Το κράτος θέλει να κατέχει το μονοπώλιο της βίας για να διατηρεί την κυριαρχία του, η χρήση της βίας από πλευράς του κράτους σαν μέσο επιβολής είναι αναγκαία για την διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης. Κάθε αμφισβήτηση του μονοπωλίου άσκησης αυτής της βίας αντιμετωπίζεται με ολοκληρωτική σφοδρότητα. Διαχρονικά και σχεδόν σε όλες τις χώρες η επαναστατική δράση ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως πολιτική, γι’ αυτό και στους αγωνιστές/τριες αποδίδονται διαφορετικοί χαρακτηρισμοί που στόχο έχουν την πολιτική απαξίωση: ποινικοί εγκληματίες, συμμορίτες, κατάσκοποι, αντικοινωνικά στοιχεία, τρομοκράτες, χούλιγκαν κλπ. Στην νεότερη ιστορία, και πιο ειδικά μετά τα Δεκεμβριανά του ‘44, υπογράφτηκε η περιβόητη συμφωνία της Βάρκιζας, όπου ανάμεσα στα άλλα προέβλεπε την αμνήστευση των «πολιτικών εγκλημάτων» σε αντίθεση με «ποινικά», όπου όμως με βάση αυτή διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της αντίστασης, αφού η εκτέλεση ενός συνεργάτη των ναζί ή ενός ταγματασφαλίτη βαφτιζόταν κοινό ποινικό έγκλημα αποπολιτικοποιώντας την δράση των αγωνιστών της αντίστασης.
Η μοναδική περίπτωση όπου το ελληνικό κράτος «αναγνώρισε» την επαναστατική δράση ως πολιτικό «έγκλημα» ήταν το 1976 όταν το Συμβούλιο εφετών στην Αθήνα απέρριψε το αίτημα για έκδοση του Ραλφ Πόλε στην Γερμανία που κατηγορούνταν ως μέλος της RAF κρίνοντας ότι η δράση του είχε πολιτικό χαρακτήρα (βέβαια δεν είχε δράση στην Ελλάδα οπότε ήταν πιο εύκολα τα πράγματα). Αυτή την απόφαση «διόρθωσε» αμέσως ο Άρειος Πάγος, αφού απέρριψε ότι τα «εγκλήματα» του Πόλε είχαν πολιτικό χαρακτήρα αλλά ήταν αμιγώς ποινικά. Έτσι επανήλθε η τάξη μετά την μικρή αυτή παρέκκλιση.
Σήμερα βρίσκονται στις ελληνικές φυλακές δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι που συμμετείχαν ή κατηγορούνται για συμμετοχή σε ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις, απαλλοτριώσεις τραπεζών, κατοχή οπλισμού, εμπρηστικές επιθέσεις κλπ. οι οποίοι έχουν καταδικαστεί σε εκατοντάδες χρόνια κάθειρξης μέχρι και ισόβια, οι περισσότεροι με βάση την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία. Μια νομοθεσία που συνεχώς εμπλουτίζεται σε μια εμφανή προσπάθεια να «διευρύνουν» το πεδίο άσκησης της κρατικής τρομοκρατίας. Στόχος να χτυπηθούν ποινικά και πολιτικά οι αντίπαλοι του καθεστώτος, ώστε να πάψουν να συνιστούν απειλή για την εμπέδωση του «νόμου και της τάξης» που είναι ακόμα πιο αναγκαία σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η κατασταλτική πολιτική του κράτους είναι ανάλογη με το εύρος των αντικοινωνικών – αντιλαϊκών αλλαγών που αυτό επιχειρεί να επιβάλλει στην κοινωνία σε συνδυασμό πάντα με την ένταση των αντιστάσεων που εναντιώνονται σ’ αυτές τις αλλαγές.
Το κράτος δεν μπορεί να αποδεχτεί την πολιτική φύση της ένοπλης πάλης, γιατί αυτόματα θα είναι σα να παραδέχεται την ύπαρξη μιας δύναμης που μπορεί να αμφισβητήσει και να ανατρέψει την κυριαρχία του.
Όταν όμως αυτοί οι «τρομοκράτες» συλληφθούν αντιμετωπίζονται με αμιγώς πολιτικό τρόπο, με ειδικούς νόμους, ειδικές συνθήκες κράτησης, ειδικά δικαστήρια ενώ παράλληλα στήνεται ολόκληρη επιχείρηση αποιδεολογικοποίησης και απονοηματοδότησης της δράσης τους. Εδώ καθοριστικό ρόλο παίζουν τα πάντα πρόθυμα ΜΜΕ, που ακολουθούν χωρίς παρέκκλιση, την στρατηγική του κράτους, ότι υπάρχει μια κατηγορία πολιτικών κρατουμένων που βαφτίζονται «ποινικοί» διότι αυτό εξυπηρετεί το «γενικό συμφέρον του πληθυσμού» δηλαδή την «πάταξη της τρομοκρατίας», προσπαθώντας αγωνιωδώς να πείσουν την κοινή γνώμη ότι η δράση κάποιων ομάδων με πολιτικά κίνητρα, στόχους και αποτελέσματα δεν είναι πολιτική!!! Παρόλη αυτήν την προπαγάνδα ξεκάθαρα φαίνεται ότι δεν υπάρχει πλήρης κοινωνική συναίνεση ως προς την καταδίκη της ένοπλης πάλης. Γι’ αυτό το λόγο ψηφίστηκαν οι τρομονόμοι και φτιάχτηκαν τα ειδικά δικαστήρια χωρίς ενόρκους, αναγνωρίζοντας έμμεσα ότι οι εχθροί του καθεστώτος είναι επικίνδυνοι για την οικονομική και πολιτική ελίτ. Προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τις ποινές εξαιρώντας τους ενόρκους από τις δικαστικές αίθουσες, αναγνωρίζοντας έτσι τον φόβο που τους διακατέχει από τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η μη συναίνεση κομματιών της κοινωνίας.
Οι τρομονόμοι διαρκώς «εμπλουτίζονται» και διευρύνουν την στόχευσή τους. Αρχικά και κύρια στόχος είναι οι ένοπλες οργανώσεις, η έμπρακτη αλληλεγγύη σε αυτές, οι δράσεις που ξεφεύγουν από τα όρια της αστικής νομιμότητας, ενώ τελευταία είδαμε ότι στο στόχαστρο έχει μπει και ο δημόσιος λόγος που μπορεί να επικροτεί μια ένοπλη ενέργεια ή να δημοσιεύει θετικά σχόλια για την δράση μιας επαναστατικής οργάνωσης. Έτσι, από την μια, εκτός της εξάρθρωσης μιας οργάνωσης, στόχος είναι και η πολιτική απομόνωση αυτών των οργανώσεων και των μελών που τις αποτελούν, ενώ, από την άλλη, λειτουργούν παραδειγματικά στέλνοντας ένα γενικότερο μήνυμα εκφοβισμού, παρέχοντας παράλληλα το πλαίσιο για την αναβάθμιση της ποινικής καταστολής απέναντι σε ένα σύνολο πολιτικών δραστηριοτήτων.
Τους τρομονόμους συνοδεύουν και συμπληρώνουν οι ειδικές συνθήκες διεξαγωγής των δικών, με δικαστικές αίθουσες εντός των φυλακών, φακέλωμα όσων παρακολουθούν τις δίκες, αστυνομοκρατία μέσα και έξω από τις αίθουσες κλπ, ακυρώνοντας στην πράξη τον δημόσιο χαρακτήρα τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ισχύουν ειδικές συνθήκες κράτησης σε απομονωμένους χώρους. Στις αρχές Μαρτίου του 2015 ξεκίνησε πολυήμερη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων που σαν αποτέλεσμα είχε ανάμεσα στα άλλα να ακυρωθεί ο νόμος που αφορούσε τη δημιουργία των φυλακών τύπου Γ’, που ήδη λειτουργούσαν στο Δομοκό. Σήμερα επιχειρείται εκ νέου η επαναφορά τους με διαφορετική βέβαια μορφή μέσω του νέου Σωφρονιστικού κώδικα.
Σε ότι αφορά τις άδειες σαφώς και οι πολιτικοί κρατούμενοι αντιμετωπίζονται με «ειδικό» τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι άμεσα ζητήθηκαν δηλώσεις μετάνοιας από δυο αντάρτες πόλης, τους Δ. Κουφοντίνα και Κ. Γουρνά, προκειμένου να πάρουν την άδεια που δικαιούνται, ειδικά ο πρώτος εδώ και 7 χρόνια, ενώ πλέον οι εκπαιδευτικές άδειες δίνονται μόνο με «βραχιολάκι». Τέλος οι περιοριστικοί όροι επεκτείνονται με γεωμετρική πρόοδο, από την απαγόρευση επαφής με άλλους συγκατηγορούμενους, εως την απαγόρευση εισόδου σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, την απαγόρευση συμμετοχής σε διαδηλώσεις, πέρασαν στον γεωγραφικό περιορισμό σε ακτίνα 1 χιλιομέτρου από τον τόπο κατοικίας, τα όρια ενός Δήμου ή ενός νησιού και σήμερα αυτός ο περιορισμός συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο και τοποθετήθηκε στα 80 τ.μ. ενός διαμερίσματος (υπόθεση Τσιρώνη).
Όλες οι «ειδικές συνθήκες» ενώ αφορούν πρώτα και κύρια τους πολιτικούς κρατούμενους δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτούς. Οι «απείθαρχοι» κρατούμενοι, οι «προβληματικοί», σύμφωνα με την υπηρεσία, είναι επίσης αποδέκτες αυτών των εξαιρέσεων.
Η πάγια τακτική του κράτους «διαίρει και βασίλευε» είναι αυτή που πρέπει και μπορούμε να θέσουμε στο στόχαστρο μας αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί. Η δημιουργία ενός μαζικού μετώπου όπου θα ενοποιεί επιμέρους διεκδικήσεις με τα γενικότερα επίδικα του αγώνα είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Πχ οι διώξεις στις Σκουριές, με βάση τον τρομονόμο μπορούν να αποτελέσουν την αφορμή ώστε μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα να υιοθετήσει το αίτημα της κατάργησης του τρομονόμου, αντίστοιχα η κατάργηση του νόμου που ποινικοποιεί όσους παρεμποδίζουν τους πλειστηριασμούς που γίνονται προς όφελος των τραπεζών μπορούν να συνδεθούν με τους λόγους για τους οποίους οι σύντροφοι/ισσες βρίσκονται στην φυλακή ακριβώς γιατί έμπρακτα αμφισβήτησαν και χτύπησαν δομές του κράτους και του κεφαλαίου.
Ο αγώνας ενάντια στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης αφορά το σύνολο των αγωνιζόμενων κομματιών της κοινωνίας. Οι αγώνες αυτοί μπορεί να είναι μερικοί, όμως μπορούν να ανοίξουν ρωγμές στην «θωράκιση» της κρατικής καταστολής, ανοίγοντας παράλληλα το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης για μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας.