. Μέσα από το μήνυμα της μηδενικής ανοχής προσπαθεί να τρομάξει και να φοβίσει όλους αυτούς που θα επιλέξουν να πάρουν στο μέλλον τη σκυτάλη της αντίστασης. Η επιβολή, όμως , εξοντωτικών ποινών δεν λειτουργεί παραδειγματικά, καθώς οι ιδέες δεν φυλακίζονται και το πάθος για την ελευθερία δεν καταστέλλεται, κι αυτός είναι ο λόγος που πάντα θα αποτυγχάνουν. Αποδέκτες των μηνυμάτων του κράτους είναι και όσοι βρίσκονται εκτός του αναρχικού χώρου, αλλά κινούνται σε παραβατικά μονοπάτια με αξιοπρεπή τρόπο και εκφράζουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στους αγωνιστές που βρίσκονται σε καθεστώς παρανομίας. Επιδίωξή τους είναι να μειώσουν τις πιθανότητες επιβίωσης αυτών που θα βρεθούν στο δύσκολο αυτό καθεστώς.

7) Ποιά είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να αναδείξει και να αντιπαλέψει ένα κίνημα αλληλεγγύης γύρω από αυτήν την υπόθεση;

Θα πρέπει να αναδείξει όλα τα χαρακτηριστικά αυτά που περιέχονται στην ίδια τη σχέση της αλληλεγγύης. Οι αιχμάλωτοι του κοινωνικού και ταξικού πολέμου δεν είναι μόνοι τους, αλλά βαδίζουν μαζί με όλο το κίνημα στους δρόμους του αγώνα. Ακόμα, το κίνημα μέσα από τις δράσεις αλληλεγγύης του, θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ανάχωμα στην προσπάθεια ποινικοποίησης των συντροφικών και φιλικών σχέσεων από τη μεριά του κράτους. Είναι σημαντικό το αναρχικό – αντιεξουσιαστικό κίνημα, μέσα από κάθε υπόθεση, να προτάσσει τα συνολικά πολιτικά χαρακτηριστικά του και τις κεντρικές του θέσεις. Να μην υπάρχει περιορισμός σε μια στείρα υπερασπιστική στάση, που θα προκύπτει από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της. Ο τρόπος που θα εκφράζεται η αλληλεγγύη και τα στοιχεία που θα εμπεριέχει θα πρέπει να υπηρετούν τα κοινωνικά και απελευθερωτικά προτάγματά μας.

Καταλήψεις και μαχητικός αντιφασισμός

Οι πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων, με τον τρόπο που έγιναν και, κυρίως, στη χρονική συγκυρία που έγιναν, έρχονται να αναδείξουν αμείλικτα το στρατηγικό δόγμα καταστολής της νέα πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται με το νέο ευρωσοσιαλιστικό μανδύα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Από μια περίοδο (που πλέον φαντάζει μακρινή), στην οποία οι πολιτικές συνιστώσες του Σύριζα βρίσκονταν μονίμως ουρά των εκδηλώσεων αλληλεγγύης απέναντι σε καταλήψεις, έχουμε μια κυβέρνηση Σύριζα με τεράστια πείρα πάνω στα κινηματικά αντανακλαστικά (στο συγκεκριμένο ζήτημα κιόλας) ακριβώς λόγω της προηγούμενης όσμωσης της με το κίνημα. Παραμερίζοντας τις όποιες τυχόν πολιτικές ευθύνες προκύπτουν, ακριβώς από αυτήν την όσμωση, και ξεχνώντας και το γεγονός πως, όσοι την κατέγγελαν κάποτε, θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως ακραίες περιθωριακές φωνές κάποιων υπερ-καθαρών αναρχοαναρχικών, μπορούμε να φτάσουμε κατευθείαν στο πλέον ευαίσθητο θέμα, που προκύπτει κάθε φορά μετά από κατασταλτικά χτυπήματα σε στέκια και καταλήψεις.

Με μια προσεκτική καταγραφή πολλών επιθέσεων σε καταλήψεις και χώρους αγώνα από την πλευρά κράτους/παρακράτους, και μια ανάλυση του χωροχρονικού πλαισίου στο οποίο αυτές συνέβησαν, διαμορφώνονται σε ένα φανταστικό χάρτη δυο καμπύλες, μία αυτή του εσωτερικού ανταγωνιστικού κινήματος, και μία αυτή της καταστολής από την πλευρά της εξουσίας. Μπορούμε, μάλλον εύκολα, να παρατηρήσουμε ότι σε περιόδους σχετικού βαλτώματος και μιας κάποιας αγρανάπαυσης του κινήματος, δηλαδή με μια πτωτική τάση της αντίστοιχης καμπύλης, παρατηρείται και μια πτωτική τάση της καμπύλης της καταστολής, κάτι που μπορεί να μεταφράζεται και με περισσότερη ανοχή στις καταλήψεις. Στον αντίποδα όμως, σε συνθήκες και σε στιγμές πιο οξυμένης αντιπαράθεσης του κινήματος και του κόσμου του αγώνα με την εξουσία, όταν δηλαδή η καμπύλη που αντιστοιχεί στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα ανεβαίνει, μπορεί να παρατηρηθεί και αντίστοιχη ανοδική τάση της καμπύλης της καταστολής και μάλιστα αρκετά δυσανάλογη.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Προφανώς, από επιχειρησιακής άποψης, δηλαδή καθαρά σε ένα στρατιωτικό σκέλος, το κράτος έχει όλη τη φυσική και υλική υπεροπλία να τσακίσει όλες τις καταλήψεις όποτε το θελήσει. Μπορεί να τις εκκενώσει, να τις γκρεμίσει, να συλλάβει όλους τους καταληψίες ακόμα και να τους φυλακίσει. Αν θέλουμε να μην παραμυθιαζόμαστε και μεταξύ μας και να μην παρασυρόμαστε από ακραίους βερμπαλισμούς, αυτό πρέπει να είναι η αρχική μας παραδοχή. Από κει και πέρα, καταλαβαίνουμε ότι, πίσω από κάθε τέτοια κατασταλτική επιχείρηση ή απουσία αυτής, κρύβεται μια σειρά συσχετισμών πολιτικής υφής που έχουν διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια.

Έχει ακουστεί άπειρες φορές και είναι πλέον τετριμμένο πως οι καταλήψεις είναι τα απελευθερωμένα εδάφη του αγώνα, της αναρχίας, του κινήματος κτλ κτλ. Ασφαλώς και είναι όλα αυτά και σίγουρα έχουμε βαρεθεί να το διαβάζουμε ή να το γράφουμε. Τι πραγματικά σημαίνει, όμως, στο δια ταύτα; Πώς αντιλαμβανόμαστε την απώλεια αυτών των εδαφών και πώς συνεκτιμούμε την ανακατάληψη τους από τις δυνάμεις της εξουσίας; Έχει φανεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτες συγκλίσεις και συμφωνίες ως προς αυτό. Δεδομένου ότι τέτοια χτυπήματα συμβαίνουν κατά κανόνα όταν το κίνημα παρουσιάζει πιο έντονη και επιθετική δραστηριότητα, πάντα υπάρχουν εκείνες οι φωνές τις οποίες κερδίζει η ηττοπάθεια και ο φόβος. Για παράδειγμα, την περίοδο 2006-2007 και πριν την εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν στο πλαίσιο του αγώνα οι επιθετικές αναρχικές ενέργειες πολλαπλασιάζονται εκθετικά και με εκπληκτική ταχύτητα, ποιότητα και δυναμική, σημειώθηκαν αρκετές παρακρατικές επιθέσεις σε χώρους αγώνα και αναπτύχθηκε μια παραφιλολογία ότι όσοι κάνουν αναβαθμισμένες ενέργειες (π.χ. εμπρηστικές επιθέσεις σε Α.Τ.) είναι απλώς “ηλίθιοι και ανεγκέφαλοι που δεν υπολογίζουν ότι ο χώρος δε σηκώνει τα αντίποινα”. Βλέπουμε, δηλαδή, πως σε μια ορισμένη συγκυρία όξυνσης της αναρχικής πάλης, η καταστολή αντεπιτίθεται τυφλά και δυσανάλογα, με αποτέλεσμα, πέρα από το όποιο υλικό κόστος (καταστροφές σε χώρους αγώνα, εκκενώσεις, συλλήψεις, φακελώματα κτλ), να υπάρχει και μια φθορά ηθικού, με δυνάμεις του κινήματος να κατηγορούν και να βάλουν κατά της όξυνσης του ίδιου του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Πάνω σε αυτό, ανέκαθεν προέκυπταν και διαφωνίες για το πώς περιφρουρούμε, σε πρώτη φάση, τα απελευθερωμένα μας εδάφη και, δεύτερον, πώς κινούμαστε, αν τυχόν τα χάσουμε από τον εχθρό. Είναι μάλλον κοινώς αποδεκτό, πως αν έχει επικρατήσει πιο κεντρικά κάποια λογική πάνω στο θέμα, αυτή αφορούσε κυρίως μια στάση παθητικής αντίστασης σε περιπτώσεις εκκενώσεων, ενώ στη συνέχεια έμπαινε ως πολιτική προτεραιότητα η λογική του ανοίγματος στην κοινωνία και την γειτονιά με κινήσεις με χαρακτήρα αντιπληροφόρησης και κοινωνικής απεύθυνσης. Όχι πως έλειπαν ποτέ εντελώς και εκείνες οι επιθετικές ενέργειες οι οποίες απαντούσαν με τον τρόπο τους κάπως, αλλά ακόμα κι αυτές (πολλές ή λίγες ανάλογα την εποχή), αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, σνομπισμό ακόμα και με εχθρικότητα από άλλες πλευρές του αγώνα.

Αυτό που σίγουρα έλειπε, και σε διάφορες περιόδους, έχει τεθεί σαν ζήτημα, είναι μια συλλογική ή και κεντρική ακόμα κουλτούρα αντεκδίκησης. Πέρα δηλαδή από τις όποιες μεμονωμένες ομάδες και παρέες μπορεί να έκαναν κάτι επιθετικό, έλειπε μια κοινή αίσθηση, μια κοινή πεποίθεση, πως η απώλεια των απελευθερωμένων εδαφών μας είναι κάτι που διαρυγνύει την κανονικότητα, κάτι που υπερβαίνει τους καθορισμένους πολιτικούς συσχετισμούς, επομένως, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί κεντρικά casus belli. Μάλιστα, όχι απλώς έλειπε κάτι τέτοιο, αλλά ο ίδιος ο πυρήνας αυτής της σκέψης και λογικής δεχόταν επίθεση ως μπαχαλίστικη λογική, ως πυρκαυλίαση ή ως φετιχισμός της βίας και άλλα τέτοια όμορφα, τα οποία, με τη σειρά τους, αποτελούσαν απεχθείς όρους πολιτικής διαλεκτικής και συνέβαλαν σε μια εσωτερική πόλωση, η οποία ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει μια αντικειμενική πολιτική απαξία ως τέτοια. Περισσότερο, όμως, κι από όλα αυτά, οι ακραίες αυτές φωνές δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται ότι στον κοινωνικό ανταγωνισμό οι ισορροπίες διαμορφώνονται και με όρους μαχητικής στρατηγικής και πως όταν οι ισορροπίες αυτές διασαλεύονται εις βάρος μας με πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, είναι πλέον πολυτέλεια να προκρίνεται κάθε, μα κάθε, μα κάθε, μα κάθε φορά η ίδια και η ίδια λογική “άνοιγμα στη γειτονιά, άνοιγμα στην κοινωνία”.

Μπορεί, λοιπόν, έτσι να καταστεί πιο αντιληπτό, ότι, αν δεν καταφέρουν οι δυνάμεις του αγώνα να μπορέσουν να διαμορφώσουν μια συνάρτηση κόστους-ανοχής και κόστους-καταστολής, τέτοια που να μπορεί να δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην εξουσία (στα μεγέθη στα οποία μας αναλογεί φυσικά), κάθε φορά που χάνουμε ένα χώρο του κινήματος, ένα απελευθερωμένο έδαφος, τότε θα είμαστε μονίμως σε μειονεκτική θέση, ο εχθρός δε θα μας υπολογίζει καθόλου, θα μας χτυπάει όποτε και όπως κρίνει κάθε φορά πιο εύκολο, και, πάνω από όλα, θα τσακίζει και το ηθικό του κόσμου. Ακόμα χειρότερα, η ίδια η ευημερία και η επιβίωση των κατειλημμένων χώρων μας, δεν θα είναι προϊόν της δικής μας δυναμικής, αλλά της διακριτικής ευχέρειας της εκάστοτε πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας να εφαρμόζει κατά το δοκούν μια τακτική ήπιας καταστολής στις καταλήψεις.

Στο χέρι μας είναι λοιπόν να αλλάξουμε συνολικά την εικόνα. Είναι, σίγουρα, μια απόφαση που θα σημαίνει κόστος. Για να είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια τέτοια ακροβασία ισορροπιών, θα πρέπει βήμα βήμα να χτιστεί μια ετοιμότητα άμεσων, σχεδόν αντανακλαστικών, αντιποίνων, δυναμικών μάλιστα, πράγμα που μπορεί να μεταφραστεί σε προσαγωγές, φακελώματα, συλλήψεις, προφυλακίσεις ίσως και καταδίκες. Το βάρος πέφτει καθαρά πάνω μας, συνολικά πάνω στον κόσμο του αγώνα, στο αν θεωρούμε ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ενός σοβαρού κοινωνικού ανταγωνισμού και να καταφέρουμε να γίνουμε όντως, κάποτε, μια υπολογίσιμη εσωτερική απειλή, ή αν μας αρκεί να είμαστε ένα απλό ακτιβίστικο κίνημα διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, από τη συζήτηση θα βοηθούσε να σταματήσουν εκείνες οι αντεγκλήσεις, που χαρακτηρίζουν τέτοιες λογικές εσωστρεφείς και αυτοαναφορικές. Το αν συνολικά, σε συλλογικό επίπεδο, αξίζει τον κόπο ή όχι να κρίνεται η απώλεια ενός απελευθερωμένου εδάφους μας ως casus belli, στο αν αξίζει ή όχι τον κόπο να υπάρξουν πολλαπλάσιες απαντήσεις και αντίποινα που να προκαλούν αισθητό υλικό και πολιτικό κόστος στον εχθρό, δεν έχει να κάνει ούτε με εσωστρέφεια, ούτε με αυτοαναφορικότητα. Έχει σχέση με το πώς καθορίζουμε τις ισορροπίες του αγώνα μας, με το πώς και πότε επιλέγουμε τις μάχες μας και γιατί, με το πώς διαμορφώνουμε χρονικά ορόσημα αγώνα, τέτοια που να προκαλούν έμπνευση και στο μέλλον και πάνω από όλα έχει σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε την AΝΑΡΧΙΑ ως μια δύναμη σε διαρκή θέση μάχης απέναντι στην εξουσία. Από ‘κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θέμα αποφασιστικότητας ή μη.

Μιχάλης Νικολόπουλος, μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Η κεντρική εικόνα πρέπει να πεθάνει

Είναι μια συνολική σχεδόν παραδοχή πλέον ότι ένα μεγάλο μέρος του αναρχικού χώρου (αν όχι το μεγαλύτερο) είναι εγκλωβισμένο σε μια τεράστιων διαστάσεων δίνη εσωστρέφειας, κάτι με αρνητικές συνέπειες πάνω απ όλα στην ψυχολογία των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται και δευτερευόντως στην παραγόμενη πολιτική δραστηριότητα.

Κι όμως ενώ είναι σχεδόν μια κοινά αποδεκτή θέση η καταδίκη και το ανάθεμα αυτής της εσωστρέφειας, πόσες προσπάθειές έχουν γίνει ώστε να επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε τις πρωταρχικές συνθήκες γέννησης αυτού του φαινομένου , τις πρωταρχικές του καταβολές αλλά και το πως αυτό έρχεται και βρίσκει τη θέση του ανάμεσα μας και μάλιστα με τι μορφές;

Οσο κι αν είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση επιρρεπής σε συμπεριφορές επιβολής, όσο πιθανό κι αν είναι να γίνεται πιο αισθητή η παρουσία των πιο ιδιόμορφων ιδιοσυγκρασιών στις οποίες διακρίνει κανείς στοιχεία αλαζονείας, έπαρσης, ναρκισσισμού, δε μπορεί να είναι μόνο αυτά.

Δική μου πεποίθηση είναι πως η εσωστρέφεια δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο- τέρας που καταδυναστεύει τις διαδικασίες μας και την αλληλεπίδραση μας, ούτε κάτι που όπως είπα πιο πάνω, προκύπτει μόνο του από στοιχεία ανθρώπινης συμπεριφοράς των πιο ιδιόμορφων ταπεραμέντων μας ή όλων εκείνων των σκατών που μας έχει μπουκώσει ο κοινωνικός προγραμματισμός.

Παρόλο που όλα αυτά παίζουν αναμφισβήτητα ένα ρόλο, πολλές φορές διόλου αμελητέο, δεν μπορεί να ευθύνονται αποκλειστικά για την δημιουργία αυτού του φαινομένου.

Πρέπει να είναι και κάτι παραπάνω.

Έχω την αίσθηση ότι αυτό που πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε, ούτε καν μπαίνουμε στον κόπο να επεξεργαστούμε όπως αρμόζει σε υποκείμενα που θέλουν να βρουν μια ριζοσπαστική τομή αντιμετώπισης του φαινομένου της εσωστρέφειας, είναι ότι υπάρχει μια ολόκληρη κουλτούρα διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης και του πολιτικού ανταγωνισμού με μια λογική του , ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Η πόλωση που παράγεται από μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση και ανταγωνισμό δε δύναται να είναι ποτέ γόνιμη, ποτέ ωφέλιμη και παραγωγική, ποτέ και με κανένα τρόπο εποικοδομητική. Αν προσθέσουμε ότι το πιο βασικό μάλιστα χαρακτηριστικό αυτής της πόλωσης είναι η προσπάθεια χάραξης κεντρικών πολιτικών γραμμών και η με κάθε τρόπο απόπειρα επιβολής τους πάνω στο υπόλοιπο φάσμα του αγώνα και του κινήματος, θα μας γίνει πια ξεκάθαρο ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές νοοτροπίες και λογικές όπως η παραγοντοποίση, η αποζυμηση πολιτικής υπεραξίας από τα πάντα, το καπέλωμα, ο ηγεμονισμός , η συγκεντρωτική αντιπροσώπευση.

Η πόλωση στο εσωτερικό ριζοσπαστικών κινημάτων με τέτοιους αρνητικούς όρους δεν είναι κάτι που εμφανίζεται μονάχα στα δικά μας πολιτικά πράγματα. Δεν είναι προφανώς μονάχα ο ελληνικός αναρχικός χώρος και το γενικότερο εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα που βυθίζεται στο βάλτο της εσωστρέφειας ακολουθώντας αυτές τις πεπατημένες. Αντίθετα είναι κάτι με μεγαλύτερη ιστορικότητα και διασπορά.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τυφλοπόντικας των βιβλιοθηκών για να διαπιστώσει αυτή την πικρή αλήθεια. Μια σχηματική καταγραφή της ποικιλίας των τάσεων και διασπάσεων καθώς και των διαμαχών που έχουν φτάσει στα όρια ( και που τα έχουν ξεπεράσει πολλές φορές) της εμφυλιοπολεμικης βίας, και την έχουν ξεπεράσει, αρκεί για να αντιληφθούμε, έστω με αυτή την πρόχειρη σκιαγράφηση, ότι μιλάμε για κάτι διαχρονικό.

Είναι γεγονός ωστόσο ότι σε πολλές περιπτώσεις, και παρόλο που πολλά από αυτά τα εμφυλιοπολεμικα και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά έχουν πάρει τρομερές εκφυλιστικές μορφές κατά καιρούς, δεν υφίσταται μια παράδοση και μια κουλτούρα κριτική αποτίμησης τους , τέτοια, που να γεννά τους αντίστοιχους προβληματισμούς και συμπεράσματα ούτως ώστε να μπορούμε τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο να κατανοήσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις του αθέμιτου πολιτικού ανταγωνισμού.

Προτιμάμε αντίθετα να κρατάμε ψηλά στο βάθρο τους, ιστορίες προσωπικοτήτων, ομάδων, οργανώσεων, ακόμα και ολόκληρων κινημάτων από τον φόβο ότι αν προσδώσουμε την ηθική απαξία που πρέπει σε ορισμένα πράγματα, ακυρώνουμε συνολικά το πνεύμα του αγώνα, την αυτοθυσία ανθρώπων και την ιστορική παράδοση.

Αντί για μια αιρετική,  εικονοκλαστική κριτική ανάγνωση της ιστορίας και μια προσπάθεια κριτικής αφομοίωσης των διδαγμάτων που προκύπτουν,  προτιμάται η θεαματική αναπαράσταση των γεγονότων,  η οπαδικη ειδωλοποίηση προσωπικοτήτων,  η συνειδητή απόκρυψη ή και άγνοια άσχημων πλευρών της τάδε ή της δείνα ιστορίας. Μας αρέσει να έχουμε τους ήρωες μας τοποθετημένους κάπου που τίποτα δεν τους αγγίζει και να υμνούμε παρελθοντικές πολιτικές επιλογές και ατζέντες που ταιριάζουν στα γούστα μας και από την άλλη ανάλογα τι επιτάσσει η πολιτική μόδα  κάθε εποχής να επιλέγουμε τους δαίμονες και τους αποδιοπομπαίους τράγους και να τους πολεμάμε μέχρι εσχάτων.  Και δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα,  είτε ως τραγωδία,  ανακυκλώνοντας τον ίδιο τον εαυτό της.

Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων αυτών που αφορά και την δική μας εγχώρια ιστορική παράδοση δε θα μπορούσε παρά να είναι ο τρόπος που σταθερά η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεγε να αντιπαρατεθεί με άλλες πολιτικές απόψεις οι οποίες προέκυπταν εντός του κόμματος με πιο χαρακτηριστική την ένσταση της πλευράς του Αρη Βελουχιώτη , καπετάνιου του ΕΛΑΣ και κορυφαίας συμβολικής προσωπικότητας για την εποχή,  με τεράστια εμβέλεια και ακτινοβολία τις τάξεις του κόμματος,  στο ζήτημα της υπογραφής της συμφωνίας της Βάρκιζας. Δε με αφορά να αποδείξω  το ποιος είχε δίκιο ή το ποιος είχε άδικο σε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία γιατί πολύ απλά το πολιτικό και ηθικό επίδικο της όλης υπόθεσης δεν είναι αυτό. Εξάλλου τα μεγέθη και τα διακυβεύματα της μιας ή της άλλης άποψης ήταν τεράστια και καλό θα είναι να μην τοποθετείται κάνεις με ευκολία πάνω σε αυτά. Εκείνο όμως που έχει πιστεύω την μεγαλύτερη σημασία είναι η πολιτική επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ να αντιμετωπίσει τη διαφωνία αυτή αποδομωντας και δολοφονώντας την προσωπικότητα , την υπόσταση και το χαρακτήρα του Βελουχιώτη ώστε να διαφυλάξει την τήρηση της κεντρικής πολιτικής γραμμής. Η άποψη Βελουχιώτη δεν ήταν επομένως μια πολιτική διαφωνία που θα μπορούσε να συζητηθεί εσωκομματικά,  αφού ο Βελουχιώτης είχε ακυρωθεί σαν προσωπικότητα με βαρύτατους και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς.

Αντίστοιχη φυσικά ήταν η αντιμετώπιση του καπετάνιου του ΔΣΕ Μάρκου Βαφειάδη (απο το 46 εως το 48) όταν ήρθε η ώρα να διαφωνήσει ο ίδιος σε σειρά ζητημάτων και να προβάλει τις δικές του ενστάσεις. Ούτε σε αυτή την περίπτωση μας αφορά το ποιος είχε πράγματι δίκιο ή οχι προκειμένου να αξιολογήσουμε ηθικά και πολιτικά την βαρύτητα της απαξίας μιας τέτοιας επιλογής απο την πλευρά της ηγεσίας. Και πάλι το ζητούμενο ήταν να εξουδετερωθεί η διαφωνία, να της αφαιρεθεί η αυθεντικότητα της και η υπόσταση της ώστε να μην αμφισβητηθεί η κεντρική πολιτική γραμμή.

Αυτές οι δυο περιπτώσεις δεν ήταν οι μόνες προφανώς αλλά ήταν σίγουρα οι πιο κραυγαλέες, και είναι διαχρονικά οι πιο χτυπητές καθώς δείχνουν απο μακριά που μπορεί να φτάσει ο δεσποτισμός μιας πολιτικής που επιζητά το μονοπώλιο της κεντρικής εικόνας και της κεντρικής πολιτικής γραμμής.

Ας σκεφτούμε όλοι μας πως αν το ΚΚΕ δε δίστασε να απαξιώσει, να διαγράψει, να συκοφαντήσει, να πρακτορολογίσει και να κινδυνολογήσει εναντίον δυο απο τις πιο επιφανείς προσωπικότητες που είχε τις τάξεις του , πόσο πιο εύκολα και ανώδυνα θα έκανε το ίδιο σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες άσημα μέλη και στελέχη του απλά και μόνο επειδή αντιτάχθηκαν στην κεντρική πολιτική γραμμή. Και μόνο η σκέψη είναι τρομακτική. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς το πως η διεξαγωγή των πολιτικών αντιπαραθέσεων δεν έγινε ποτέ με ιδιαίτερα εύσχημους και ευγενικούς όρους αλλά εκτραχύνθηκε τόσο που οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών κρατουμένων σε φυλακές και εξορίες, συγκρούσεις συχνά αιματηρές στις οποίες αγωνιστές δε διστάζουν να χτυπούν και να μαχαιρώνουν άλλους αγωνιστές ή και να τους απομονώνουν απο την υπόλοιπη κοινότητα κρατούμενων , ήταν συχνό φαινόμενο με την οποία αντανάκλαση μπορεί να φανταστεί κανείς ότι όλα αυτά θα είχαν στην συνολική κοινότητα του κόσμου του αγώνα και πως θα επηρέαζε την ψυχολογία τους. Το ποσό άσχημο κλίμα επικρατούσε συνολικά μέσα στο μόρφωμα του ΚΚΕ , το πως διάφορες θέσεις διεκδικούσαν η καθεμία για τον εαυτό της να κεντρικοποιηθουν και με ποιούς απόλυτους όρους γίνονταν όλη αυτή η σκιώδης και παρασκηνιακή αντιπαράθεση μπορεί να την δώσει ξεκάθαρα σε όλο της το εύρος η περίπτωση της ενδοκομματικής σύρραξης και των αιματηρών συμπλοκών μεταξύ διαφορετικών φραξιών των πολιτικών εξόριστων του ΔΣΕ στην Τασκένδη τον Σεπτέμβριο του 1955. Συμπλοκών που έγιναν χωρίς ηθικά όρια και φραγμούς με κάθε είδους αυτοσχέδιο όπλο, μαχαίρια και φαλτσέτες να χρησιμοποιούνται απο κομμουνιστές πρώην αντάρτες του ΔΣΕ εναντίον άλλων κομμουνιστών πρώην ανταρτών του ΔΣΕ και όπου από καθαρή τύχη δεν υπήρξαν νεκροί.

Τα παραπάνω ωστόσο δε θα τα ακούσουμε εύκολα σε αφιερώματα, εκδηλώσεις, ντοκιμαντέρ. Υπάρχει μια κουλτούρα σιωπής και απόκρυψης και προβολής μονάχα της θεαματικής πλευράς της ιστορίας, αυτής που έχει περηφάνους καπετάνιους καβαλάρηδες, χαμογελαστές αντάρτισες με πολυβόλα στα χέρια και ατελείωτες λίστες με νεκρούς ήρωες που χρήζουν “Ζήτω “. Φυσικά παρόμοια περιστατικά και γεγονότα θα βρει κανείς αν εντρυφήσει σχεδόν παντού.

Απο τον αιματηρό εμφύλιο στις τάξεις του IRA το 1921-1923 και τις πολύ μετέπειτα πολυδιασπάσεις του που αλληλοσκοτώνονταν σε κάθε πιθανή ευκαιρία, απο τις εξαντλητικές και ψυχοφθόρες κόντρες των γερμανών πολιτικών κρατουμένων ανταρτών πόλης με βασικό σημείο αιχμής την αντιπαράθεση των δύο βασικότερων ενόπλων οργανώσεων 2 Ιουνη και RAF , απο τις ανελέητες κόντρες και ανταγωνισμούς μεταξύ παραδοσιακών αριστερών ενόπλων οργανώσεων στην Ιταλία με τον χώρο της ένοπλης αυτονομίας αλλα και στο ίδιο το εσωτερικό των Ερυθρών Ταξιαρχιών με τις δικές τους πολυδιασπάσεις , φράξιες, και αντιπαραθέσεις μέχρι την ελληνική μεταπολιτευτική πραγματικότητα και τις σκληρές αντιπαραθέσεις και κόντρες ενόπλων οργανώσεων ανα περιόδους (μεταξύ ΕΛΑ και 17Ν ή μεταξύ ΕΛΑ και άλλων οργανώσεων που προέκυψαν απο διασπάσεις) και την σημερινή εποχή και ολα που διαδραματίζονται σε αυτη.

Σε όλες αυτες τις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής είναι η προσπάθεια όλων των πλευρών να μονοπωλήσουν την κεντρική εικόνα του εκάστοτε επαναστατικού χώρου (είτε αφορά το ένοπλο είτε το δημόσιο κομμάτι του κινήματος). Τέτοιες αντιπαραθέσεις υπο τέτοιους όρους δε διαθέτουν και ούτε μπορούν να διαθέτουν ηθικό πλεονέκτημα.

Είναι απλώς μια κούρσα ανταγωνισμού για την επιβολή ατζέντας είτε αυτή αφορά αναρχοκομμουνιστικα σημαινόμενα είτε αναρχοατομικιστικα ή μηδενιστικα ή κομμουνιστικά. Συχνά μάλιστα η υποκρισία βασιλεύει καθώς όλες οι πλευρές αποδίδουν στις άλλες την κατηγορία ότι λειτουργούν με λογικές του “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα “ , ενω στην πραγματικότητα δεν μπορείς να παίζεις σε αυτό το παιχνίδι αν δεν έχεις αυτή την ατζέντα. Απλά θα παραγκωνιστείς και θα βρεθείς εκτός παιχνιδιού.

Ζούμε σε μια εποχή που όλες αυτές οι λογικές έχουν παράξει πολύ μεγάλη ψυχολογική ζημία σε τεράστιο κομμάτι της αναρχικής κοινότητας, ωστόσο η ευκολία με την οποία κάθε μεμονωμένη φιλόδοξη προσωπικότητα ή συλλογικότητα (ένοπλη και μη) επιλέγει να παίξει μπάλα στον πολιτικό στίβο με όρους μονοπωλίου της κεντρικής εικόνας του χώρου εξακολουθεί να είναι δεδομένη. Το ποσό καλά εξασκεί κάποιος το “επάγγελμα “ εξαρτάται απο την ικανότητα του να αυτοπροβάλλεται ,να μειώνει τους άλλους, να πολώνει το κλίμα και να δηλητηριάζει το δημόσιο διάλογο σε κάθε ευκαιρία, το ποσό καλά εχει δικτυωθεί , τι συμμαχίες έχει συνάψει κτλ. Η πραγματικότητα δυστυχώς αυτή είναι. Δεν αφορά την αξία των πολιτικών επιχειρημάτων κάθε πλευράς αφου ετσι και αλλιώς η αυθεντική πολιτική διαπάλη μεταξύ τάσεων είναι τόσο σπάνια οσο οι ροζ μονοκεροι. Αυτό που μένει να αναλογιστούμε ολοι και όλες είναι στο οτι αν δεν μας αρέσει η εικόνα που βγάζουμε προς τα εξω, αλλά πάνω από όλα σε εμας τους ίδιους , θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά ποσό κακό έχει κάνει (και συνεχίζει να κάνει) η διεκδίκηση κεντρικής εικόνας, όποιο πρόσημο και αν έχει (αλφαδι , χαοσημο, σφυροδρεπανο κτλ.)

Μέχρι τότε απλώς θα κάνουμε μακροβούτια στον βούρκο που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε.

Παναγιώτης Αργυρού μέλος ΣΠΦ

Οι φυλακές μέρος της κοινωνικής οργάνωσης για την διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας

Η ιδέα για να γραφτεί αυτό το κείμενο ξεκίνησε μετά την πρώτη μου επικοινωνία με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που πλαισιώνουν την ομάδα αντιπληροφόρησης και αλληλεγγύης που προχώρησαν στην έκδοση του έντυπου “ΕΝΤΟΣ ΕΚΤΟΣ”, η οποία έχει ως στόχο της την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους αλλά και γενικότερα να αναδείξει τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν ή είναι διαχρονικά γύρω από τον εγκλεισμό. Μετά από μηνύματα που ανταλλάξαμε μεταξύ μας, μού πρότειναν να γράψω κάτι παραπάνω, πάνω σε μια φράση-σκεπτικό που έγραψα ως κατακλείδα στο πρώτο μήνυμα της γνωριμίας μας.

Αυτό το έντυπο αλλά και κάθε έντυπο, κάθε αφίσα, κάθε συνέλευση, κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση που πραγματοποιείται -είτε αυτή είναι νόμιμη, είτε παράνομη- σε ένδειξη αλληλεγγύης στους έγκλειστους αναρχικούς, συμβάλλουν στον αγώνα κατά των συνθηκών κράτησης, στην τωρινή κινητοποίηση των κρατουμένων που διεκδικεί την αλλαγή του νέου σωφρονιστικού κώδικα, αλλά αναδεικνύουν και την συνολικότερη άποψη της κατάργησης καθαυτής της φυλακής ως μέσο σωφρονισμού και τιμωρίας. Ο αγώνας αυτός δεν θα μπορούσε να μην είναι, άλλωστε, ένα αναπόσπαστο τμήμα του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Οι φυλακές είναι ένα παιδί γέννημα-θρέμμα της κοινωνικής οργάνωσης, η ύπαρξή της αποτελεί ένα από τα βασικότερα εργαλεία πειθαρχίας της, αλλά και της διατήρησης της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας των πολιτών από τα παραβατικά υποκείμενα που παρουσιάζουν μια μεγάλη απόκλιση από τη γενική επιτρεπτή συμπεριφορά που επιβάλλεται μέσα από τους κώδικες του κράτους και του κεφαλαίου. Λειτουργεί ως ένα παραδειγματικό φόβητρο για τους εν δυνάμει παράνομους -“κοίτα τι παθαίνει όποιος καταφεύγει σε τέτοιου είδους μεθόδους”- αλλά και πιο πρακτικά, μέσα από πολύχρονους εγκλεισμούς που στόχο έχουν το σωφρονισμό, ώστε με την επίτευξη αυτού να συμβάλλουν στην ομαλή επανένταξη των κρατουμένων πίσω στο πολιτισμό της διαφθοράς και της ανισότητας, πίσω στο σύστημα της καπιταλιστικής σκλαβιάς.

Το ερώτημα εδώ είναι: είναι ηθικά δικαιολογημένη μια “υπερβολική αντίδραση” ενάντια σε αυτόν που καταπιέζει τη θέλησή σου για ελευθερία, τη θέλησή σου να σηκώνεις το κεφάλι ψηλά και να μην αντικρίζεις έναν κατακερματισμένο από συρματοπλέγματα ουρανό; Η καθημερινή αποστροφή που βιώνεις εδώ, μέρα με την μέρα, ερχόμενος άμεσα σε επαφή με την εξουσία της φυλακής; Το κακοφτιαγμένο χωροταξικό της που καθηλώνει το σώμα και περιορίζει τις κινήσεις του σε συγκεκριμένα από το κράτος τετραγωνικά μέτρα τσιμέντου; Καθορίζοντας μέσα από τον σωφρονιστικό κώδικα τα περιθώρια της αντίδρασής σου, η οποία στην περίπτωση που ξεφύγει του επιτρεπτού, σου φοριέται ωραιότατα μια πειθαρχική ποινή, με συνέπεια πολλές φορές την παράταση του εγκλεισμού σου; Από την άλλη, να διαβάζεις τι διατάσσει ο νέος σωφρονιστικός κώδικας και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 63 παράγραφοι 1 και 6 (το οποίο προϋπήρχε και στον παλιό) την επιτρεπτή χρήση βίας από τους σωφρονιστικούς ακόμα και σε “παθητική αντίσταση” του κρατουμένου.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των προσβλητικών ερευνών που λαμβάνουν χώρα στις φυλακές ανά την Ελλάδα, οι οποίες γίνονται για λόγους ασφαλείας της φυλακής από τυχόν αντικείμενα που μπορεί να φέρουν κρυμμένα πάνω τους οι κρατούμενοι. Ξεγυμνώνοντας και εκθέτοντας το γυμνό σου σώμα μπροστά στα ξεδιάντροπα μάτια των σωφρονιστικών υπαλλήλων, ενώ υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι έρευνας με εργαλεία που εντοπίζουν μεταλλικά αντικείμενα και ίχνη ναρκωτικών ουσιών. Εννοείται πως όποιος/α αρνηθεί, παίρνει από ένα πειθαρχικό. Προσωπικά, μπαίνοντας την πρώτη μέρα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού ήταν αυτό που αποτέλεσε την αιτία να μου γίνει αναφορά από υπάλληλο γιατί αρνήθηκα να βγάλω τα ρούχα μου για να υποστώ σωματικό έλεγχο. Όσο για τον ξεφτιλισμένο κολπικό έλεγχο, τι να πει κανείς γι’ αυτό ή για τον σωματικό έλεγχο που υπόκεινται τα ανήλικα παιδιά και τα βρέφη που ζουν μαζί με τις κρατούμενες μητέρες τους σε ειδική πτέρυγα των γυναικείων φυλακών του Ελεώνα Θήβας, τα οποία γυμνώνουν επίσης μετά από κάθε μεταγωγή τους μπαινοβγαίνοντας στην φυλακή.

Τα ανήλικα παιδιά στη Θήβα, που βγάζουν φυλακή μαζί με τις κρατούμενες μητέρες τους, αποτελούν τον πιο τραγικό πληθυσμό των φυλακών. Περνάνε τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους εκεί. Η φυλακή είναι το πλέον ακατάλληλο περιβάλλον για τα πρώτα βήματα της ζωής ενός παιδιού.

Η έλλειψη έκθεσης του παιδιού σε πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα, δεν διευκολύνει την ανάπτυξη του συστήματος των εννοιολογικών κατασκευών του. Όσον αφορά τα ανήλικα των κρατουμένων που ζουν εκτός φυλακής, πόσω μάλλον τα πιο μικρής ηλικίας παιδιά, ο ξαφνικός αποχωρισμός από τη μητέρα και οι περιπτώσεις των παιδιών που έχουν γίνει θεατές βίαιων συλλήψεων, μπορούν να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες στον ψυχισμό τους. Ο αποχωρισμός, είναι μια τραυματική εμπειρία που προκαλεί στο παιδί άγχος, το οποίο είναι μια οδυνηρή και μη υποφερτή κατάσταση. Επίσης, η μη ύπαρξη ισχυρής και άμεσης σχέσης μεταξύ γονέα-παιδιού έχει αρνητικό αντίκτυπο στη μετέπειτα παθολογική συμπεριφορά του νηπίου. Ο δεσμός αυτός ασκεί καταλυτική επίδραση στο παιδί ώστε να αναπτύξει μια ανασφάλεια ως προς τη μελλοντική δημιουργία συναισθηματικών σχέσεων. Σίγουρα, ένας ασφαλής και σταθερός δεσμός δε μπορεί να δημιουργηθεί μέσω της τηλεφωνικής επικοινωνίας, όσο συχνή και να είναι αυτή, ούτε όμως και μέσω των επισκεπτηρίων. Για το λόγο αυτό τα παιδιά γίνονται συχνοί πελάτες ψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων και λογοθεραπευτών.

Παρά τη διάταξη που ψηφίστηκε το Δεκέμβρη του 2015 μαζί με το σύμφωνο συμβίωσης (ν.4356/15), το οποίο προβλέπει τον κατ’ οίκον περιορισμό για τις μητέρες ανήλικων τέκνων έως 8 ετών και με ποινή κάτω των 10 χρόνων, μόνο δυο κρατούμενες έχουν αποφυλακιστεί και οι μωρομάνες του Ελεώνα αυξάνονται και πληθύνονται. Οι αιτήσεις των υπόλοιπων γυναικών έχουν απορριφθεί, με την αιτιολογία ότι δεν είναι κατάλληλες μητέρες. Τα αιτήματα αυτά εξετάζονται από το συμβούλιο της Θήβας. Πώς ένα συμβούλιο κρίνει την καταλληλότητα ή μη μιας μητέρας; Από το αδίκημα που κατηγορείται ότι έχει πράξει; (Εξαιρούνται ηθικά αυτές που κατηγορούνται για εγκατάλειψη και κακοποίηση ανηλίκων και όλα τα παρόμοια). Αποτελεί αυτό κριτήριο μητρότητας;

Η διεκδίκηση για καλύτερες συνθήκες κράτησης κερδίζεται από τις κινητοποιήσεις κρατουμένων και των αλληλέγγυων προς αυτούς. Ο μακροπρόθεσμος στόχος όμως όλων αυτών είναι η κατάργηση των φυλακών. Ακόμη και αν αυτές μετατραπούν σε πιο ελαστικά σωφρονιστικά καταστήματα, θα παραμένουν μέρη, τα οποία στερούν την ελευθερία των ανθρώπων που βρίσκονται αιχμάλωτοι εκεί.

Ένας κοινός αγώνας για μια κοινωνία οικονομικής ισότητας και ελευθερίας, ένας κοινός αγώνας χωρίς την ύπαρξη φυλακών, η οποία πρέπει να είναι επιθυμία όλων μας, μέσα από την καθημερινή μας στάση, τις επιλογές και τα ρίσκα που παίρνουμε.

Κων/να Αθανασοπούλου