Η φυλακή αποτελώντας βασικό πυλώνα του ποινικού δικαιικού συστήματος έχει ξεκάθαρα τιμωρητικό και εκδικητικό χαρακτήρα. Ιστορικά, η γέννηση της φυλακής συμπίπτει χρονικά με την γέννηση της νεωτερικής καπιταλιστικής κοινωνίας.
Στο Βυζάντιο δεν υπήρχαν ποινές όπως αυτή της φυλάκισης, την θέση της οποίας έπαιρναν διάφορες μορφές καταναγκαστικών έργων και εξορίας. Τα καταναγκαστικά έργα διακρίνονταν σε εξόρυξη μεταλλεύματος και επεξεργασία μετάλλου. Κατά τον 2ο αιώνα, όμως λόγω της εδαφικής και στρατιωτικής συρρίκνωσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, λόγω του περιορισμού των δυνατοτήτων επιλογής τόπων για εξορία, καθιερώνεται για πρώτη φορά το 1166 η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με διάταξη του Μ. Κομνηνού. Σε εκείνη την περίοδο τα μοναστήρια υποκαθιστούν τον ρόλο των φυλακών. Σε αυτά κατέληγαν άτομα που έχουν διαπράξει αδικήματα σχετικά με την οικογένεια και την γενετήσια ζωή. Παράλληλα με τη φυλάκιση, ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας των κρατουμένων περνάει στο ίδρυμα (μοναστήρια) που εκτίουν την ποινή τους.
Στις ελεύθερες μεσαιωνικές πόλεις, οι οποίες ήταν απόρροια των εξεγέρσεων του 10ου και 11ου αιώνα τόσο κατά της εκκλησίας, όσο και κατά των φεουδαρχών στην Δυτική Ευρώπη, συναντάμε ως μέθοδο επίλυσης των διαφορών την διαιτησία. Ως διαιτησία ορίζεται η αμοιβαία συναινετική προσφυγή των αντιμαχόμενων πλευρών στις διάφορες βαθμίδες της συντεχνίας ή των Δήμων και οι επιβαλλόμενες ποινές είχαν την μορφή χρηματικών αποζημιώσεων.
Μετά την εκ νέου υποδούλωση των ελεύθερων πόλεων και υπαίθρων από την φεουδαρχία και την παπική εξουσία, μέχρι δηλαδή τον 16ο αιώνα, η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται από ιερείς και άρχοντες. Η συγκεκριμένη δικαιοδοσία, πέρα από το κύρος και την δύναμη που προσέδιδε, αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων μέσω της θέσπισης προστίμων, δημεύσεων και κατασχέσεων και κάθε είδους πληρωμής, πέρα από την τότε θεσπισμένη φεουδαρχική πρόσοδο. Τα στρατιωτικά σώματα των αρχόντων εφάρμοζαν τις επιβαλλόμενες ποινές και σαφώς ήταν υπεύθυνα για την καταστολή των εξεγέρσεων που ξεσπούσαν από τις υποδουλωμένες πόλεις και τα χωριά. Ο μηχανισμός της συγκεντροποιημένης δικαστικής εξουσίας και οι ένοπλες δυνάμεις θα αποτελέσουν την εμβρυακή μορφή και το θεμέλιο στήριξης του κράτους.
Η τάξη των ευγενών, που αποτελούσαν την αγγλική αριστοκρατία, έκανε ληστρικές απαλλοτριώσεις και περιφράξεις των κοινοτικών γαιών της υπαίθρου ή και των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων των μικρών αγροτών, έχοντας ως αποτέλεσμα την μετατροπή των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε τεράστια βοσκοτόπια για τα ζώα τους. Η δέσμευση από τους γαιοκτήμονες της Αγγλίας της κοινής αγροτικής γης, είχε σαν αποτέλεσμα το διωγμό των αγροτικών πληθυσμών και τη διάλυση των κοινοτήτων τους (νόμοι για τις περιφράξεις). Μέσα από αυτή τη μακροχρόνια διαδικασία που προσέκρουε συνεχώς στις αντιστάσεις των κατοίκων των αγροτικών περιοχών, οι τελευταίοι αποσπάστηκαν με τη βία τόσο από τα μέσα για την επιβίωσή τους, όσο και από τις κοινωνικές σχέσεις που δομούσαν την κοινότητά τους. Ξεριζωμένοι κατά αυτό τον τρόπο, συνέρρευσαν στις πόλεις, όπου προσπαθούσαν να επιβιώσουν είτε περιπλανώμενοι και κινούμενοι στα πλαίσια της παρανομίας, είτε «ελεύθεροι» πια να πουλάνε το μόνο που τους είχε απομείνει: την εργατική τους δύναμη.
Στα τέλη του 17ου αιώνα ιδρύονται άσυλα όπου μένουν εγκαταλελειμμένα παιδιά στην Φλωρεντία, όπου το 1703 θα μετατραπούν σε «σωφρονιστικά ιδρύματα». Έκτοτε εγκαινιάζεται η κατασκευή των ασύλων-φυλακών για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως νοητικά. Παράλληλα, υπάρχουν τα ψυχιατρικά ιδρύματα, τα οποία από τα μέσα του 16ου αιώνα και μέχρι σήμερα, αποτελούν το πλέον γνωστό «σωφρονιστικό» μέτρο εγκλεισμού και εξουδετέρωσης του καθεστωτικού αντιπάλου. Σύμφωνα με αυτό τον τρόπο στέρησης της ελευθερίας, ο υπήκοος που στρέφεται κατά του απόλυτου άρχοντα του, του τσάρου, δεν είναι απλώς εγκληματίας, αλλά και «προβληματικός» στο μυαλό.
Βρισκόμαστε πλέον στις γιγαντωμένες βιομηχανικές πόλεις του 18ου και 19ου αιώνα με τα βασανιστήρια, τους ακρωτηριασμούς, την εκτόπιση, τη δήμευση της περιουσίας, δηλαδή τις κυρίαρχες μορφές τιμωρίας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη να μην έχουν πλέον καμία θέση λόγω της επικρατούσας πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Σε μια οικονομία δηλαδή δουλείας, ρόλος των κολαστικών μηχανισμών είναι να προσκομίσουν ένα συμπλήρωμα από εργατικά χέρια και να διαμορφώσουν μια «αστική» δουλεία παράλληλη με εκείνη που εξασφαλίζεται από τους πολέμους ή από το εμπόριο. Στη φεουδαρχία και σε μια εποχή όπου ελάχιστη είναι η νομισματική και η παραγωγική ανάπτυξη, έχουμε μια απότομη αύξηση των σωματικών τιμωριών – στις περισσότερες περιπτώσεις το σώμα είναι το μόνο προσιτό αγαθό. Η φυλακή εμφανίζεται με την εξέλιξη της εμπορικής οικονομίας, καθώς το βιομηχανικό σύστημα απαιτεί μια ελεύθερη αγορά εργασίας, το ποσοστό της καταναγκαστικής εργασίας μειώνεται στους κολαστικούς μηχανισμούς κατά το 19ο αιώνα και τη θέση της παίρνει η κάθειρξη με αναμορφωτικό σκοπό.» [Rusche και Kirchheimer].
Κατά τον Φουκώ, η γέννηση της φυλακής και η χρησιμοποίηση της σαν μέσο τιμωρίας σηματοδοτεί την μετάβαση από τον πολιτισμό του θεάματος στον πολιτισμό της επιτήρησης. Η τιμωρία ως μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής δικαιοσύνης, επιβάλλεται σε περιορισμένους χώρους, δεν έχει επαφή με εξωτερικούς χώρους και δεν διακόπτεται, παρά μόνο όταν το έργο της έχει ολοκληρωθεί ολότελα, αποτελεί δηλαδή ακατάπαυστη πειθαρχία και για αυτό η επιβολή της πάνω στο άτομο είναι αδιάλειπτη. Όσο η εξουσία προσωποποιούταν στον βασιλιά ή τον μονάρχη, αποτελούσε και το κεντρικό πρόσωπο. Με την ανάδειξη της ελευθερίας ως υπέρτατο αγαθό, την εποχή του Διαφωτισμού, η τιμωρία έκανε στροφή γύρω από την σπουδαιότητα της ελευθερίας. Βασίζεται, δηλαδή πλέον, στην απλή μορφή της στέρησης της ελευθερίας εξισώνοντας την αξία της απώλειας της το ίδιο σημαντική με την αναγνώριση της.
Σ.Δ