Είναι μια συνολική σχεδόν παραδοχή πλέον ότι ένα μεγάλο μέρος του αναρχικού χώρου (αν όχι το μεγαλύτερο) είναι εγκλωβισμένο σε μια τεράστιων διαστάσεων δίνη εσωστρέφειας, κάτι με αρνητικές συνέπειες πάνω απ όλα στην ψυχολογία των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται και δευτερευόντως στην παραγόμενη πολιτική δραστηριότητα.
Κι όμως ενώ είναι σχεδόν μια κοινά αποδεκτή θέση η καταδίκη και το ανάθεμα αυτής της εσωστρέφειας, πόσες προσπάθειές έχουν γίνει ώστε να επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε τις πρωταρχικές συνθήκες γέννησης αυτού του φαινομένου , τις πρωταρχικές του καταβολές αλλά και το πως αυτό έρχεται και βρίσκει τη θέση του ανάμεσα μας και μάλιστα με τι μορφές;
Οσο κι αν είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση επιρρεπής σε συμπεριφορές επιβολής, όσο πιθανό κι αν είναι να γίνεται πιο αισθητή η παρουσία των πιο ιδιόμορφων ιδιοσυγκρασιών στις οποίες διακρίνει κανείς στοιχεία αλαζονείας, έπαρσης, ναρκισσισμού, δε μπορεί να είναι μόνο αυτά.
Δική μου πεποίθηση είναι πως η εσωστρέφεια δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο- τέρας που καταδυναστεύει τις διαδικασίες μας και την αλληλεπίδραση μας, ούτε κάτι που όπως είπα πιο πάνω, προκύπτει μόνο του από στοιχεία ανθρώπινης συμπεριφοράς των πιο ιδιόμορφων ταπεραμέντων μας ή όλων εκείνων των σκατών που μας έχει μπουκώσει ο κοινωνικός προγραμματισμός.
Παρόλο που όλα αυτά παίζουν αναμφισβήτητα ένα ρόλο, πολλές φορές διόλου αμελητέο, δεν μπορεί να ευθύνονται αποκλειστικά για την δημιουργία αυτού του φαινομένου.
Πρέπει να είναι και κάτι παραπάνω.
Έχω την αίσθηση ότι αυτό που πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε, ούτε καν μπαίνουμε στον κόπο να επεξεργαστούμε όπως αρμόζει σε υποκείμενα που θέλουν να βρουν μια ριζοσπαστική τομή αντιμετώπισης του φαινομένου της εσωστρέφειας, είναι ότι υπάρχει μια ολόκληρη κουλτούρα διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης και του πολιτικού ανταγωνισμού με μια λογική του , ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Η πόλωση που παράγεται από μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση και ανταγωνισμό δε δύναται να είναι ποτέ γόνιμη, ποτέ ωφέλιμη και παραγωγική, ποτέ και με κανένα τρόπο εποικοδομητική. Αν προσθέσουμε ότι το πιο βασικό μάλιστα χαρακτηριστικό αυτής της πόλωσης είναι η προσπάθεια χάραξης κεντρικών πολιτικών γραμμών και η με κάθε τρόπο απόπειρα επιβολής τους πάνω στο υπόλοιπο φάσμα του αγώνα και του κινήματος, θα μας γίνει πια ξεκάθαρο ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές νοοτροπίες και λογικές όπως η παραγοντοποίση, η αποζυμηση πολιτικής υπεραξίας από τα πάντα, το καπέλωμα, ο ηγεμονισμός , η συγκεντρωτική αντιπροσώπευση.
Η πόλωση στο εσωτερικό ριζοσπαστικών κινημάτων με τέτοιους αρνητικούς όρους δεν είναι κάτι που εμφανίζεται μονάχα στα δικά μας πολιτικά πράγματα. Δεν είναι προφανώς μονάχα ο ελληνικός αναρχικός χώρος και το γενικότερο εγχώριο ανταγωνιστικό κίνημα που βυθίζεται στο βάλτο της εσωστρέφειας ακολουθώντας αυτές τις πεπατημένες. Αντίθετα είναι κάτι με μεγαλύτερη ιστορικότητα και διασπορά.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τυφλοπόντικας των βιβλιοθηκών για να διαπιστώσει αυτή την πικρή αλήθεια. Μια σχηματική καταγραφή της ποικιλίας των τάσεων και διασπάσεων καθώς και των διαμαχών που έχουν φτάσει στα όρια ( και που τα έχουν ξεπεράσει πολλές φορές) της εμφυλιοπολεμικης βίας, και την έχουν ξεπεράσει, αρκεί για να αντιληφθούμε, έστω με αυτή την πρόχειρη σκιαγράφηση, ότι μιλάμε για κάτι διαχρονικό.
Είναι γεγονός ωστόσο ότι σε πολλές περιπτώσεις, και παρόλο που πολλά από αυτά τα εμφυλιοπολεμικα και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά έχουν πάρει τρομερές εκφυλιστικές μορφές κατά καιρούς, δεν υφίσταται μια παράδοση και μια κουλτούρα κριτική αποτίμησης τους , τέτοια, που να γεννά τους αντίστοιχους προβληματισμούς και συμπεράσματα ούτως ώστε να μπορούμε τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο να κατανοήσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις του αθέμιτου πολιτικού ανταγωνισμού.
Προτιμάμε αντίθετα να κρατάμε ψηλά στο βάθρο τους, ιστορίες προσωπικοτήτων, ομάδων, οργανώσεων, ακόμα και ολόκληρων κινημάτων από τον φόβο ότι αν προσδώσουμε την ηθική απαξία που πρέπει σε ορισμένα πράγματα, ακυρώνουμε συνολικά το πνεύμα του αγώνα, την αυτοθυσία ανθρώπων και την ιστορική παράδοση.
Αντί για μια αιρετική, εικονοκλαστική κριτική ανάγνωση της ιστορίας και μια προσπάθεια κριτικής αφομοίωσης των διδαγμάτων που προκύπτουν, προτιμάται η θεαματική αναπαράσταση των γεγονότων, η οπαδικη ειδωλοποίηση προσωπικοτήτων, η συνειδητή απόκρυψη ή και άγνοια άσχημων πλευρών της τάδε ή της δείνα ιστορίας. Μας αρέσει να έχουμε τους ήρωες μας τοποθετημένους κάπου που τίποτα δεν τους αγγίζει και να υμνούμε παρελθοντικές πολιτικές επιλογές και ατζέντες που ταιριάζουν στα γούστα μας και από την άλλη ανάλογα τι επιτάσσει η πολιτική μόδα κάθε εποχής να επιλέγουμε τους δαίμονες και τους αποδιοπομπαίους τράγους και να τους πολεμάμε μέχρι εσχάτων. Και δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα, είτε ως τραγωδία, ανακυκλώνοντας τον ίδιο τον εαυτό της.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων αυτών που αφορά και την δική μας εγχώρια ιστορική παράδοση δε θα μπορούσε παρά να είναι ο τρόπος που σταθερά η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεγε να αντιπαρατεθεί με άλλες πολιτικές απόψεις οι οποίες προέκυπταν εντός του κόμματος με πιο χαρακτηριστική την ένσταση της πλευράς του Αρη Βελουχιώτη , καπετάνιου του ΕΛΑΣ και κορυφαίας συμβολικής προσωπικότητας για την εποχή, με τεράστια εμβέλεια και ακτινοβολία τις τάξεις του κόμματος, στο ζήτημα της υπογραφής της συμφωνίας της Βάρκιζας. Δε με αφορά να αποδείξω το ποιος είχε δίκιο ή το ποιος είχε άδικο σε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία γιατί πολύ απλά το πολιτικό και ηθικό επίδικο της όλης υπόθεσης δεν είναι αυτό. Εξάλλου τα μεγέθη και τα διακυβεύματα της μιας ή της άλλης άποψης ήταν τεράστια και καλό θα είναι να μην τοποθετείται κάνεις με ευκολία πάνω σε αυτά. Εκείνο όμως που έχει πιστεύω την μεγαλύτερη σημασία είναι η πολιτική επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ να αντιμετωπίσει τη διαφωνία αυτή αποδομωντας και δολοφονώντας την προσωπικότητα , την υπόσταση και το χαρακτήρα του Βελουχιώτη ώστε να διαφυλάξει την τήρηση της κεντρικής πολιτικής γραμμής. Η άποψη Βελουχιώτη δεν ήταν επομένως μια πολιτική διαφωνία που θα μπορούσε να συζητηθεί εσωκομματικά, αφού ο Βελουχιώτης είχε ακυρωθεί σαν προσωπικότητα με βαρύτατους και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς.
Αντίστοιχη φυσικά ήταν η αντιμετώπιση του καπετάνιου του ΔΣΕ Μάρκου Βαφειάδη (απο το 46 εως το 48) όταν ήρθε η ώρα να διαφωνήσει ο ίδιος σε σειρά ζητημάτων και να προβάλει τις δικές του ενστάσεις. Ούτε σε αυτή την περίπτωση μας αφορά το ποιος είχε πράγματι δίκιο ή οχι προκειμένου να αξιολογήσουμε ηθικά και πολιτικά την βαρύτητα της απαξίας μιας τέτοιας επιλογής απο την πλευρά της ηγεσίας. Και πάλι το ζητούμενο ήταν να εξουδετερωθεί η διαφωνία, να της αφαιρεθεί η αυθεντικότητα της και η υπόσταση της ώστε να μην αμφισβητηθεί η κεντρική πολιτική γραμμή.
Αυτές οι δυο περιπτώσεις δεν ήταν οι μόνες προφανώς αλλά ήταν σίγουρα οι πιο κραυγαλέες, και είναι διαχρονικά οι πιο χτυπητές καθώς δείχνουν απο μακριά που μπορεί να φτάσει ο δεσποτισμός μιας πολιτικής που επιζητά το μονοπώλιο της κεντρικής εικόνας και της κεντρικής πολιτικής γραμμής.
Ας σκεφτούμε όλοι μας πως αν το ΚΚΕ δε δίστασε να απαξιώσει, να διαγράψει, να συκοφαντήσει, να πρακτορολογίσει και να κινδυνολογήσει εναντίον δυο απο τις πιο επιφανείς προσωπικότητες που είχε τις τάξεις του , πόσο πιο εύκολα και ανώδυνα θα έκανε το ίδιο σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες άσημα μέλη και στελέχη του απλά και μόνο επειδή αντιτάχθηκαν στην κεντρική πολιτική γραμμή. Και μόνο η σκέψη είναι τρομακτική. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς το πως η διεξαγωγή των πολιτικών αντιπαραθέσεων δεν έγινε ποτέ με ιδιαίτερα εύσχημους και ευγενικούς όρους αλλά εκτραχύνθηκε τόσο που οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών κρατουμένων σε φυλακές και εξορίες, συγκρούσεις συχνά αιματηρές στις οποίες αγωνιστές δε διστάζουν να χτυπούν και να μαχαιρώνουν άλλους αγωνιστές ή και να τους απομονώνουν απο την υπόλοιπη κοινότητα κρατούμενων , ήταν συχνό φαινόμενο με την οποία αντανάκλαση μπορεί να φανταστεί κανείς ότι όλα αυτά θα είχαν στην συνολική κοινότητα του κόσμου του αγώνα και πως θα επηρέαζε την ψυχολογία τους. Το ποσό άσχημο κλίμα επικρατούσε συνολικά μέσα στο μόρφωμα του ΚΚΕ , το πως διάφορες θέσεις διεκδικούσαν η καθεμία για τον εαυτό της να κεντρικοποιηθουν και με ποιούς απόλυτους όρους γίνονταν όλη αυτή η σκιώδης και παρασκηνιακή αντιπαράθεση μπορεί να την δώσει ξεκάθαρα σε όλο της το εύρος η περίπτωση της ενδοκομματικής σύρραξης και των αιματηρών συμπλοκών μεταξύ διαφορετικών φραξιών των πολιτικών εξόριστων του ΔΣΕ στην Τασκένδη τον Σεπτέμβριο του 1955. Συμπλοκών που έγιναν χωρίς ηθικά όρια και φραγμούς με κάθε είδους αυτοσχέδιο όπλο, μαχαίρια και φαλτσέτες να χρησιμοποιούνται απο κομμουνιστές πρώην αντάρτες του ΔΣΕ εναντίον άλλων κομμουνιστών πρώην ανταρτών του ΔΣΕ και όπου από καθαρή τύχη δεν υπήρξαν νεκροί.
Τα παραπάνω ωστόσο δε θα τα ακούσουμε εύκολα σε αφιερώματα, εκδηλώσεις, ντοκιμαντέρ. Υπάρχει μια κουλτούρα σιωπής και απόκρυψης και προβολής μονάχα της θεαματικής πλευράς της ιστορίας, αυτής που έχει περηφάνους καπετάνιους καβαλάρηδες, χαμογελαστές αντάρτισες με πολυβόλα στα χέρια και ατελείωτες λίστες με νεκρούς ήρωες που χρήζουν “Ζήτω “. Φυσικά παρόμοια περιστατικά και γεγονότα θα βρει κανείς αν εντρυφήσει σχεδόν παντού.
Απο τον αιματηρό εμφύλιο στις τάξεις του IRA το 1921-1923 και τις πολύ μετέπειτα πολυδιασπάσεις του που αλληλοσκοτώνονταν σε κάθε πιθανή ευκαιρία, απο τις εξαντλητικές και ψυχοφθόρες κόντρες των γερμανών πολιτικών κρατουμένων ανταρτών πόλης με βασικό σημείο αιχμής την αντιπαράθεση των δύο βασικότερων ενόπλων οργανώσεων 2 Ιουνη και RAF , απο τις ανελέητες κόντρες και ανταγωνισμούς μεταξύ παραδοσιακών αριστερών ενόπλων οργανώσεων στην Ιταλία με τον χώρο της ένοπλης αυτονομίας αλλα και στο ίδιο το εσωτερικό των Ερυθρών Ταξιαρχιών με τις δικές τους πολυδιασπάσεις , φράξιες, και αντιπαραθέσεις μέχρι την ελληνική μεταπολιτευτική πραγματικότητα και τις σκληρές αντιπαραθέσεις και κόντρες ενόπλων οργανώσεων ανα περιόδους (μεταξύ ΕΛΑ και 17Ν ή μεταξύ ΕΛΑ και άλλων οργανώσεων που προέκυψαν απο διασπάσεις) και την σημερινή εποχή και ολα που διαδραματίζονται σε αυτη.
Σε όλες αυτες τις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής είναι η προσπάθεια όλων των πλευρών να μονοπωλήσουν την κεντρική εικόνα του εκάστοτε επαναστατικού χώρου (είτε αφορά το ένοπλο είτε το δημόσιο κομμάτι του κινήματος). Τέτοιες αντιπαραθέσεις υπο τέτοιους όρους δε διαθέτουν και ούτε μπορούν να διαθέτουν ηθικό πλεονέκτημα.
Είναι απλώς μια κούρσα ανταγωνισμού για την επιβολή ατζέντας είτε αυτή αφορά αναρχοκομμουνιστικα σημαινόμενα είτε αναρχοατομικιστικα ή μηδενιστικα ή κομμουνιστικά. Συχνά μάλιστα η υποκρισία βασιλεύει καθώς όλες οι πλευρές αποδίδουν στις άλλες την κατηγορία ότι λειτουργούν με λογικές του “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα “ , ενω στην πραγματικότητα δεν μπορείς να παίζεις σε αυτό το παιχνίδι αν δεν έχεις αυτή την ατζέντα. Απλά θα παραγκωνιστείς και θα βρεθείς εκτός παιχνιδιού.
Ζούμε σε μια εποχή που όλες αυτές οι λογικές έχουν παράξει πολύ μεγάλη ψυχολογική ζημία σε τεράστιο κομμάτι της αναρχικής κοινότητας, ωστόσο η ευκολία με την οποία κάθε μεμονωμένη φιλόδοξη προσωπικότητα ή συλλογικότητα (ένοπλη και μη) επιλέγει να παίξει μπάλα στον πολιτικό στίβο με όρους μονοπωλίου της κεντρικής εικόνας του χώρου εξακολουθεί να είναι δεδομένη. Το ποσό καλά εξασκεί κάποιος το “επάγγελμα “ εξαρτάται απο την ικανότητα του να αυτοπροβάλλεται ,να μειώνει τους άλλους, να πολώνει το κλίμα και να δηλητηριάζει το δημόσιο διάλογο σε κάθε ευκαιρία, το ποσό καλά εχει δικτυωθεί , τι συμμαχίες έχει συνάψει κτλ. Η πραγματικότητα δυστυχώς αυτή είναι. Δεν αφορά την αξία των πολιτικών επιχειρημάτων κάθε πλευράς αφου ετσι και αλλιώς η αυθεντική πολιτική διαπάλη μεταξύ τάσεων είναι τόσο σπάνια οσο οι ροζ μονοκεροι. Αυτό που μένει να αναλογιστούμε ολοι και όλες είναι στο οτι αν δεν μας αρέσει η εικόνα που βγάζουμε προς τα εξω, αλλά πάνω από όλα σε εμας τους ίδιους , θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά ποσό κακό έχει κάνει (και συνεχίζει να κάνει) η διεκδίκηση κεντρικής εικόνας, όποιο πρόσημο και αν έχει (αλφαδι , χαοσημο, σφυροδρεπανο κτλ.)
Μέχρι τότε απλώς θα κάνουμε μακροβούτια στον βούρκο που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε.
Παναγιώτης Αργυρού μέλος ΣΠΦ