Στην σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα που ζούμε το κράτος καλείται να οχυρωθεί και να επιτεθεί απέναντι σε όσους-ες απειλούν την απόλυτη κυριαρχία του πάνω στην κοινωνία.
Τα εκάστοτε «αντιτρομοκρατικά» νομοθετήματα που έχουμε δει να θέτονται σε ισχύ τα τελευταία 40 χρόνια, μετά την μεταπολίτευση, είναι η πιο υψηλά ιεραρχική επίθεση του κράτους προς τους αγωνιστές που διαλέγουν να αντιπαρατεθούν ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο, ξεπερνώντας τα επιτρεπτά όρια της αστικής δημοκρατίας.
Υποτίθεται πως, σύμφωνα με την λογική του κράτους δικαίου και της νομιμότητας πάνω στην απονομή της δικαιοσύνης, κινείται ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο κατηγορούμενος και τα πολιτικά του πιστεύω, όπως εξάλλου προβλέπεται από τον νόμο. Τα παραδείγματα που έχουν καταρρίψει τα παραπάνω λεγόμενα της πρότασης είναι πολλά, αν ανατρέξουμε πίσω στο πρόσφατο παρελθόν και θυμηθούμε τον όγκο των ποινών που έχουν επιβληθεί πάνω στα κεφάλια των συντρόφων-ισσών μας. Την αντιμετώπιση που έχουν εκλάβει από τις έδρες των δικαστηρίων, τα λάθη και τις παραβιάσεις που έχουν γίνει από τις αρχές. Όλα αυτά αναλογιζόμενοι πάντα το κατά πόσο μεγάλη επιρροή έχουν ασκήσει και συνεχίζουν να ασκούν εξωθεσμικοί παράγοντες (π.χ. τα δημοσιογραφικά προφίλ που δημιουργούνται γύρω από τους συλληφθέντες, τα στερεότυπα κατά των αναρχικών που υπάρχουν στους δικαστικούς κύκλους κ.λπ.) πάνω στην κρίση των δικαστών και των ανακριτών που κόβουν-ράβουν τα σχέδια των κατηγορητηρίων.
Η παράνοια αυτή της ολομέτωπης νομικής επίθεσης του ελληνικού κράτους προς τις ένοπλες οργανώσεις και προς όποιους το αμφισβητούν χρησιμοποιώντας «παράνομα» μέσα ξεκινάει με την ψήφιση του πρώτου «αντιτρομοκρατικού» νόμου, ν.774/1978, «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος». Στο νομικό πλαίσιο δεν υπήρχε κάποιος ορισμός της τρομοκρατίας ή του τρομοκράτη. Λόγω της ασάφειάς του αυτής, και των αντιδράσεων που προκλήθηκαν εξαιτίας της από κόμματα της αριστεράς και της τότε αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), ο νόμος τελικά καταργήθηκε το 1983 χωρίς να πάρει την θέση του άλλος. Έτσι επανήλθε για τέτοιου είδους υποθέσεις η διάταξη του ποινικού κώδικα (Π.Κ.) περί «Σύστασης και συμμορίας».
Ο δεύτερος στη σειρά «αντιτρομοκρατικός» νόμος που ψηφίστηκε στην Ελλάδα, επί κυβέρνησης Ν.Δ. και επί πρωθυπουργίας Κ. Μητσοτάκη, είναι ο ν.1916/1990 με την ονομασία «περί προστασίας της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28/12/1990. Από τη διατύπωση της ονομασίας του νόμου βλέπουμε την προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να συνενώσει εννοιολογικά και ποινικά το πολιτικό έγκλημα με το κοινό οργανωμένο έγκλημα και τις συμμορίες. Ένα πρωτοεμφανιζόμενο παραθυράκι του νόμου αυτού ήταν οι απαγόρευση δημοσίευσης προκηρύξεων «τρομοκρατών και τρομοκρατικών οργανώσεων». Τότε οι προκηρύξεις δημοσιεύονταν ολόκληρες στις εφημερίδες, τις οποίες είχε ελεύθερη πρόσβαση όλη η κοινωνία. Αυτό μάλλον ενοχλούσε! Αυτή ήταν μια κυβερνητική προσπάθεια αποκοπής του διαύλου επικοινωνίας που άνοιγαν οι ένοπλες οργανώσεις μέσω των πολιτικών τους κειμένων με την κοινωνία. Η απαγόρευση αυτή στόχευε στην διακοπή της διάδοσης ανατρεπτικών ιδεών που στρέφονται κατά του κράτους-κεφαλαίου, στην κοινωνική απομόνωση των ένοπλων οργανώσεων και στην πολιτική απονοηματοδότηση των κινήτρων τους, μέσω της απόκρυψης του λόγου τους, έτσι τα χτυπήματα που γίνονταν να θεωρούνταν «τυφλά». Διακρίνεται από αυτό ο κρυφός φόβος του κράτους ότι οι ένοπλες πολιτικές ενέργειες ήταν κοινωνικός αποδεκτές και ότι ασκούσαν μεγάλη επιρροή στο λαό, πράγμα που ισχύει μέχρι σήμερα. Έτσι, στις 7/6/1991, το είδαμε να εφαρμόζεται και στην πράξη, με την άσκηση ποινικής δίωξης κατά εκδοτών και διευθυντών εφημερίδων που δημοσίευσαν προκήρυξη της ε.ο. 17 Νοέμβρη, οι οποίοι καταδικάσθηκαν γι’ αυτό. Με αφορμή αυτή την ποινική δίωξη, ξέσπασαν αντιδράσεις για τον νόμο αυτό από διάφορους πολιτικούς και νομικούς κύκλους, οι οποίοι τον χαρακτήρισαν ως αντισυνταγματικό ως προς την ελευθεροτυπία. Ο νόμος καταργήθηκε εν τέλει το 1993. Δεν άργησε όμως η αντικατάστασή του από άλλον. Ο τρίτος «τρομονόμος», ν.2899/2001 ισχύει από τις 27/6/2001 και φέρει την ονομασία «Τροποποίηση διατάξεων του ποινικού κώδικα για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», μέσα στον οποίο υπάρχουν διατάξεις, τις οποίες τις βρίσκουμε τροποποιημένες βέβαια στα άρθρα 187Α περί τρομοκρατικών και 187 περί εγκληματικών οργανώσεων, που ισχύουν μέχρι και τώρα. Ούτε εδώ υπάρχει σαφής προσδιορισμός της τρομοκρατικής οργάνωσης και του τρομοκράτη, έτσι δίνεται το ελεύθερο στην εκάστοτε δικαστική έδρα να κρίνει όπως αυτή γουστάρει. Ο νόμος αυτός φέρει την ποινικοποίηση της ένταξη και της συγκρότησης σε οργάνωση, η οποία χαρακτηρίζεται ως δομημένη και με διαρκή διάπραξη περισσοτέρων αδικημάτων (τα οποία απαριθμήθηκαν). Εδώ, δηλαδή, καταδικάζεται κάποιος, ακόμη και αν δεν έχει πράξει κάτι ποινικά κολάσιμο, αρκεί και μόνο, αν είναι μέλος μιας ομάδας. Επιπλέον, στον νόμο αυτόν εμπεριέχονται και τα λεγόμενα «μέτρα επιείκειας». Το κράτος διαλέγει, εννοείται, να μην αφήσει παραπονεμένους όσους-ες επίδοξους ρουφιάνους τολμήσουν να ανοίξουν το στόμα τους αποκαλύπτοντας στις αρχές τα «εσωτερικά» μιας οργάνωσης (π.χ. τον τρόπο λειτουργίας, τα μέλη της, τα μελλοντικά της σχέδια κ.λπ.), προσφέροντάς τους την μη δίωξή τους, αν έχουν πράξει και οι ίδιοι κάποιο ποινικό αδίκημα για χάρη της οργάνωσης, να καταδικαστούν με πολύ πιο μειωμένη ποινή σε σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους.
Τελικός σταθμός στην αναδρομή των τρομονόμων της Ελλάδας, είναι το πολυσυζητημένο άρθρο 187Α του ΠΚ, με τίτλο «τρομοκρατικές πράξεις». Αυτό το άρθρο εμπεριέχεται στο νόμο ν.3251/2004 που ψηφίστηκε στην Βουλή, το «Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του ν.928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 4/7/2004 και έπειτα. Ένας νόμος που ακολουθεί, πρακτικά και θεωρητικά, το αντιτρομοκρατικό παραλήρημα των ΗΠΑ μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στους δίδυμους πύργους. Στο άρθρο αυτό απαριθμούνται οι χαρακτηριζόμενες «τρομοκρατικές πράξεις», ένα μεγάλο ποσοστό αυτών είναι πρακτικές αγώνα των αναρχικών (βόμβες, εμπρησμοί, ληστείες τραπεζών κ.λπ.). Εντός του α. 187Α έχουν ενταχθεί και πολλά άλλα αδικήματα του ποινικού κώδικα, όπως π.χ. η κατοχή και προμήθεια εκρηκτικών υλών (άρθρο 272 του ΠΚ), η διακεκριμένη περίπτωση κατοχής και χρήσης όπλων η πλαστογραφία κ.λπ., τα οποία χρήζουν υψηλής ποινικής αντιμετώπισης ως προς τα χρόνια της επιβαλλόμενης ποινής, κι όλα αυτά γιατί ράβουν στο τέλος της πρότασης των κατηγοριών αυτών, ότι η τάδε πράξη τελέστηκε με τρόπο, έκταση και υπό συνθήκες, με σκοπό να εκφοβίσουν ή που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά τον πληθυσμό και τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας. Με αυτήν την πρόταση διαχωρίζονται οι εγκληματικές οργανώσεις (α.187 του ΠΚ) από τις «τρομοκρατικές». Από την ερμηνεία της φαίνεται η ποινικοποίηση του φρονήματος, αφού οι πράξεις εξετάζονται υπό το πρίσμα αυτό. Συνεπώς, μιλάμε για ένα άρθρο-ομπρέλα, που μέσα του εμπίπτουν μια σωρεία ποινικών αδικημάτων, χαρακτηριζόμενα ως «τρομοκρατικές πράξεις» και τα οποία αντιμετωπίζονται ποινικά αυστηρότερα, επειδή έχουν γίνει με σκοπό την τέλεση εγκλημάτων της παραγράφου 1 του α. 187Α και θεωρούνται ως προπαρασκευαστικές ενέργειες ενός τρομοκρατικού χτυπήματος. Το όριο της παραγραφής των αδικημάτων αυτών ανεβαίνει, φτάνοντας τα 30 έτη, από τα 20 που ίσχυε παλαιότερα. Όπως χαρακτηρίζεται η «τρομοκρατική οργάνωση» στον 187Α, ιεραρχικά δομημένη με διαρκή δράση, να αποτελείται από 3 και άνω μέλη που δρουν από κοινού, υπάρχει και μια λεπτομέρεια. Η εξής κομπίνα της φάσης, που στηρίζεται στο σκεπτικό του τι θα γίνει με αυτούς που δεν είναι μέλη οργανώσεων αλλά είναι αναρχικοί και κάνουν τα ίδια; «Ατομική τρομοκρατία», διώκεσαι και καταδικάζεσαι τώρα πια ως τρομοκράτης χωρίς την προϋπόθεση ύπαρξης μιας δομημένης οργάνωσης στην οποία να είσαι μέλος. Εμπίπτει στον 187Α κάποιος, λόγω πολιτικών πιστεύω, ακόμα και αν δεν υπάρχουν κατηγορίες της ένταξης και της συγκρότησης, χαρακτηρίζονται οι πράξεις τρομοκρατικές και κατ’ επέκταση και ο ίδιος τρομοκράτης, λόγω πολιτικών πιστεύω.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το άρθρο αυτό είναι αρκετά ελαστικό ως προς τα αδικήματα που μπορεί να εμπεριέχονται, κατά βάση δίνεται το ελεύθερο να χαρακτηριστεί ένα οποιοδήποτε αδίκημα «τρομοκρατικό» αν έχει προκληθεί από ένα ή πολλούς «τρομοκράτες» και το αντίθετο.
Έπειτα ακολούθησαν κάποιες τροποποιήσεις πάνω στον 187Α το 2010. Στην συλλογική ευθύνη που βαραίνει όλους όσους κατηγορούνται για ένταξη ή συγκρότηση, όσον αφορά τα πεπραγμένα της οργάνωσης προστίθενται ο κοινός δόλος (πρόθεση από κοινού). Προστίθενται πλημμεληματικού χαρακτήρα αδικήματα, τα οποία επιφέρουν μικρότερη ποινή από τα κακουργήματα. Οι τροποποιήσεις έχουν και συνέχεια, με την ποινικοποίηση της παροχής κάθε είδους υλικής βοήθειας σε «τρομοκρατική» οργάνωση είτε λάβει χώρα κάποια ενέργεια είτε όχι. Ποινικά αντιμετωπίζεται πλέον όποιος παρέχει πληροφορίες σε «τρομοκράτες» μέσω των οποίων αυτοί βοηθηθούν μελλοντικά με σκοπό την τέλεση εγκλημάτων. Διευρύνεται κι άλλο ο κλοιός γύρω από τις ένοπλες οργανώσεις, ως προς τους αλληλέγγυους προς αυτές. Μπαίνει επίσης το αδίκημα της απειλής, όποιος δηλαδή με απειλές για την τέλεση εγκλήματος προκαλεί τρόμο, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης.
Από τις 20/9/2010 καταργείται η διάταξη που υπήρχε στην παρ. 8 του 187Α με τον νόμο που ψηφίστηκε (ν. 3875/2010) με όνομα «Κύρωση και εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και των τριών πρωτοκόλλων αυτής». Η διάταξη αυτή δεν προβλέπεται ως τρομοκρατική πράξη, την τέλεση των εγκλημάτων που υπάρχουν στην παρ. 1 του 187Α, αν -και μόνο αν- χρησιμοποιηθούν αυτές οι πρακτικές ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης/διαφύλαξης/αποκατάστασης δημοκρατικού πολιτεύματος. Εν τέλει, ερχόμαστε πάλι στους ρουφιάνους, οι οποίοι διευκολύνονται για άλλη μια φορά από το κράτος δικαίου. Καταργείται η υποχρέωση που είχε κάποτε το δικαστήριο να τους αποκαλύπτει, αν αυτό υπήρχε ως αίτημα από τους διαδίκους. Δίνεται το ελεύθερο στις έδρες να κρίνουν κατά το δοκούν αν θα διαφυλάξουν ή όχι την ανωνυμία των ρουφιάνων.
Η πρώτη δίωξη και η πρώτη δίκη που εφαρμόστηκε επί του πρακτέου ο 187Α, ήταν μετά τις συλλήψεις το 2009, του μέλους της ε.ο. ΣΠΦ Χ. Χατζημιχελάκη, και άλλων αναρχικών συντρόφων (υπόθεση «Χαλανδρίου»).
Οι προσθήκες και οι τροποποιήσεις δεν τελειώνουν όμως εδώ. Από τις 31/5/2017 μπαίνει σε δημόσια διαβούλευση ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ονομαζόμενο ως «Μέτρα Θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής η διανοητικής διαταραχής και λοιπές διατάξεις». Εκεί μπαίνουν εμβόλιμα και τροποποιήσεις πάνω στον 187 και 187Α. Αμέσως μετά την παράγραφο 3 του α. 187Α προστίθενται άλλες τρεις καινούργιες παράγραφοι (3α, 3β και 3γ). Με αυτές τις προσθήκες το κράτος επιτίθεται πλέον ολοκληρωτικά πάνω σε όλα τα μέσα που χρησιμοποιούν οι αναρχικοί αγωνιστές. Στο στόχαστρό τους μπαίνει τώρα και ο δημόσιος λόγος. Εννοείται πως και εδώ υπάρχει μια μεγάλη ασάφεια ως προς την ερμηνεία της σύνταξης των παραγράφων.
Διαβάζοντάς τες, βλέπουμε να ποινικοποιούνται αυτήν την φορά όχι πράξεις, αλλά πιο συγκεκριμένα «όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 4 του α. 187Α και προκαλεί κίνδυνο τέλεσής τους» (παρ. 3α). Δίνεται και εδώ πάλι το πάτημα στους δικαστές να κρίνουν όπως αυτοί θέλουν, με την εξής δικλείδα, «…με οποιονδήποτε τρόπο…» αυτό περιλαμβάνει κάλλιστα τις προκηρύξεις, κείμενα, μπροσούρες, εκδηλώσεις, βιβλία, όλα και τις αναδημοσιεύσεις αυτών.
Στις άλλες δύο παραγράφους ποινικοποιούνται η παροχή πληροφοριών/οδηγιών ή η κατεύθυνση σε κάποιον με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή στο να συμμετάσχει σε μια οργάνωση (παρ. 3β) και όποιος πάλι «με οποιονδήποτε τρόπο» εκπαιδεύει άλλον πάνω στην κατασκευή και χρήση εκρηκτικών και όπλων (παρ. 3γ).
Με την πρώτη παράγραφο (3α) περνάμε ανοιχτά και με τον νόμο πια στην ποινικοποίηση του δημόσιου λόγου, το κερασάκι στην τούρτα των φρονηματικών διώξεων. Μια προσπάθεια επαναφοράς, θα λέγαμε, της διάταξης του τρομονόμου επί Μητσοτάκη, βάσει της οποίας διώχθηκαν και φυλακίσθηκαν εκδότες εφημερίδων που δημοσίευσαν προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη. Έτσι, παρατηρείται βάσει αυτών μια κλιμάκωση στο να επιβληθούν όλο και πιο αυστηρότερα μέτρα περιορισμού ενάντια στους οποίους δημόσια πολεμούν με όλα τα δυνατά μέσα τον καπιταλισμό, αμφισβητώντας αυτό το μοντέλο ανθρώπινης συνύπαρξης.
Οι διατάξεις αυτές αποσύρθηκαν προσωρινά, όχι σε μόνιμη βάση, όπως είπε σε δήλωσή του ο υπουργός Δικαιοσύνης Σ. Κοντονής, διότι είναι υποχρεωτικά μέτρα που πρέπει να παρθούν και οι συγκεκριμένες τέθηκαν με ευρωπαϊκή οδηγία.
Το γενικό κλίμα απομόνωσης που προσπαθεί να επιβάλλει το κράτος γύρω από τους αγωνιζόμενους κύκλους, με τους τρομονόμους, με τις ειδικές συνθήκες που γίνονται τα δικαστήρια, με την καταστολή και την ποινικοποίηση των συγγενικών – φιλικών και συντροφικών σχέσεων, είναι στο χέρι μας να σπάσει. Οι βαρύτατες ποινές έχουν ως στόχο τους την πολιτική και ηθική εξόντωση των αγωνιστών και λειτουργούν ταυτόχρονα ως μια υπενθύμιση σε όποιους-ες θελήσουν στο μέλλον να προβούν σε παρόμοιες πρακτικές αγώνα. Οι τρομονόμοι είναι το βασικό όπλο καταστολής και ένα μέσο εκδίκησης προς τους αναρχικούς.
Όμως, όπως έχει δείξει η ιστορία έως τώρα, η επιβολή εξοντωτικών ποινών από την δικαστική εξουσία, δεν έχει λειτουργήσει ανασταλτικά ως προς την συνέχιση του αγώνα. Ο εσωτερικός εχθρός δεν έχει ηττηθεί ούτε πολιτικά, ούτε και ηθικά. Αντιθέτως, όλο αυτό το μένος και η εκδικητικότητα ατσαλώνουν όλο και πιο πολύ τις συνειδήσεις και διογκώνουν το πάθος που μας τρέφει για την δημιουργία ενός κόσμου ισότητας και ελευθερίας.
Ανυποχώρητος αγώνας – Υπομονή – Δύναμη
Κωνσταντίνα Αθανασοπούλου