Οι πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων, με τον τρόπο που έγιναν και, κυρίως, στη χρονική συγκυρία που έγιναν, έρχονται να αναδείξουν αμείλικτα το στρατηγικό δόγμα καταστολής της νέα πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται με το νέο ευρωσοσιαλιστικό μανδύα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Από μια περίοδο (που πλέον φαντάζει μακρινή), στην οποία οι πολιτικές συνιστώσες του Σύριζα βρίσκονταν μονίμως ουρά των εκδηλώσεων αλληλεγγύης απέναντι σε καταλήψεις, έχουμε μια κυβέρνηση Σύριζα με τεράστια πείρα πάνω στα κινηματικά αντανακλαστικά (στο συγκεκριμένο ζήτημα κιόλας) ακριβώς λόγω της προηγούμενης όσμωσης της με το κίνημα. Παραμερίζοντας τις όποιες τυχόν πολιτικές ευθύνες προκύπτουν, ακριβώς από αυτήν την όσμωση, και ξεχνώντας και το γεγονός πως, όσοι την κατέγγελαν κάποτε, θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως ακραίες περιθωριακές φωνές κάποιων υπερ-καθαρών αναρχοαναρχικών, μπορούμε να φτάσουμε κατευθείαν στο πλέον ευαίσθητο θέμα, που προκύπτει κάθε φορά μετά από κατασταλτικά χτυπήματα σε στέκια και καταλήψεις.
Με μια προσεκτική καταγραφή πολλών επιθέσεων σε καταλήψεις και χώρους αγώνα από την πλευρά κράτους/παρακράτους, και μια ανάλυση του χωροχρονικού πλαισίου στο οποίο αυτές συνέβησαν, διαμορφώνονται σε ένα φανταστικό χάρτη δυο καμπύλες, μία αυτή του εσωτερικού ανταγωνιστικού κινήματος, και μία αυτή της καταστολής από την πλευρά της εξουσίας. Μπορούμε, μάλλον εύκολα, να παρατηρήσουμε ότι σε περιόδους σχετικού βαλτώματος και μιας κάποιας αγρανάπαυσης του κινήματος, δηλαδή με μια πτωτική τάση της αντίστοιχης καμπύλης, παρατηρείται και μια πτωτική τάση της καμπύλης της καταστολής, κάτι που μπορεί να μεταφράζεται και με περισσότερη ανοχή στις καταλήψεις. Στον αντίποδα όμως, σε συνθήκες και σε στιγμές πιο οξυμένης αντιπαράθεσης του κινήματος και του κόσμου του αγώνα με την εξουσία, όταν δηλαδή η καμπύλη που αντιστοιχεί στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα ανεβαίνει, μπορεί να παρατηρηθεί και αντίστοιχη ανοδική τάση της καμπύλης της καταστολής και μάλιστα αρκετά δυσανάλογη.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Προφανώς, από επιχειρησιακής άποψης, δηλαδή καθαρά σε ένα στρατιωτικό σκέλος, το κράτος έχει όλη τη φυσική και υλική υπεροπλία να τσακίσει όλες τις καταλήψεις όποτε το θελήσει. Μπορεί να τις εκκενώσει, να τις γκρεμίσει, να συλλάβει όλους τους καταληψίες ακόμα και να τους φυλακίσει. Αν θέλουμε να μην παραμυθιαζόμαστε και μεταξύ μας και να μην παρασυρόμαστε από ακραίους βερμπαλισμούς, αυτό πρέπει να είναι η αρχική μας παραδοχή. Από κει και πέρα, καταλαβαίνουμε ότι, πίσω από κάθε τέτοια κατασταλτική επιχείρηση ή απουσία αυτής, κρύβεται μια σειρά συσχετισμών πολιτικής υφής που έχουν διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια.
Έχει ακουστεί άπειρες φορές και είναι πλέον τετριμμένο πως οι καταλήψεις είναι τα απελευθερωμένα εδάφη του αγώνα, της αναρχίας, του κινήματος κτλ κτλ. Ασφαλώς και είναι όλα αυτά και σίγουρα έχουμε βαρεθεί να το διαβάζουμε ή να το γράφουμε. Τι πραγματικά σημαίνει, όμως, στο δια ταύτα; Πώς αντιλαμβανόμαστε την απώλεια αυτών των εδαφών και πώς συνεκτιμούμε την ανακατάληψη τους από τις δυνάμεις της εξουσίας; Έχει φανεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτες συγκλίσεις και συμφωνίες ως προς αυτό. Δεδομένου ότι τέτοια χτυπήματα συμβαίνουν κατά κανόνα όταν το κίνημα παρουσιάζει πιο έντονη και επιθετική δραστηριότητα, πάντα υπάρχουν εκείνες οι φωνές τις οποίες κερδίζει η ηττοπάθεια και ο φόβος. Για παράδειγμα, την περίοδο 2006-2007 και πριν την εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν στο πλαίσιο του αγώνα οι επιθετικές αναρχικές ενέργειες πολλαπλασιάζονται εκθετικά και με εκπληκτική ταχύτητα, ποιότητα και δυναμική, σημειώθηκαν αρκετές παρακρατικές επιθέσεις σε χώρους αγώνα και αναπτύχθηκε μια παραφιλολογία ότι όσοι κάνουν αναβαθμισμένες ενέργειες (π.χ. εμπρηστικές επιθέσεις σε Α.Τ.) είναι απλώς “ηλίθιοι και ανεγκέφαλοι που δεν υπολογίζουν ότι ο χώρος δε σηκώνει τα αντίποινα”. Βλέπουμε, δηλαδή, πως σε μια ορισμένη συγκυρία όξυνσης της αναρχικής πάλης, η καταστολή αντεπιτίθεται τυφλά και δυσανάλογα, με αποτέλεσμα, πέρα από το όποιο υλικό κόστος (καταστροφές σε χώρους αγώνα, εκκενώσεις, συλλήψεις, φακελώματα κτλ), να υπάρχει και μια φθορά ηθικού, με δυνάμεις του κινήματος να κατηγορούν και να βάλουν κατά της όξυνσης του ίδιου του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Πάνω σε αυτό, ανέκαθεν προέκυπταν και διαφωνίες για το πώς περιφρουρούμε, σε πρώτη φάση, τα απελευθερωμένα μας εδάφη και, δεύτερον, πώς κινούμαστε, αν τυχόν τα χάσουμε από τον εχθρό. Είναι μάλλον κοινώς αποδεκτό, πως αν έχει επικρατήσει πιο κεντρικά κάποια λογική πάνω στο θέμα, αυτή αφορούσε κυρίως μια στάση παθητικής αντίστασης σε περιπτώσεις εκκενώσεων, ενώ στη συνέχεια έμπαινε ως πολιτική προτεραιότητα η λογική του ανοίγματος στην κοινωνία και την γειτονιά με κινήσεις με χαρακτήρα αντιπληροφόρησης και κοινωνικής απεύθυνσης. Όχι πως έλειπαν ποτέ εντελώς και εκείνες οι επιθετικές ενέργειες οι οποίες απαντούσαν με τον τρόπο τους κάπως, αλλά ακόμα κι αυτές (πολλές ή λίγες ανάλογα την εποχή), αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, σνομπισμό ακόμα και με εχθρικότητα από άλλες πλευρές του αγώνα.
Αυτό που σίγουρα έλειπε, και σε διάφορες περιόδους, έχει τεθεί σαν ζήτημα, είναι μια συλλογική ή και κεντρική ακόμα κουλτούρα αντεκδίκησης. Πέρα δηλαδή από τις όποιες μεμονωμένες ομάδες και παρέες μπορεί να έκαναν κάτι επιθετικό, έλειπε μια κοινή αίσθηση, μια κοινή πεποίθεση, πως η απώλεια των απελευθερωμένων εδαφών μας είναι κάτι που διαρυγνύει την κανονικότητα, κάτι που υπερβαίνει τους καθορισμένους πολιτικούς συσχετισμούς, επομένως, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί κεντρικά casus belli. Μάλιστα, όχι απλώς έλειπε κάτι τέτοιο, αλλά ο ίδιος ο πυρήνας αυτής της σκέψης και λογικής δεχόταν επίθεση ως μπαχαλίστικη λογική, ως πυρκαυλίαση ή ως φετιχισμός της βίας και άλλα τέτοια όμορφα, τα οποία, με τη σειρά τους, αποτελούσαν απεχθείς όρους πολιτικής διαλεκτικής και συνέβαλαν σε μια εσωτερική πόλωση, η οποία ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει μια αντικειμενική πολιτική απαξία ως τέτοια. Περισσότερο, όμως, κι από όλα αυτά, οι ακραίες αυτές φωνές δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται ότι στον κοινωνικό ανταγωνισμό οι ισορροπίες διαμορφώνονται και με όρους μαχητικής στρατηγικής και πως όταν οι ισορροπίες αυτές διασαλεύονται εις βάρος μας με πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, είναι πλέον πολυτέλεια να προκρίνεται κάθε, μα κάθε, μα κάθε, μα κάθε φορά η ίδια και η ίδια λογική “άνοιγμα στη γειτονιά, άνοιγμα στην κοινωνία”.
Μπορεί, λοιπόν, έτσι να καταστεί πιο αντιληπτό, ότι, αν δεν καταφέρουν οι δυνάμεις του αγώνα να μπορέσουν να διαμορφώσουν μια συνάρτηση κόστους-ανοχής και κόστους-καταστολής, τέτοια που να μπορεί να δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην εξουσία (στα μεγέθη στα οποία μας αναλογεί φυσικά), κάθε φορά που χάνουμε ένα χώρο του κινήματος, ένα απελευθερωμένο έδαφος, τότε θα είμαστε μονίμως σε μειονεκτική θέση, ο εχθρός δε θα μας υπολογίζει καθόλου, θα μας χτυπάει όποτε και όπως κρίνει κάθε φορά πιο εύκολο, και, πάνω από όλα, θα τσακίζει και το ηθικό του κόσμου. Ακόμα χειρότερα, η ίδια η ευημερία και η επιβίωση των κατειλημμένων χώρων μας, δεν θα είναι προϊόν της δικής μας δυναμικής, αλλά της διακριτικής ευχέρειας της εκάστοτε πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας να εφαρμόζει κατά το δοκούν μια τακτική ήπιας καταστολής στις καταλήψεις.
Στο χέρι μας είναι λοιπόν να αλλάξουμε συνολικά την εικόνα. Είναι, σίγουρα, μια απόφαση που θα σημαίνει κόστος. Για να είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια τέτοια ακροβασία ισορροπιών, θα πρέπει βήμα βήμα να χτιστεί μια ετοιμότητα άμεσων, σχεδόν αντανακλαστικών, αντιποίνων, δυναμικών μάλιστα, πράγμα που μπορεί να μεταφραστεί σε προσαγωγές, φακελώματα, συλλήψεις, προφυλακίσεις ίσως και καταδίκες. Το βάρος πέφτει καθαρά πάνω μας, συνολικά πάνω στον κόσμο του αγώνα, στο αν θεωρούμε ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ενός σοβαρού κοινωνικού ανταγωνισμού και να καταφέρουμε να γίνουμε όντως, κάποτε, μια υπολογίσιμη εσωτερική απειλή, ή αν μας αρκεί να είμαστε ένα απλό ακτιβίστικο κίνημα διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, από τη συζήτηση θα βοηθούσε να σταματήσουν εκείνες οι αντεγκλήσεις, που χαρακτηρίζουν τέτοιες λογικές εσωστρεφείς και αυτοαναφορικές. Το αν συνολικά, σε συλλογικό επίπεδο, αξίζει τον κόπο ή όχι να κρίνεται η απώλεια ενός απελευθερωμένου εδάφους μας ως casus belli, στο αν αξίζει ή όχι τον κόπο να υπάρξουν πολλαπλάσιες απαντήσεις και αντίποινα που να προκαλούν αισθητό υλικό και πολιτικό κόστος στον εχθρό, δεν έχει να κάνει ούτε με εσωστρέφεια, ούτε με αυτοαναφορικότητα. Έχει σχέση με το πώς καθορίζουμε τις ισορροπίες του αγώνα μας, με το πώς και πότε επιλέγουμε τις μάχες μας και γιατί, με το πώς διαμορφώνουμε χρονικά ορόσημα αγώνα, τέτοια που να προκαλούν έμπνευση και στο μέλλον και πάνω από όλα έχει σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε την AΝΑΡΧΙΑ ως μια δύναμη σε διαρκή θέση μάχης απέναντι στην εξουσία. Από ‘κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θέμα αποφασιστικότητας ή μη.
Μιχάλης Νικολόπουλος, μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς