Καταλήψεις και μαχητικός αντιφασισμός

Οι πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων, με τον τρόπο που έγιναν και, κυρίως, στη χρονική συγκυρία που έγιναν, έρχονται να αναδείξουν αμείλικτα το στρατηγικό δόγμα καταστολής της νέα πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται με το νέο ευρωσοσιαλιστικό μανδύα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Από μια περίοδο (που πλέον φαντάζει μακρινή), στην οποία οι πολιτικές συνιστώσες του Σύριζα βρίσκονταν μονίμως ουρά των εκδηλώσεων αλληλεγγύης απέναντι σε καταλήψεις, έχουμε μια κυβέρνηση Σύριζα με τεράστια πείρα πάνω στα κινηματικά αντανακλαστικά (στο συγκεκριμένο ζήτημα κιόλας) ακριβώς λόγω της προηγούμενης όσμωσης της με το κίνημα. Παραμερίζοντας τις όποιες τυχόν πολιτικές ευθύνες προκύπτουν, ακριβώς από αυτήν την όσμωση, και ξεχνώντας και το γεγονός πως, όσοι την κατέγγελαν κάποτε, θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως ακραίες περιθωριακές φωνές κάποιων υπερ-καθαρών αναρχοαναρχικών, μπορούμε να φτάσουμε κατευθείαν στο πλέον ευαίσθητο θέμα, που προκύπτει κάθε φορά μετά από κατασταλτικά χτυπήματα σε στέκια και καταλήψεις.

Με μια προσεκτική καταγραφή πολλών επιθέσεων σε καταλήψεις και χώρους αγώνα από την πλευρά κράτους/παρακράτους, και μια ανάλυση του χωροχρονικού πλαισίου στο οποίο αυτές συνέβησαν, διαμορφώνονται σε ένα φανταστικό χάρτη δυο καμπύλες, μία αυτή του εσωτερικού ανταγωνιστικού κινήματος, και μία αυτή της καταστολής από την πλευρά της εξουσίας. Μπορούμε, μάλλον εύκολα, να παρατηρήσουμε ότι σε περιόδους σχετικού βαλτώματος και μιας κάποιας αγρανάπαυσης του κινήματος, δηλαδή με μια πτωτική τάση της αντίστοιχης καμπύλης, παρατηρείται και μια πτωτική τάση της καμπύλης της καταστολής, κάτι που μπορεί να μεταφράζεται και με περισσότερη ανοχή στις καταλήψεις. Στον αντίποδα όμως, σε συνθήκες και σε στιγμές πιο οξυμένης αντιπαράθεσης του κινήματος και του κόσμου του αγώνα με την εξουσία, όταν δηλαδή η καμπύλη που αντιστοιχεί στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα ανεβαίνει, μπορεί να παρατηρηθεί και αντίστοιχη ανοδική τάση της καμπύλης της καταστολής και μάλιστα αρκετά δυσανάλογη.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Προφανώς, από επιχειρησιακής άποψης, δηλαδή καθαρά σε ένα στρατιωτικό σκέλος, το κράτος έχει όλη τη φυσική και υλική υπεροπλία να τσακίσει όλες τις καταλήψεις όποτε το θελήσει. Μπορεί να τις εκκενώσει, να τις γκρεμίσει, να συλλάβει όλους τους καταληψίες ακόμα και να τους φυλακίσει. Αν θέλουμε να μην παραμυθιαζόμαστε και μεταξύ μας και να μην παρασυρόμαστε από ακραίους βερμπαλισμούς, αυτό πρέπει να είναι η αρχική μας παραδοχή. Από κει και πέρα, καταλαβαίνουμε ότι, πίσω από κάθε τέτοια κατασταλτική επιχείρηση ή απουσία αυτής, κρύβεται μια σειρά συσχετισμών πολιτικής υφής που έχουν διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια.

Έχει ακουστεί άπειρες φορές και είναι πλέον τετριμμένο πως οι καταλήψεις είναι τα απελευθερωμένα εδάφη του αγώνα, της αναρχίας, του κινήματος κτλ κτλ. Ασφαλώς και είναι όλα αυτά και σίγουρα έχουμε βαρεθεί να το διαβάζουμε ή να το γράφουμε. Τι πραγματικά σημαίνει, όμως, στο δια ταύτα; Πώς αντιλαμβανόμαστε την απώλεια αυτών των εδαφών και πώς συνεκτιμούμε την ανακατάληψη τους από τις δυνάμεις της εξουσίας; Έχει φανεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτες συγκλίσεις και συμφωνίες ως προς αυτό. Δεδομένου ότι τέτοια χτυπήματα συμβαίνουν κατά κανόνα όταν το κίνημα παρουσιάζει πιο έντονη και επιθετική δραστηριότητα, πάντα υπάρχουν εκείνες οι φωνές τις οποίες κερδίζει η ηττοπάθεια και ο φόβος. Για παράδειγμα, την περίοδο 2006-2007 και πριν την εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν στο πλαίσιο του αγώνα οι επιθετικές αναρχικές ενέργειες πολλαπλασιάζονται εκθετικά και με εκπληκτική ταχύτητα, ποιότητα και δυναμική, σημειώθηκαν αρκετές παρακρατικές επιθέσεις σε χώρους αγώνα και αναπτύχθηκε μια παραφιλολογία ότι όσοι κάνουν αναβαθμισμένες ενέργειες (π.χ. εμπρηστικές επιθέσεις σε Α.Τ.) είναι απλώς “ηλίθιοι και ανεγκέφαλοι που δεν υπολογίζουν ότι ο χώρος δε σηκώνει τα αντίποινα”. Βλέπουμε, δηλαδή, πως σε μια ορισμένη συγκυρία όξυνσης της αναρχικής πάλης, η καταστολή αντεπιτίθεται τυφλά και δυσανάλογα, με αποτέλεσμα, πέρα από το όποιο υλικό κόστος (καταστροφές σε χώρους αγώνα, εκκενώσεις, συλλήψεις, φακελώματα κτλ), να υπάρχει και μια φθορά ηθικού, με δυνάμεις του κινήματος να κατηγορούν και να βάλουν κατά της όξυνσης του ίδιου του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Πάνω σε αυτό, ανέκαθεν προέκυπταν και διαφωνίες για το πώς περιφρουρούμε, σε πρώτη φάση, τα απελευθερωμένα μας εδάφη και, δεύτερον, πώς κινούμαστε, αν τυχόν τα χάσουμε από τον εχθρό. Είναι μάλλον κοινώς αποδεκτό, πως αν έχει επικρατήσει πιο κεντρικά κάποια λογική πάνω στο θέμα, αυτή αφορούσε κυρίως μια στάση παθητικής αντίστασης σε περιπτώσεις εκκενώσεων, ενώ στη συνέχεια έμπαινε ως πολιτική προτεραιότητα η λογική του ανοίγματος στην κοινωνία και την γειτονιά με κινήσεις με χαρακτήρα αντιπληροφόρησης και κοινωνικής απεύθυνσης. Όχι πως έλειπαν ποτέ εντελώς και εκείνες οι επιθετικές ενέργειες οι οποίες απαντούσαν με τον τρόπο τους κάπως, αλλά ακόμα κι αυτές (πολλές ή λίγες ανάλογα την εποχή), αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, σνομπισμό ακόμα και με εχθρικότητα από άλλες πλευρές του αγώνα.

Αυτό που σίγουρα έλειπε, και σε διάφορες περιόδους, έχει τεθεί σαν ζήτημα, είναι μια συλλογική ή και κεντρική ακόμα κουλτούρα αντεκδίκησης. Πέρα δηλαδή από τις όποιες μεμονωμένες ομάδες και παρέες μπορεί να έκαναν κάτι επιθετικό, έλειπε μια κοινή αίσθηση, μια κοινή πεποίθεση, πως η απώλεια των απελευθερωμένων εδαφών μας είναι κάτι που διαρυγνύει την κανονικότητα, κάτι που υπερβαίνει τους καθορισμένους πολιτικούς συσχετισμούς, επομένως, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί κεντρικά casus belli. Μάλιστα, όχι απλώς έλειπε κάτι τέτοιο, αλλά ο ίδιος ο πυρήνας αυτής της σκέψης και λογικής δεχόταν επίθεση ως μπαχαλίστικη λογική, ως πυρκαυλίαση ή ως φετιχισμός της βίας και άλλα τέτοια όμορφα, τα οποία, με τη σειρά τους, αποτελούσαν απεχθείς όρους πολιτικής διαλεκτικής και συνέβαλαν σε μια εσωτερική πόλωση, η οποία ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει μια αντικειμενική πολιτική απαξία ως τέτοια. Περισσότερο, όμως, κι από όλα αυτά, οι ακραίες αυτές φωνές δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται ότι στον κοινωνικό ανταγωνισμό οι ισορροπίες διαμορφώνονται και με όρους μαχητικής στρατηγικής και πως όταν οι ισορροπίες αυτές διασαλεύονται εις βάρος μας με πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, είναι πλέον πολυτέλεια να προκρίνεται κάθε, μα κάθε, μα κάθε, μα κάθε φορά η ίδια και η ίδια λογική “άνοιγμα στη γειτονιά, άνοιγμα στην κοινωνία”.

Μπορεί, λοιπόν, έτσι να καταστεί πιο αντιληπτό, ότι, αν δεν καταφέρουν οι δυνάμεις του αγώνα να μπορέσουν να διαμορφώσουν μια συνάρτηση κόστους-ανοχής και κόστους-καταστολής, τέτοια που να μπορεί να δημιουργεί ισχυρές πιέσεις στην εξουσία (στα μεγέθη στα οποία μας αναλογεί φυσικά), κάθε φορά που χάνουμε ένα χώρο του κινήματος, ένα απελευθερωμένο έδαφος, τότε θα είμαστε μονίμως σε μειονεκτική θέση, ο εχθρός δε θα μας υπολογίζει καθόλου, θα μας χτυπάει όποτε και όπως κρίνει κάθε φορά πιο εύκολο, και, πάνω από όλα, θα τσακίζει και το ηθικό του κόσμου. Ακόμα χειρότερα, η ίδια η ευημερία και η επιβίωση των κατειλημμένων χώρων μας, δεν θα είναι προϊόν της δικής μας δυναμικής, αλλά της διακριτικής ευχέρειας της εκάστοτε πολιτικής διαχείρησης της εξουσίας να εφαρμόζει κατά το δοκούν μια τακτική ήπιας καταστολής στις καταλήψεις.

Στο χέρι μας είναι λοιπόν να αλλάξουμε συνολικά την εικόνα. Είναι, σίγουρα, μια απόφαση που θα σημαίνει κόστος. Για να είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια τέτοια ακροβασία ισορροπιών, θα πρέπει βήμα βήμα να χτιστεί μια ετοιμότητα άμεσων, σχεδόν αντανακλαστικών, αντιποίνων, δυναμικών μάλιστα, πράγμα που μπορεί να μεταφραστεί σε προσαγωγές, φακελώματα, συλλήψεις, προφυλακίσεις ίσως και καταδίκες. Το βάρος πέφτει καθαρά πάνω μας, συνολικά πάνω στον κόσμο του αγώνα, στο αν θεωρούμε ότι μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ενός σοβαρού κοινωνικού ανταγωνισμού και να καταφέρουμε να γίνουμε όντως, κάποτε, μια υπολογίσιμη εσωτερική απειλή, ή αν μας αρκεί να είμαστε ένα απλό ακτιβίστικο κίνημα διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, από τη συζήτηση θα βοηθούσε να σταματήσουν εκείνες οι αντεγκλήσεις, που χαρακτηρίζουν τέτοιες λογικές εσωστρεφείς και αυτοαναφορικές. Το αν συνολικά, σε συλλογικό επίπεδο, αξίζει τον κόπο ή όχι να κρίνεται η απώλεια ενός απελευθερωμένου εδάφους μας ως casus belli, στο αν αξίζει ή όχι τον κόπο να υπάρξουν πολλαπλάσιες απαντήσεις και αντίποινα που να προκαλούν αισθητό υλικό και πολιτικό κόστος στον εχθρό, δεν έχει να κάνει ούτε με εσωστρέφεια, ούτε με αυτοαναφορικότητα. Έχει σχέση με το πώς καθορίζουμε τις ισορροπίες του αγώνα μας, με το πώς και πότε επιλέγουμε τις μάχες μας και γιατί, με το πώς διαμορφώνουμε χρονικά ορόσημα αγώνα, τέτοια που να προκαλούν έμπνευση και στο μέλλον και πάνω από όλα έχει σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε την AΝΑΡΧΙΑ ως μια δύναμη σε διαρκή θέση μάχης απέναντι στην εξουσία. Από ‘κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς θέμα αποφασιστικότητας ή μη.

Μιχάλης Νικολόπουλος, μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Μόρια Λέσβου (χάνοντας την ελπίδα, βρίσκοντας τον εγκλεισμό)

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μόριας έχει κατασκευαστεί στο χώρο του παλιού στρατοπέδου Παραδέλλη και προβλεπόταν να έχει χωρητικότητα 180 ατόμων, ενώ παράλληλα να δημιουργηθεί το Προαναχωρησιακό Κέντρο, δυναμικής 800 ατόμων, με σχεδιασμό υλοποίησης το 2014, όμως η Μόρια μας ξαφνιάζει κάθε φορά με το πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει.

Νοέμβριος 2018. Υπάρχουν πάνω από 7.500 άτομα με υποδομές για 2.500 ατόμων. Η ποσότητα τροφής ελάχιστη, κακής ποιότητας. Συνθήκες υγιεινής ανύπαρκτες και σε άθλια κατάσταση, η δε πρόσβαση σε νερό και ηλεκτρικό είναι μόνο για λίγες ώρες την ημέρα. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες είναι λογικό να προκύπτουν ζητήματα για την ασφάλεια των ανθρώπων: λόγω του εγκλεισμού και της πίεσης που έχουν οι διαμένοντες, ξεσπάνε συχνά βίαια επεισόδια, με θύματα πάντα τους ποιο αδύναμους.

Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και να ενισχύσουν την απελπισία που καταλαμβάνει τους περισσότερους, μέσα από την αβεβαιότητα που υπάρχει για την εξέλιξη των αιτημάτων ασύλου τους. Αιτήματα που διεκπεραιώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς και αρνητικές, ως επί των πλείστων, αποφάσεις. Βασική ελπίδα, όσο παράδοξο και να είναι, να αναγνωριστούν με κάποια μορφή “ευαλωτότητας” ώστε να μπορέσουν να μεταφερθούν σε άλλο καταυλισμό ή στην καλύτερη περίπτωση να γίνει άρση του γεωγραφικού περιορισμού και να μπορέσουν να μετακινηθούν στην κάποια άλλη περιοχή της Ελλάδας.

Μια φυλακή μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης «Section B»

Στο εσωτερικό της Μόριας λειτουργεί, με ευθύνη των μπάτσων, και το προαναχωρησιακό κέντρο με την ονομασία “Section B”. Είναι μια φυλακή που οι κρατούμενοι προαυλίζονται για μια ώρα την ημέρα, τους έχουν αφαιρεθεί προσωπικά αντικείμενα και χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο. Στη φυλακή αυτή, χωρητικότητας 200 ατόμων, οδηγούνται μετανάστες που λαμβάνουν απορριπτικές αποφάσεις στα αιτήματα ένταξης υπό καθεστώς προστασίας, αλλά το τελευταίο διάστημα οδηγούνται στην φυλακή αυτή νεοαφιχθέντες μετανάστες. Η επιλογή γίνεται με εθνικά κριτήρια, αφού στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν όσοι μετανάστες προέρχονται από χώρες που το ευρωπαϊκό μέσο ποσοστό αναγνωρισιμότητας οποιουδήποτε καθεστώτος προστασίας βρίσκεται κάτω από 33% (π.χ. Συρία). Ο εγκλεισμός σ’ αυτή την φυλακή μετά την άφιξη, δημιουργεί ιδιαίτερη πίεση και ο σκοπός του κράτους είναι ξεκάθαρος με αυτή την πρακτική: να εξαναγκάσει πολλούς να υπογράφουν το χαρτί του “οικειοθελούς” επαναπατρισμού.

Σ’ αυτές τις συνθήκες έρχεται να προστεθεί άλλη μια δυσκολία για τους μετανάστες, η αλλαγή στο τρόπο εξέτασης των αιτημάτων ασύλου. Η ευρωπαϊκή υπηρεσία ασύλου, αλλά και η ελληνική, έχει απομακρυνθεί από τον χώρο της Μόριας και έχουν μεταφερθεί μακριά από το κέντρο κράτησης. Οι μετανάστες, που πρόκειται να περάσουν τη διαδικασία, μεταφέρονται στα νέα γραφεία με λεωφορεία. Τα γραφεία ασύλου συγκεντρώνουν κατά κύριο λόγο τις διαμαρτυρίες των μεταναστών λόγω των καθυστερήσεων στην εξέταση των αιτημάτων αλλά και τη σωρεία αρνητικών αποφάσεων που εκδίδουνε.

Η μεγάλη αναμονή, πολλές φορές έχει ξεπεράσει τον έναν χρόνο εγκλωβισμού στο στρατόπεδο, η αβεβαιότητα και η ψυχολογική, σωματική και οικονομική εξάντληση δημιουργούν μία ασφυκτική κατάσταση. (Πριν λίγο καιρό ένας νεαρός Σύριος αυτοπυρπολήθηκε μπροστά από την υπηρεσία ασύλου, όταν πληροφορήθηκε ότι απορρίφθηκε το αίτημα του για άσυλο.)

Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση δημιουργούνται, όμως, και οι προϋποθέσεις και γίνονται προσπάθειες των μεταναστών να οργανωθούν, να αντισταθούν απέναντι στους κρατικούς εκβιασμούς και την καταστολή, ορθώνοντας τις αντιστάσεις τους.

Οι περισσότερες διαμαρτυρίες είναι προς τις υπηρεσίες ασύλου και συγκεκριμένες ΜΚΟ, που λειτουργούν ως τσιράκια των υπηρεσιών. Αποκλεισμοί γραφείων, φθορές σε εξοπλισμό και μικροεξεγέρσεις αποτελούν τις πιο συνήθεις μορφές διαμαρτυρίας.

Τα αιτήματά τους είναι για την βελτίωση των συνθηκών διαμονής, την επίσπευση των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και ενάντια στις απελάσεις στην Τουρκία, οι δε αρχές απαντάνε με όλο και περισσότερη βία.

Αποκορύφωμα τέτοιας μορφής καταστολής, υπήρξαν τα γεγονότα μεταξύ 17 και 27 Ιουλίου.

Γεγονότα της 18-7-2017

Την Δευτέρα, 17/7/2017, είχε ανακοινωθεί από μερίδα μεταναστών, κυρίως αφρικανικής καταγωγής, ότι θα ξεκινούσαν διαμαρτυρίες, οι οποίες ήταν ήπιας μορφής (καθιστική διαμαρτυρία), αποκλείοντας τα γραφεία της υπηρεσίας ασύλου. Την επόμενη μέρα, 18/7, και ενώ η διαμαρτυρία είχε ξεκινήσει έξω από τα γραφεία της EASO, οι υπάλληλοι έφυγαν με αφορμή την διαμαρτυρία, αλλά οι αρχές στοχοποίησαν τους διαμαρτυρόμενους μετανάστες ως υπαίτιους για τις καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι μετανάστες να στραφούν εναντίον τους. Δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των μεταναστών, η οποία κορυφώθηκε και οι διαμαρτυρόμενοι προχώρησαν έξω από το κέντρο κράτησης, αποκλείοντας τον δρόμο.

Στη συνέχεια, δέχθηκαν επίθεση από τους μπάτσους και δυνάμεις των ΜΑΤ, που προσπάθησαν να τους απομακρύνουν προς το εσωτερικό του κέντρου, κάνοντας χρήση δακρυγόνων και κρότου λάμψης. Οι μετανάστες απάντησαν στην επίθεση που δέχθηκαν με πετροπόλεμο, αναχαιτίζοντας τους μπάτσους, αλλά και προκαλώντας μικροφθορές σε παρκαρισμένα οχήματα. Παράλληλα, μπήκαν φωτιές για τη δημιουργία οδοφραγμάτων. Οι μπάτσοι του κέντρου μαζί με διμοιρίες ΜΑΤ πραγματοποίησαν επέμβαση στο εσωτερικό του στρατοπέδου.

Οι δυνάμεις καταστολής απέκλεισαν την είσοδο στο κέντρο κράτησης και πραγματοποίησαν επιχείρηση “σκούπα” στο εσωτερικό. Όσοι εγκλωβίστηκαν δέχθηκαν την μανία των ΜΑΤ που, εν τέλει, συνέλλαβαν 35 άτομα στο σωρό, με μοναδικό κριτήριο το χρώμα του δέρματος, αφού είχαν στοχοποιηθεί αφρικανοί μετανάστες.

Στις 19/7 οι 35 οδηγήθηκαν στον ανακριτή, με πιέσεις από τους μπάτσους να αλληλοκατηγορηθούν, έχοντας ως δέλεαρ την απαλλαγή από τις κατηγορίες και την άρση των περιοριστικών όρων. Οι μετανάστες αρνήθηκαν τόσο τις κατηγορίες, όσο και να υποδείξουν τον οποιοδήποτε ως υπαίτιο. Μοναδικοί μάρτυρες κατηγορίας που εμφανίστηκαν ήταν μπάτσοι από τις μονάδες που τους επιτέθηκαν.

Οι κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν είναι ίδιες για όλους : Εμπρησμός από πρόθεση, από τον οποίο μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, από κοινού.

Επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού, κατά συρροή, τετελεσμένη και σε απόπειρα, σε βάρος αστυνομικών και πυροσβεστικών υπαλλήλων.

Φθορά ξένης ιδιοκτησίας από κοινού και κατά συρροή, τελεσθείσα και με φωτιά και αντικειμένου που χρησιμεύει για κοινό όφελος.

Αντίσταση τελεσθείσα από περισσοτέρους από κοινού, που είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και έφεραν αντικείμενα από τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη.

Ακολούθησε η προανάκριση όπου έκρινε τους συλληφθέντες προφυλακιστέους.

Μέσα στον Αύγουστο του 2017 συνελήφθησαν δύο ακόμα άτομα, στα οποία σχηματίστηκε νέα δικογραφία για τα γεγονότα της 18/7, οι δύο συλληφθέντες, προερχόμενοι και αυτοί από αφρικανικές χώρες, πέρασαν από ανακριτή όπου κρίθηκαν ελεύθεροι με τους περιοριστικούς όρους της παραμονής στη Μόρια και της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα 2 φορές το μήνα.

Οι 30 από τους διωκόμενους μετανάστες βρίσκονται προφυλακισμένοι σε 4 διαφορετικές φυλακές της χώρας. (Κορυδαλλός, Αυλώνα, Χίος, Μαλανδρίνο) ενώ για τους υπόλοιπους 5 ορίστηκαν περιοριστικοί όροι και παρουσία στο τμήμα 2 φορές το μήνα.

Η δίκη των συλληφθέντων μεταναστών έχει προγραμματιστεί για τις 20 Απρίλη στη Χίο, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Σημαντικά ζητήματα εμφανίζονται στην επιλογή της Χίου για τη διεξαγωγή της δίκης. Περιοριστικοί όροι παραμονής σε πέντε εκ των κατηγορουμένων, όπως και η απαίτηση να μετακινηθούν και μάλιστα να μείνουν για πολλές ημέρες σε άλλο νησί, χωρίς να διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους, αποτελεί ακόμα ένα πρόβλημα που μπορεί να τους αποκλείσει από τη φυσική παρουσία τους στη δίκη.

Ακόμα σημαντικότερο και ανυπέρβλητο όμως είναι το θέμα που προκύπτει με τους μάρτυρες υπεράσπισης. Πολλοί μάρτυρες υπεράσπισης βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο νησί λόγω των περιοριστικών όρων που τους έχουν επιβληθεί για τη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου τους. Η μεταφορά της δίκης στη Χίο, αποκλείει σημαντικά στοιχεία υπεράσπισης, καθιστώντας την διεξαγωγή της δίκης προβληματική.

demis

Ενημερώσεις από δίκες – Απρίλιος 2018

Δίκη για την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας
Στη δίκη αυτή κατηγορούμενη είναι η Π. Ρούπα μέλος του Επαναστατικού Αγώνα
για την επίθεση της οργάνωσης στην Τράπεζα της Ελλάδας και βρίσκεται στο
τελικό στάδιο. Στη συνεδρίαση της 19ης Απριλίου αναμένεται η πολιτική
κατάθεση της Π. Ρούπα και στην επόμενη συνεδρίαση θα υπάρξει η
αγόρευση και η πρόταση του εισαγγελέα. Θυμίζουμε ότι στο πρωτόδικο
δικαστήριο η P. Ρούπα βρίσκονταν στην παρανομία και είχε
καταδικαστεί ερήμην σε 11 χρόνια κάθειρξη μόνο για τα πλημμελήματα.

Διάφορες υποθέσεις αναρχικών συντρόφων
Την Δευτέρα 26/03 ολοκληρώθηκε το εφετείο που αφορά μια σειρά
πρακτικές του αναρχικού αγώνα (π.χ. εμπρησμοί, ληστείες τραπεζών κλπ)
στο οποίο τέσσερις σύντροφοι μας καταδικάστηκαν ως “ατομικοί
τρομοκράτες” (περισσότερα στο κύριο άρθρο της εφημερίδας). Η απόφαση
δεν διέφερε σε τίποτα από την πρωτόδικη και τα χρόνια παρέμειναν
σχεδόν ίδια. Πιο συγκεκριμένα, ο Α. Ντάλιος καταδικάστηκε σε 27
χρόνια, ο Ν. Ρωμανός σε 18 χρόνια, ο Δ. Πολίτης σε 12 χρόνια και 2
μήνες, ο Γ. Μιχαιλίδης σε 11 χρόνια και το μέλος της Σ.Π.Φ. Γ.Τσάκαλος σε 5 χρόνια.

 

Εφετείο υποθέσεων της Σ.Π.Φ. και άλλων αναρχικών συντρόφων
Βρίσκεται στο στάδιο των αναγνωστέων. Οι υποθέσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό το εφετείο αφορούν την εισβολή της αντιτρομοκρατικής σε σπίτι στο Χαλάνδρι το 2009, τις συλλήψεις στον Βόλο το 2011, την αποστολή εμπρηστικών δεμάτων το 2010 και την ένοπλη συμπλοκή στη Πεύκη το 2012.

 

Εφετείο 2ης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα
Το εφετείο βρίσκεται στο στάδιο της κατάθεσης των μαρτύρων κατηγορίας. Πρωτόδικα οι σύντροφοι είχαν καταδικαστεί: Ν. Μαζιώτης σε ισόβια και 129 χρόνια, Π.Ρούπα σε 11 χρόνια για τα πλημμελήματα , Α. Σταμπούλος 13 χρόνια και Γ.Πετρακάκος 36 χρόνια.

 

Εφετείο για 250 επιθέσεις της Σ.Π.Φ.
Το εφετείο βρίσκεται στο στάδιο των ενστάσεων (αναρμοδιότητα του δικαστηρίου – αοριστία του κατηγορητηρίου) κλπ. Κατηγορούμενοι είναι τα 10 μέλη της οργάνωσης που πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί από 21 έως 28 χρόνια φυλάκισης .

Δηλώνω απερίφραστα αμετανόητος του Claudio Lavazza

 

Κυκλοφόρησε από το «Ταμείο αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών» το βιβλίο του Claudio Lavazza με τίτλο «Δηλώνω απερίφραστα αμετανόητος». Τα έσοδα θα διατεθούν για την οικονομική ενίσχυση των πολιτικών κρατουμένων.

Σκουριές: Ένα πείραμα κατασταλτικού μοντέλου μια κατάσταση εξαίρεσης στη ΒΑ Χαλκιδική

Συνέντευξη με τον Σκούρα Γιάννη μέλος της επιτροπής αγώνα Μ. Παναγίας

 

1) Σε ποιά φάση βρίσκεται σήμερα ο αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στην εξόρυξη του χρυσού;

Όσον αφορά την κινηματική κατάσταση στη ΒΑ Χαλκιδική, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακολουθεί την κινηματική κατάσταση ανά την επικράτεια. Βρισκόμαστε, δηλαδή, σε μια φάση ύφεσης των κινηματικών διεργασιών και διεκδικήσεων. Αυτό έχει να κάνει, από τη μια, με το μακροχρόνιο του αγώνα, καθώς εκ των πραγμάτων τα δώδεκα χρόνια αγώνα (από το 2006) σίγουρα βαραίνουν στις διαθέσεις των ανθρώπων, ενώ, από την άλλη, τόσο η μέχρι τώρα αμφίσημη στάση της “πρώτης φοράς αριστεράς” αναφορικά με το ζήτημα, που κατάφερε να πείσει σχεδόν όλο τον ελληνικό λαό ότι η υπόθεση Eldorado έχει παγώσει, όσο και η προπαγανδισμένη και διανθισμένη με υπονοούμενα υπέρ του αγώνα, κυρίως από τοπικά κυβερνητικά στελέχη, προσφυγή στη Διαιτησία, αποτέλεσε και θα συνεχίσει να αποτελεί μέχρι την τελική απόφαση του παραπάνω οργάνου, παράγοντα αναστολής των κινηματικών δράσεων, όπως και πρόφαση για μια διάθεση αναμονής λύσεων άνωθεν και έξωθεν του κινήματος.

Η Διαιτησία είναι ένα είδος διοικητικού δικαστηρίου, στο οποίο συμμετέχουν τα δύο αντιβαλλόμενα μέρη, κυβέρνηση και εταιρεία, των οποίων τη διένεξη θα διευθετήσει ένας τρίτος δικαστής, ο επιδιαιτητής, ο οποίος και θα αποφανθεί τελεσίδικα για το μέλλον της ΒΑ Χαλκιδικής αλλά και των εξορύξεων γενικότερα στην Ελλάδα. Αντί της μονομερούς καταγγελίας από μέρους του ελληνικού Δημοσίου της σύμβασης μεταβίβασης των μεταλλείων Κασσάνδρας, λόγω των πασιφανέστατων και καταγεγραμμένων περιβαλλοντικών, εργασιακών, οικονομικών και πάει λέγοντας παραβάσεων από την Eldorado, η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε την υποκρισία της πολιτικά πιο ανώδυνης προσφυγής στη Διαιτησία. Δεν αποφασίζει δηλαδή η κυβέρνηση αλλά μια δήθεν ανεξάρτητη δικαστική αρχή, που το πιο πιθανό είναι ότι θα αναζητήσει μια συμβιβαστική και όχι πραγματική λύση του προβλήματος. Το εντυπωσιακό είναι ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση, η -και καλά- φίλα προσκείμενη στο θέμα των Σκουριών, έχει αναγάγει αλλά και καταφέρει να πείσει μεγάλο μέρος συναγωνιστών/τριών ότι το ζήτημα της αλλαγής της γεωμορφολογίας της Χαλκιδικής και προοδευτικά όλης της Β. Ελλάδας είναι θέμα απλά τεχνικής φύσης. Ότι πρόκειται για πρόβλημα μεθοδολογίας και ότι η μέθοδος της ακαριαίας τήξης (το flashsmelting) είναι η “καρδιά” του όλου ζητήματος.

Στην Επιτροπή Αγώνα Μ. Παναγίας είμαστε πεπεισμένοι ότι με την ολοκλήρωση της παραπάνω διαδικασίας θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις διαλόγου μεταξύ κυβέρνησης και εταιρείας που θα οδηγήσουν στην αλλαγή της αρχικής σύμβασης. Δηλαδή, από την υποχρέωση της Ελληνικός Χρυσός σε καθετοποιημένη κατεργασία και παραγωγή καθαρών μετάλλων, σε απλή παραγωγή αφορολόγητων μεταλλευτικών συμπυκνωμάτων, που θα εξάγονται κυρίως στην Κίνα για να παράγονται εκεί τα καθαρά μέταλλα. Καμία, λοιπόν, έστω και καταστροφική υπεραξία για την ελληνική κοινωνία αλλά μόνο κάποια φορολογητέα φτηνομεροκάματα για την τοπική κοινωνία.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι αποκαλέσαμε από την αρχή τη διαδικασία της διαιτησίας ‘παράγκα’. H πρώτη απάντηση γράφτηκε πριν την Τετάρτη 4/4, μέρα που ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα της διαιτησίας. Δε γνωρίζουμε βέβαια ακόμη το 76σέλιδο κείμενο της απόφασης, όμως οι μέχρι τώρα δηλώσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος και της Ελληνικός Χρυσός επιβεβαιώνουν το μαγείρεμα όπως και την αναγκαιότητα ανασύνταξης του αγώνα.

 

2) Πόσο έχει επιδράσει η άνοδος του Σύριζα στην κυβέρνηση; Δημιούργησε αυταπάτες μέσα στις γραμμές των αγωνιζόμενων κατοίκων της Χαλκιδικής;

Αν το δούμε ποσοτικά το θέμα, θα πούμε ότι η επίδραση ήταν μεγάλη και αρνητική. Αν το δούμε ποιοτικά, θα πούμε ότι ήταν μέγιστη και σχεδόν καταστροφική.

Ήδη, η δήθεν “κινηματική” παρουσία ενός αντιπολιτευόμενου αριστερού κομματιδίου, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2006-2012, που αγωνιζότανε για να μπει ή να μην μπει στο κοινοβούλιο, ήταν προβληματική από την πρώτη στιγμή εμπλοκής του στον αναδυόμενο-επανεμφανιζόμενο αγώνα κατά των εξορύξεων στη ΒΑ Χαλκιδική.

Παρεμπιπτόντως, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αγώνα, αυτού της Ολυμπιάδας 1996-2001 ενάντια στην TVX, το εν λόγω κόμμα, όπως και όλη η επίσημη αριστερά, τοποθετούνταν υπέρ των εξορύξεων και του “δίκαιου αγώνα των μεταλλωρύχων”.

Ο κύριος λόγος προβληματισμών και προβλημάτων ήταν οι φιλοθεσμικές και νομικίστικες εμμονές τους, που υπονομεύανε τις αυθόρμητες φαντασιακές ρήξεις και υπερβάσεις που επιχειρούσε η λαϊκή βάση της περιοχής με αφορμή την απομυθοποίηση του ρόλου των εταιρειών “κολοσσών”, από τον Μποδοσάκη μέχρι την TVX, αλλά και με αφορμή τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους και των όποιων προηγούμενων επιλογών του περί ανάπτυξης, ευημερίας και ηθικής ή οικονομικής ανωτερότητας. Δηλαδή, εξαρχής και παρά τις όποιες “συμπορεύσεις”, υπήρχε πάντα πρόβλημα εσωτερικής κινηματικής έντασης μεταξύ των τάσεων αυτοδιαχείρισης, αυτοπροσδιορισμού και κοινωνικο-οικονομικής ανασύνταξης από τα κάτω και της νομικίστικης, συνδικαλιστικής και μικροπολιτικής μικρόνοιας των υποσχέσεων/διεκδικήσεων από και προς τα πάνω. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν ήταν ικανό να αναστείλει την ορμή και τη διάθεση των αγωνιζόμενων, δεδομένης και της συγκυρίας της εποχής και της παρουσίας αρκετών δυναμικών κινημάτων τα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Η αυταπάτη άρχισε πραγματικά να δημιουργείται από το καλοκαίρι του ’12, με την εντελώς απρόσμενη, για εμάς τουλάχιστον, εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογή, για πρώτη φορά από το 1958, βουλευτή της αριστεράς, έστω και ΣΥΡΙΖΑ, στη Χαλκιδική. Η προοπτική εκλογικής και όχι κινηματικής νίκης αποτέλεσε την καλύτερη ενασχόληση των “φιλοθεσμικών” και κομματικών καταφερτζήδων. Αυτό, σε συνδυασμό με το κατασταλτικό κρεσέντο του δόγματος “καμία ανοχή” των Σαμαρά-Δένδια, οδήγησαν μεγάλο μέρος των συναγωνιστών ακριβώς στην εκλογική αυταπάτη της διαφαινόμενης τότε νίκης της “νέας” Ελπίδας. Δυστυχώς, οι συνέπειες τέτοιων συγχρωτισμών δε συμμαζεύονται εύκολα. Σήμερα βρισκόμαστε σε πολύ πιο δύσκολη κατάσταση, περιβαλλοντικά και κινηματικά μιλώντας, από το Γενάρη του ’15 και την προβληματική λαϊκίστικη αλλά και λαϊκή αυταπάτη ότι αν εκλεγόταν μια νέα, πολλά υποσχόμενη, κυβέρνηση στις 25/1, θα λυνόταν το πρόβλημά τους στις 26/1.

3) Μετά την επίθεση στο εργοτάξιο της Eldorado ακολούθησαν τηλεφωνικές υποκλοπές, λήψη dna, παρακολουθήσεις, εισβολές σε σπίτια κλπ, ασκήθηκαν διώξεις μέχρι και για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης αρχικά με το νόμο 187. Θα μπορούσε αυτός ο αγώνας να συνδεθεί με τον αγώνα ενάντια στον τρομονόμο 187Α και, αν ναι, πώς κατά την γνώμη σου;

Αρχικά θα πρέπει να πούμε ότι η κατηγορία για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης παραμένει στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου των Σκουριών όπου εμπλέκονται 21 άτομα (εκδικάζεται στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων την 1/10/18 στη Θεσσαλονίκη), ενώ έχει μετατραπεί σε σύσταση συμμορίας στην υπόθεση του Λάκκου Καρατζά όπου εμπλέκονται άλλα 29 άτομα και δικάζονται στις 10/5 στο ίδιο δικαστήριο.

Τώρα, όσον αφορά τα παραλειπόμενα του εμπρησμού του εργοσταξίου, προσωπικά νομίζω ότι ιδιαίτερα κατά το εξάμηνο μετά από το συμβάν, η ΒΑ Χαλκιδική βίωσε μια κατάσταση εξαίρεσης, με την εφαρμογή ενός νέου πειραματικού κατασταλτικού μοντέλου που κάποιοι νομικοί κατέδειξαν ως αντιτρομοκρατία αλά Χαλκιδική. Μια ολόκληρη περιοχή, τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι, μπήκε σε κατασταλτική καραντίνα. Οι νυχτερινές εισβολές σε σπίτια, οι συνεχείς τηλεφωνικές παρακολουθήσεις (400 “επίσημες” άρσεις τηλεφωνικού απορρήτου), οι μαζικές λήψεις DNA και το μυστήριο που μπορεί να περιβάλλει στη λαϊκή φαντασία το υποτιθέμενο “απόλυτο” ανακριτικό πειστήριο, σε συνδυασμό με την καθαρή ποινικοποίηση ενός κοινωνικού κινήματος μέσω της ταύτισής του με μια φανταστική εγκληματική οργάνωση, έγιναν καθημερινή πραγματικότητα. Αυτά μαζί με την εμπλοκή/παρέμβαση εκκλησιαστικών, κομματικών και μιντιακών παραγόντων για την πάντα απαραίτητη “επαναδιάρθρωση των σκέψεων”, δημιούργησαν μια κατάσταση, ένα κλίμα φόβου, καχυποψίας και έντονων τάσεων αυτοσυντήρησης, με συνέπεια την ένταση των δυναμικών εσωτερικής απομόνωσης που δημιουργούνται στα κοινωνικά αλλά και στα πολιτικά κινήματα σε ιδιαίτερες και κρίσιμες στιγμές. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, ένας πρώτος διαχωρισμός μεταξύ των άμεσα εμπλεκόμενων και όλων των υπολοίπων. Κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη συγκυρία, και δεν εννοώ το συμβάν του εμπρησμού, αλλά αυτού που επέβαλε η καταστολή σε βάθος μηνών με αφορμή το παραπάνω, ήταν η στιγμή που θα μπορούσε πραγματικά το διευρυμένο πια κίνημα κατά των μέγα εξορύξεων να συνδεθεί άμεσα με τον αγώνα ενάντια στον τρομονόμο, να γίνει δηλαδή η κοινωνική αντανάκλαση του αγώνα ενάντια στον 187Α. Από τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική παράνοια των ισοπεδωτικών εξορύξεων και της καταστροφής της φύσης, ως τον αγώνα ενάντια στην παράνοια/ αυθαιρεσία του εγκλεισμού και της φυσικής και ψυχικής εκμηδένισης των πολιτικών αντιπάλων, ο δρόμος είναι ή θα έπρεπε να είναι αυτονόητα δυνατός και ανοιχτός. Δείγμα κατασταλτική γραφής Χαλκιδικιώτες και αλληλέγγυοι/αλληλέγγυες είχαν λάβει ήδη στις 21/10/2012. Εκείνο το απόγευμα στις Σκουριές-Χοντρό Δέντρο κατά τη διενέργεια του πρώτου οργίου καταστολής, αυτό που κατεστάλη ήταν πρώτιστα οι εγκληματικές αφέλειες και οι ανυπόστατες αισιοδοξίες των “φιλονομιμοφρόνων” και, κυρίως, των απανταχού φιλοαναθετικών. Στους δήθεν αυτονόητους κομπασμούς ότι η αστυνομία δεν μπορεί και δεν θα χτυπήσει γερόντια και γυναικόπαιδα έλαβαν ως απάντηση ευθείες βολές πλαστικών σφαιρών και δακρυγόνων διασποράς και ένα ανηλεές, συνεχές κυνηγητό 8 χλμ μέσα σε διακεκομμένα χημικά τούνελ που προοδευτικά δημιουργούσαν “τα παιδιά του λαού”, τα “δικά μας παιδιά”, οι μπάτσοι δηλαδή. Δυστυχώς, το μήνυμα από πολλούς δεν έγινε αντιληπτό στο βάθος του, το θέαμα είναι πιο εύληπτο από την ουσία των πραγμάτων, οπότε και οι πιθανότητες φαντασιακής ρήξης ενός “παραδοσιακά” συντηρητικού λαού καθίστανται σχεδόν αδύνατες. Έτσι, όταν χρειάστηκε να αντιμετωπιστεί η ad hoc “βιομηχανία διώξεων”, οι περισσότεροι διωκόμενοι βρέθηκαν μπροστά της ως ατομικές και όχι ως κινηματικές υποστάσεις. Οπότε και η δικαστική αίθουσα δεν έγινε σαφώς για όλους και άμεσα ένα ακόμη σημαντικό πεδίο του αγώνα.

4) Ένα πραγματικό πογκρόμ έχει συντελεστεί από το κράτος ενάντια στους αγωνιζόμενους κατοίκους της Χαλκιδικής. Πόσοι συνολικά διώκονται ή έχουν διωχθεί και σε ποιά φάση βρίσκονται αυτές οι δίκες σήμερα; Σε νομικό επίπεδο τι μεθοδεύσεις και καινοτομίες έχουν εφαρμοστεί ως προς αυτές τις διώξεις;

Η αλήθεια είναι ότι από αυτή την άποψη είχαμε την τιμητική μας. Από την έναρξη των εντάσεων, με αφορμή την εισβολή της Eldorado στο βουνό, και μέχρι τις κινητοποιήσεις με το Beyond Europe, τον Αύγουστο του ’15, οι εμπλεκόμενοι σε δικογραφίες διαφοροποιημένης σοβαρότητας ήταν περίπου 450 άνθρωποι. Εξ αυτών, περίπου 70 αλληλέγγυοι/ες από το εξωτερικό. Συνολικά μέχρι στιγμής έχουν σχηματιστεί περισσότερες από 40 δικογραφίες, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος έχει ολοκληρωθεί και αφορά σε αθωώσεις και παραγραφές με το νόμο 4411/16 του Παρασκευόπουλου. Αυτή την στιγμή εκκρεμούν οι τρεις πιο δύσκολες δίκες, του εμπρησμού του εργοταξίου των Σκουριών, του Λάκκου Καρατζά και των γεγονότων στις 9/9/12 στις Σκουριές, που εκδικάζεται στις 6/6/18 στο μεικτό Ορκωτό Θεσ/νίκης, και αφορά άλλους πέντε συναγωνιστές. Οι παραπάνω συνοδεύονται από τέσσερα εφετεία για αντίσταση κατά της αρχής και διατάραξη κοινής ειρήνης, συν καμιά δεκαριά ακόμη προσδιορισμένες ή προς προσδιορισμό δικογραφίες επίσης πλημμεληματικού χαρακτήρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί από εμάς εμπλέκονται ακόμη και σε 15 δικογραφίες. Σε νομικό επίπεδο καινοτομία και μεθόδευση αποτέλεσε το εύρος και το καταφανές της ποινικοποίησης της ίδιας της κοινωνικής διαμαρτυρίας αλλά και των απλών καθημερινών ανθρώπινων σχέσεων, πόσω μάλλον της αντίστασης. Μια αυτόβουλη καλησπέρα ή μια μικρή στάση στο σημείο της διαμαρτυρίας ενός περαστικού ήταν αρκετή για να τον εμπλέξει σε ένα δικαστικό πήγαινε-έλα. Οι σαράντα τόσες δικογραφίες στήθηκαν αφού πρώτα μελετήθηκαν επί χρόνια, σε υψηλά εταιρικά και κρατικά κλιμάκια, τα πρωτόγνωρα κοινωνικά δεδομένα που αναδύονταν στην περιοχή. Δεν ήταν καθόλου τυχαία -και ήταν σίγουρα καινοτομία- η επιλογή εισβολής για την καταστροφή του φυλακίου αγώνα και την κατάληψη του βουνού το Μάρτη του 2012 των μισθοφόρων-εργαζομένων και όχι των αστυνομικών δυνάμεων καταστολής. Όπως και δεν ήταν απλή τηλεοπτική ατάκα, αμέσως μετά τα “μεγάλα” γεγονότα των Σκουριών, η παραδοχή-προτροπή του αστυνομικού διευθυντή Χαλκιδικής ότι το ζήτημα στη ΒΑ Χαλκιδική δεν γίνεται να αντιμετωπιστεί μόνο με τη χυδαία αστυνομική βία. Πως θα έπρεπε να προσβληθούν οι νέες κοινωνικές, όπως και πολιτικές σχέσεις, που διαμορφώνονταν μέσα από τον καθημερινό αγώνα ενάντια στην εταιρεία, με τις χωριάτικες πλατείες μας και τις συζητήσεις μας περί αυτοδιαχείρισης και άμεσης δημοκρατίας, μέσα από την υπέρβαση του τοπικού και τη συμμετοχή σε κάτι που έγινε πανελλήνιο και παγκόσμιο. Αυτό επιτυγχάνεται πολύ καλύτερα με τη μακροχρόνια φθορά της “κόλλας χαρτιού” των δικαστηρίων και της μεθοδευμένης υπονόμευσης μέσω του εκφοβισμού και της καχυποψίας. Άξιο, επίσης, λόγου και προσοχής είναι το γεγονός ότι οι δυο τελευταίες κλήσεις σε προανάκριση, που επιδόθηκαν τον περασμένο Φλεβάρη στη Μ. Παναγία, αφορούν σε διαμαρτυρίες στη δασική περιοχή Τσικάρας-Μεγάλης Παναγίας το Μάρτη και Απρίλη του ’17 κατά τη διενέργεια γεωερευνητικών γεωτρήσεων εκτός των “αδειοδοτημένων” Σκουριών, είναι μηνύσεις από την Eldorado και όχι από την Εισαγγελία Πολυγύρου. Στις δυο αυτές μηνύσεις, που εμπλέκουν 23 ανθρώπους συνολικά, η εταιρεία υπονοεί σαφώς διαφυγόντα κέρδη όποτε έχει καταθέσει και πολιτική αγωγή. Μάλλον θα πρωτοτυπήσει και πάλι η Χαλκιδική με την πρώτη φαινομενικά “δειλή” (λόγω διατύπωσης) εφαρμογή διατάξεων που προβλέπονται στη CETA, τη διατλαντική συμφωνία Ευρώπης – Καναδά.

5) Αυτές οι διώξεις κατά πόσο έχουν επηρεάσει την αγωνιστική διάθεση των κατοίκων; Έχουν λειτουργήσει ανασταλτικά;

Η κατασταλτική δυναμική που αναπτύχθηκε και οι εσωτερικοί διαχωρισμοί που εμφανίστηκαν αναφορικά με τη διαχείριση των επικείμενων δικών, επέτρεψαν την επανεμφάνιση στο προσκήνιο διαφόρων επαγγελματιών παρηγορητών. Πολιτικάντιδων, κυβερνητικών, παρακυβερνητικών, αυτοδιοικητικών, παπάδων και δεκάδων δικηγόρων. Η μεθοδική δράση τους όλα αυτά τα χρόνια σίγουρα επηρέασε την αγωνιστική διάθεση των κατοίκων, αλλά δεν την ανέστειλε, αφού οι δυναμικές κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του 2015. Το κίνημα, βέβαια, προοδευτικά απομαζικοποιήθηκε, παρά την όποια ζωντάνια. Σ’ αυτό συνέδραμαν σίγουρα α) το επικοινωνιακό παιχνίδι της κυβέρνησης με όρους αριστερής πολιτικής προπαγάνδας, αυτούς των “αυστηρών” εξαγγελιών (οι διοικητικά ανυπόστατες αποφάσεις Λαφαζάνη, τα “τσουχτερά” πρόστιμα, οι αποφάσεις “κόλαφος” Σκουρλέτη και η “ακριβοδικεία” του χρηματιστή Σταθάκη), β) η απειλή απώλειας της “ιερής” εργασιακής εκμετάλλευσης από το “μεγαλύτερο” επενδυτή στην χώρα, ενορχηστρωμένη μέσα στην φούρια του τρίτου μνημονίου από τα “νέο- εργατιστικά” ιδιωτικά κανάλια (Σκάι, Αντένα, Mega κτλ), που καθησύχαζε τους αντιδρώντες ότι κάτι πολύ σοβαρό θα συμβεί και γ) με καταλύτη, βέβαια, την εκ νέου αναθετική διάθεση, όπως αυτή αναδείχθηκε σε όλη την ελληνική επικράτεια, όπως και στην περιοχή, μετά τη συλλογική παραίσθηση υπέρ δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015. Παρόλα αυτά, όμως, και ανεξάρτητα από τη μικρή ή μεγάλη μαζικότητα, το κίνημα στη ΒΑ Χαλκιδική παραμένει ζωντανό και ενεργό, συνεχίζοντας να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις λειτουργίες της εταιρείας. Δεν είναι τυχαία, όπως είπαμε και πριν, η αυτοπρόσωπη πλέον εμπλοκή της εταιρείας στο δικαστικό αγώνα, κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι σήμερα. Ας αναλογιστούμε, στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου, ότι η εταιρεία τότε ως “δείγμα καλής διάθεσης” προς την τοπική κοινωνία είχε ανακαλέσει την παράσταση πολιτικής αγωγής.

6) Στην Ήπειρο πολυεθνικές εταιρείες σχεδιάζουν να προχωρήσουν σε χερσαία εξόρυξη πετρελαίου και υπάρχουν αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία, αντίστοιχα και σε άλλες περιοχές για ζητήματα λεηλασίας της φύσης υπάρχουν κινήσεις που αντιστέκονται. Υπάρχει κάποιος συντονισμός ή σκέψη για κάτι τέτοιο;

Με τους Ηπειρώτες, όπως και με άλλες τοπικές ή ευρύτερες αντιστάσεις/ αντιδράσεις, υπάρχουν κυρίως σχέσεις επικοινωνίας και αμοιβαίας υποστήριξης. Η Επιτροπή Αγώνα Μ. Παναγίας συμμετέχει στις προσπάθειες συντονισμού που βρίσκονται σε εξέλιξη μέσω της Πανελλαδικής Συμμαχίας για το Νερό ή της Συνέλευσης για την Αποανάπτυξη και την Άμεση Δημοκρατία, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι έχει επιτευχθεί κάτι καταληκτικό. Τα νερά του Πηλίου, ο Αχελώος, το Ελληνικό, οι ΒΑΠΕ και τα πετρέλαια στην Ήπειρο είναι σίγουρα και δικό μας θέμα. Όμως ο συντονισμός των δράσεων είναι ένα σημαντικό ζητούμενο και νομίζω πως για να επιτευχθεί πραγματικά κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα να ξεφύγουμε από τις εξ ανάγκης και εκ των πραγμάτων συμμαχίες (κοινός εχθρός γαρ) και να μπούμε σε μια πιο ειλικρινή και εφ όλης της ύλης προσέγγιση των ζητημάτων καταστροφής και λεηλασίας της φύσης. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρα αντιληπτό και συνειδητά αποδεκτό ότι το κοινωνικό είναι βαθύτερα πολιτικό, ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού δεν σημαίνει μόνο κέρδη για την όποια εταιρεία, ότι οι εξορύξεις αν δεν γίνουν στην Ευρώπη θα εντατικοποιηθούν στον τρίτο ή αναπτυσσόμενο κόσμο, ότι το τοπικό δεν είναι εγωιστικά τοπικιστικό, αλλά ευρύτερο, και μπορεί και παγκόσμιο, ότι ο καπιταλισμός δεν είναι αναρχοκομμουνιστική αφαίρεση, αλλά αυτό που υφιστάμεθα λόγω της ληστρικής του φύσης καθημερινά. Θέλω να πω ότι, εκτός από τους κοινούς εχθρούς, πρέπει να προσδιορίσουμε και κοινούς στόχους με πειστικές αντιπροτάσεις υπέρβασης των καταναλωτικών παραισθήσεων του καπιταλιστικού κόσμου, για να “τολμήσουμε” έναν πραγματικό και ενδεχόμενα αποτελεσματικό συντονισμό.

7) Η επιτροπή αγώνα Μεγάλης Παναγίας έχει βγάλει ανακοινώσεις εκφράζοντας την αλληλεγγύη της σε πολιτικούς κρατούμενους π.χ. Νίκος Ρωμανός. Πώς αντιλαμβάνεστε τους πολιτικούς κρατούμενους στα πλαίσια του δικού σας αγώνα;

Στη Μ. Παναγία από την αρχή του αγώνα το 2006 είχε γίνει αντιληπτό ότι το πρόβλημα των εξορύξεων είχε έντονα πολιτικές διαστάσεις και δεν ήταν απλά περιβαλλοντικό ζήτημα ή χρηματιστηριακό παιχνίδι. Έτσι, με τη συζητημένη μεταξύ των κατοίκων πολιτική αποχή στις πρώτες Καλλικρατικές εκλογές του 2010, αναδείχθηκε πρώτο κόμμα η κάλπη-χέστρα, με 38%, και δημιουργήθηκε η κοινωνική δυναμική έντονης πολιτικής και ακτιβιστικής αντιπαράθεσης, τόσο με τον συρφετό του τέως υπουργού και τέως Δημάρχου, Πάχτα, όσο και με τους διάφορους κυβερνητικούς και εταιρικούς παρατρεχάμενους. Έτσι, όταν μπήκε στο παιχνίδι η αντιτρομοκρατική, με αφορμή τον εμπρησμό του εργοταξίου τον Φλεβάρη του 2013 και λόγω ακριβώς της παρουσίας της, η Επιτροπή Αγώνα Μ. Παναγίας, συνέχισε να υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένες δίκες έπρεπε να γίνουν άλλο ένα πεδίο αγώνα και να μετατραπούν σε ανοιχτά πολιτικές δίκες, μέσω της καθαρά κινηματικής υπερασπιστικής γραμμής και δεδομένου του πλήθους των εκατοντάδων εμπλεκομένων. Όπως, όμως, το αδιάσπαστο θεωρίας και πράξης παραμένει δύσκολο ζήτημα, ακόμα κι όταν αυτό επιβάλλεται από τις περιστάσεις, έτσι δυστυχώς και ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων δεν γίνεται αντιληπτός (σε όλη του τη διάσταση) εύκολα στην περιφέρεια όπως και στα μαζικότερα κινήματα, παρά τις όποιες εξαιρέσεις ή διαθέσεις πολλών αγωνιζομένων στην περιοχή μας.

8) Η αλληλεγγύη στον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στην Eldorado ήταν όντως μεγάλη και πολύμορφη, τόσο από τον αναρχικό και αντιεξουσιαστικό χώρο, όσο και από κομμάτια της αριστεράς. Αυτό στους κατοίκους αυτών των περιοχών τί επίδραση είχε, τόσο σε επίπεδο πολιτικής συνείδησης, όσο και γενικότερα;

Είναι γνωστό ότι η Χαλκιδική, αν και με εξαιρέσεις, είναι ένας πολιτικά και κοινωνικά συντηρητικός τόπος. Από μόνη της η αποδοχή της αμέριστης αλληλεγγύης του α/α χώρου και πολλών αριστερών, όπως και, σε πολλές περιπτώσεις, η επιστροφή προς αυτούς, μπορεί να ειδωθεί ως μια πολύ θετική επίδραση. Συνεχίζει, όμως, να υπάρχει και σ’ αυτό το θέμα ένα ακόμα. Τα περισσότερα κοινωνικά ή περιβαλλοντικά κινήματα, αργά ή γρήγορα, έρχονται αντιμέτωπα με ένα σοβαρό και ανεπίλυτο κοινό πρόβλημα. Σε βάθος χρόνου δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν με συνέπεια ή να έχουν συνέχεια αναφορικά με τις μαγικές και δημιουργικές στιγμές ανόδου και της κορύφωσης που, συνήθως, τα ίδια δημιουργούν. Σπάνια, δηλαδή, καταφέρνουν να διατηρήσουν την αυτοποιητική ορμή τους και τις αυθόρμητες υπερβάσεις τους, γιατί, επί το πλείστον, οι στόχοι και οι προσδοκίες τους εμπεριέχουν στην τελική τη λογική του εξειδικευμένου και κατά συνέπεια του μερικού, του επιμέρους. Το επίσης σοβαρό, όμως, της υπόθεσης είναι ότι και οι αλληλέγγυοι πολιτικοί χώροι συχνά δεν αντιλαμβάνονται το πραγματικό πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα πολλών επιμέρους αγώνων. Πιστεύω ότι ο αγώνας π.χ. ενάντια στις μέγα εξορύξεις και τη διαρκή, ληστρική αναζήτηση νέων ενεργειακών και φυσικών πόρων δεν έγινε αντιληπτός στην πραγματική του διάσταση και στην αυτονόητη βαρύτητά του στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Πέρα από τη σημαντικότατη αλληλεγγύη και συμμετοχή στις δυναμικές του αγώνα και την αυτονόητη, θα έλεγα, καταγγελία των διώξεων και της καταστολής, δεν κατάφεραν ακόμη ή δεν θέλησαν να οικειοποιηθούν τις προτροπές και παραινέσεις τόσο, αρχικά, της Πρωτοβουλίας Ενάντια στις Βλαπτικότητες, όσο και στη συνέχεια της Επιτροπής Αγώνα Μ. Παναγίας, ότι η καλύτερη συνδρομή και βοήθεια στον παραπάνω αγώνα θα ήταν η δικιά τους ανεξάρτητη πολιτική ανάλυση για το τι πραγματικά διακυβεύεται σε όλα τα επίπεδα με την εντατικοποίηση και επιβολή των μέγα εξορύξεων και για το πώς θα μπορούσε να ανοίξει ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος πάνω στην αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού των βασικών ανθρώπινων αναγκών.

9) Σήμερα θεωρείς ότι θα πρέπει οι όποιες κινήσεις αλληλεγγύης να επικεντρωθούν στο να αναδείξουν τους λόγους αυτής της βιομηχανίας διώξεων; Να αποτελέσουν οι δίκες άλλο ένα πεδίο του αγώνα; Ποιά είναι τα σημερινά πολιτικά επίδικα;

Ναι, θεωρώ ότι η επικέντρωση των κινήσεων αλληλεγγύης στην ανάδειξη των βαθύτερων λόγων της ύπαρξης της βιομηχανίας διώξεων και των πειραματικών κατασταλτικών μοντέλων μπορεί να βοηθήσει και τον ίδιο τον αγώνα ενάντια στις εξορύξεις στη Χαλκιδική και τη λοιπή επικράτεια, αλλά και να συνδράμει τους ντόπιους στην προσπάθεια μετατροπής των δικών σε ακόμη ένα πεδίο αγώνα. Όσο για τα σημερινά πολιτικά επίδικα, θα έλεγα ότι το ένα βρίσκεται στην εκ νέου προσπάθεια υπέρβασης της λογικής της ανάθεσης και της φιλοσοφίας της αναμονής που χαρακτηρίζουν εδώ και τρία χρόνια μεγάλο μέρος συναγωνιστών και συναγωνιστριών, ενώ το άλλο, το μάλλον δυσκολότερο, που αφορά τόσο τους ντόπιους, όσο και τους αλληλέγγυους, είναι, όπως έλεγα και προηγουμένως, η συνειδητή προσπάθεια ανοίγματος ενός πολιτικού δημόσιου διαλόγου πάνω ακριβώς στον επαναπροσδιορισμό των βασικών αναγκών και στη διερεύνηση πειστικών αντιπροτάσεων για έναν κόσμο χωρίς κράτη και αφεντικά, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.