i)
Μέχρι τώρα η ιστορία έχει δείξει πως η κοινωνική αντίδραση απέναντι σε καθεστώτα κεντρικής εξουσίας αναπτύσσει μια διαλεκτική, ανταγωνιστική σχέση, παρόμοια με αυτή του φυσικού νόμου δράσης-αντίδρασης. Είναι μάλλον αδύνατον να υπάρξει κάποια κεντρικά επιβεβαιωμένη εξουσία η οποία τυγχάνει καθολικής αποδοχής ώστε να μην εμφανίζεται ίχνος διαμαρτυρίας, αντίστασης, αντίδρασης, καθώς είναι αδύνατον να επιτευχθεί τόσο απόλυτη κοινωνική νομιμοποίηση. Ακόμα και στα πιο σκληρά, τα πιο ολοκληρωτικά καθεστώτα, αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν χαραμάδες από τις οποίες θα ξεπηδήσει η αμφισβήτηση, όποιο ιδεολογικό -ή άλλο- πρόσημο μπορεί να φέρει αυτή, από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο.
Αυτή η αναπόδραστη αλήθεια, επιβεβαιωμένη άπειρες φορές στο παρελθόν, μεταφράζεται και σε μια αντίστοιχη οικουμενική εμπειρία γύρω από το πως αντιμετωπίζονται, διαχειρίζονται και προλαμβάνονται τέτοιου είδους κοινωνικές κρίσεις, και τη στιγμή που φτάνουν στο σημείο να γίνουν απειλητικές, αλλά και πριν. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι πάντοτε και παντού υπήρχε ευθυγράμμιση, με την οποία τέτοια οικουμενική εμπειρία, και πολύ περισσότερο ότι κάθε στρατηγική καταστολής και πρόληψης, ήταν πάντοτε επιτυχημένη. Αν ήταν έτσι, τότε θα είχε εφευρεθεί η απόλυτη συνταγή της επιτυχίας στη διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας. Αντ’ αυτού, κι επειδή γενικά οι κοινωνικές διεργασίες δεν εμπίπτουν όλες τους σε ντετερμινιστικά σχήματα και νομοτέλειες, κι επειδή ο παράγοντας της ανθρώπινης συμπεριφοράς εξακολουθεί κι έχει το στοιχείο του απρόβλεπτου που κανένας αλγόριθμος δε μπορεί να υπολογίσει 100%, το στοίχημα της ανατροπής παραμένει ανοιχτό. Κι αυτό ακριβώς είναι που φοβάται η κυριαρχία.
Στο πέρασμα του χρόνου (και των αιώνων) η «τέχνη του κυβερνάν» άρχισε να εμπεδώνεται ολοένα και περισσότερο ως μια ολόκληρη επιστήμη που απαιτεί μάλιστα ειδική εκπαίδευση, επιμόρφωση και βαθιά γνώση του παρελθόντος και των χιλιάδων μικρών ή μεγάλων κουκίδων ανυπακοής και ανταρσίας που έχουν σημειωθεί στο σύνολο της -δυνάμει γνωστής- ιστορίας, κατά τη λογική του όσο πιο καλά γνωρίζεις το παρελθόν, τόσο πιο καλά μπορείς να χαράξεις το μέλλον.
Το ζήτημα λοιπόν της κοινωνικής ανατροπής είναι κάτι που διαχρονικά προβληματίζει την εκάστοτε πολιτική διαχείριση κάθε εξουσίας. Στο σύγχρονο πλέον κόσμο, η κοινή αποδοχή -ακριβώς πάνω στην οικουμενική εμπειρία που περιγράφονταν πριν- του φαινομένου του εσωτερικού εχθρού, της πιθανότητας δηλαδή να προκύψει μια κοινωνική δυναμική, η οποία, είτε από κάποια δυσαρέσκεια, είτε από κάποια ιδεολογική ή θρησκευτική έχθρα, μπορεί να φτάσει στο σημείο να απειλήσει τη συνοχή και τη σταθερότητα ενός καθεστώτος, έχουν υπαγορεύσει ως αναγκαία την λήψη μέτρων. Τέτοια μπορεί να είναι η ενίσχυση όλων των μηχανισμών άμεσης άμυνας, ενισχύοντας όλους τους κατασταλτικούς θεσμούς και μηχανισμούς. Αυτή η ενίσχυση μπορεί να αφορά είτε την επάνδρωση των εσωτερικών σωμάτων ασφαλείας ή την δημιουργία νέων ειδικά εκπαιδευμένων για ειδικές περιπτώσεις. Η τεχνολογική εξέλιξη επίσης, καθώς και τα διάφορα νέα επιστημονικά επιτεύγματα, μπορούν να διατίθενται στις υπηρεσίες της κυριαρχίας προκειμένου αυτή να είναι πιο αποτελεσματική κι ένα βήμα πιο μπροστά κάθε φορά.
Όλα τα παραπάνω όμως είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο μπορεί να έχει να κάνει με πιο περίπλοκες καταστάσεις, όπως η νομική θωράκιση ενός καθεστώτος ώστε ανατρεπτικές πράξεις διαφοροποιημένης έντασης να εμπίπτουν σε ένα διαφορετικό, πιο ειδικό πλαίσιο διώξεων και ποινών. Τέτοιου είδους ακραία νομοθετικά μέτρα έχουμε πχ. εναντίων των πιο ριζοσπαστικών πολιτικών κινημάτων στην Ευρώπη και την Αμερική του 19ου και του 20ου αιώνα, όπου το φαινόμενο του αναρχικού τερορισμού ήταν ιδιαίτερα οξυμένο. Μεταξύ 1914 και 1920, για παράδειγμα, η δράση άτυπων εξεγερσιακών αναρχοκομμουνιστικών δικτύων που προέβαιναν σε σειρά απαλλοτριώσεων, εκρήξεων και απόπειρών εκτελέσεων, οδηγεί στην υστερία του «κόκκινου τρόμου» (red scare), όπως επικράτησε να λέγεται. Ειδικοί αντι-αναρχικοί και αντι-ανατρεπτικοί νόμοι ψηφίστηκαν όπως η Espionage Act του 1917 ή η Sedition Act του 1919, που, στην ουσία, στρεφόταν δυνητικά ενάντια σε κάθε έκφραση αμφισβήτησης του νομικού status quo στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αυτές οι διατάξεις, που θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο οι πρώτες ιστορικές απόπειρες «αντι-τρομοκρατικής» νομοθεσίας, διεύρυναν τις έρευνες και τις εισβολές σε σπίτια, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, μέχρι και τις απελάσεις ακόμα και αμερικανών υπηκόων με ριζοσπαστική δράση.
Για την ιστορία, βάσει των ίδιων νόμων διώχθηκαν και καταδικάστικαν σε θάνατο και οι αναρχικοί Σάκκο και Βαντσέτι.
Παρόμοια ιστορικά παραδείγματα φυσικά μπορούμε να βρούμε πολλά, χωρίς να χρειάζεται να σκάψουμε πολύ βαθιά στο παρελθόν. Η ενίσχυση όλων των παραπάνω θεσμικών κατασταλτικών μηχανισμών, η οποία φτάνει στο σημείο να διευρύνει το πλαίσιο στο οποίο μπορούν να κινηθούν εναντίον οποιασδήποτε δραστηριότητας, κρίνεται αρκετά επικίνδυνη και απειλητική, υπάγεται και αυτή με την σειρά της σε ένα άλλο πλαίσιο, αυτό του κοινωνικού ανταγωνισμού που διαμορφώνει ισορροπίες και συσχετισμούς. Το πόσο αυστηρό, απόλυτο, οριζόντιο στην εφαρμογή του μπορεί να φτάσει να γίνει ένα τέτοιο καθεστώς έκτακτης ανάγκης (όπως αυτό μπορεί να προκύψει βάσει των όσων περιγράφηκαν παραπάνω) και πόσο μπορεί να απλωθούν και σε ποιο βαθμό ειδικές συνθήκες εξαίρεσης, αυτό έχει να κάνει με την ποιότητα, την ένταση και την όξυνση της ριζοσπαστικοποίησης του εκάστοτε εξωτερικού εχθρού, αλλά και με τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν από καθεστώς σε καθεστώς: ένας διαδηλωτής που κατηγορείται για ταραχές, π.χ. σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, είναι δυνατόν να προφυλακιστεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ με τις ίδιες κατηγορίες στη Σαουδική Αραβία μπορεί μέχρι και να αποκεφαλιστεί. Αντίστοιχα, σε περιόδους εξαιρετικά τεταμένων κοινωνικών αναταραχών και αυξημένης κοινωνικής επισφάλειας, μπορεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης να λάβει τη μορφή ακόμα και εντελώς απόλυτων και οριζόντιων μέτρων δίωξης κάθε έκφρασης αμφισβήτησης, όπως ήταν, για παράδειγμα, στην χώρα μας οι πρώτες δεκαετίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Αντίστοιχα, σε περιπτώσεις άλλων χωρών, όπως η Ουρουγουάη, ή η Αργεντινή, ή ακόμα και η Ελλάδα του 1967, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης μπορεί να μην περιοριστεί απλά σε συγκεκριμένα μέτρα και μια κάποια ενίσχυση κατασταλτικών μηχανισμών (γιατί αυτά μπορεί να μην αρκούν πλέον), αλλά να πάρει την μορφή του πραξικοπήματων και δικτατοριών.
ii)
Σε κάθε εποχή και σχεδόν οπουδήποτε, όλα τα συστήματα εξουσίας ένιωθαν την ανάγκη μιας ιδεολογικής επένδυσης που να τα νομιμοποιεί -εκτός των άλλων- και ηθικά. Υπήρχαν λοιπόν οι ανάλογες προπαγανδιστικές κατασκευές και φαντασιακά ώστε να εκπληρώνουν αυτή την αποστολή. Αυτή η νόμιμη και ηθική τάξη πραγμάτων αυτομάτως μετέτρεπε κάθε επαναστάτη σε ό,τι πιο μιαρό, ανήθικο και ανίερο, αφού πήγαινε κόντρα σε όλες τις νόμιμες και ηθικές αξίες μιας κοινωνίας. Φυσικά, το τι είναι νόμιμο και ηθικό έχει αλλάξει διάφορες φορές πρόσημο και θα αλλάζει όσο εξακολουθούν να μεταβάλλονται οι κοινωνικοί συσχετισμοί, είτε προς το προοδευτικότερο, είτε προς το συντηρητικότερο.
Στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον και ειδικά στο δυτικό πρωτοκοσμικό καπιταλισμό και τις περιφέρειες του, η όποια ανατρεπτική δράση φτάνει στο σημείο μιας κάποιας δυναμικής εκδήλωσης (π.χ. σαμποτάζ, εκτελέσεις, ληστείες, εμπρησμοί), θεωρείται άκρως παράλογη, αναχρονιστική, προϊόν τυφλού φανατισμού και μίσους και πάνω σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο γεννιέται και η αναγκαιότητα κατασκευής ενός ορισμού ιδιαίτερα συναισθηματικά και συγκινησιακά φορτισμένου, που θα αποδίδει μια ιδιαίτερη απαξία σε αυτό το φαινόμενο, καθώς το όποιο καθεστώς ειδικής εξαίρεσης απαιτεί και το αντίστοιχο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο που θα του χαρίζει το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα. Σε αυτό το πλαίσιο, την αποστολή αυτή αναλαμβάνουν να εκπληρώσουν τα ΜΜΕ με μια πληθώρα τεχνικών που μπορεί να είναι η συκοφαντία, η λάσπη, η ειρωνεία, η προσπάθεια γραφικοποίησης. Τα ΜΜΕ επενδύουν περισσότερο στη δύναμη του εύρους τους και στην δυναμική χρήση του θεάματος, αλλά, στην ίδια κατεύθυνση, και μάλιστα ίσως και πιο ύπουλα και επικίνδυνα, στρατεύονται και μια σειρά θεωρητικών, λόγιων, διανοούμενων αλλά και βετεράνων πρώην επαναστατών, οι οποίοι όλοι αυτοί οικοδομούν πέρα από το ηθικό πλεονέκτημα και το θεωρητικό υπόβαθρο της εκάστοτε αντι-τρομοκρατικής προπαγάνδας. Θεωρείται δεδομένο, ας πούμε, ότι στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και αστάθειες είναι λυμένα αλλά και όπου προκύπτουν τέτοια ζητήματα, υπάρχουν πλέον άλλοι τρόποι επίλυσης, πιο «πολιτισμένοι», πιο δημοκρατικοί. Επομένως, όποιος καταφεύγει στην βία για να υποστηρίξει και να προωθήσει τις θέσεις του, είτε ατομικά, είτε συλλογικά, είναι εχθρός ολόκληρης της κοινωνίας, συνεπώς, μια ειδική περίπτωση εχθρού για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτούνται ειδικά έκτακτα μέτρα και που φυσικά κάθε μέσο (αν όχι όλα τα μέσα) κρίνεται ηθικά πρόσφορο και αναγκαίο για την καταπολέμηση ενός τέτοιου εχθρού, ο οποίος βαφτίζεται ως «Τρομοκρατία».
Ιστορικά ο όρος Τρομοκρατία καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1793 για να περιγράψει την επικράτηση του τρόμου που είχε εγκαθιδρύσει στο Γαλλικό κράτος η κυβέρνηση των Ιακωβίνων. Περιέγραφε δηλαδή την βίαιη και επαναστατική φύση του νέου καθεστώτος. Από το 1880 και μετά ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις βίαιες πολιτικές ενέργειες του αντι-αποικιακού αγώνα στην Ιρλανδία και του αντι-απολυταρχικού αγώνα στην Ρωσία. Σήμερα, η χρήση του όρου έχει γενικευθεί τόσο, ώστε να μην υπάρχει ένα επαρκές πλαίσιο ορισμού και για αυτό παραμένει μια έννοια-λάστιχο, σκοπίμως ασαφής και επισφαλής, έτσι ώστε να μπορεί να τεντώνεται και να απλώνεται όπου χρειάζεται, όποτε χρειάζεται.
Σε γενικές γραμμές, ως τρομοκρατία φαίνεται να εκλαμβανεται ο πόλεμος που στρέφεται κατά των αμάχων ή γενικά κατά των αθώων, αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, η χρήση γενικεύεται, γιατί πέρα από όλα τα άλλα δεν είναι δυνατόν να προκύψει μια συνεπής οικουμενική συμφωνία στο ποιοι είναι αθώοι. Ζούμε, εξάλλου, σε μια εποχή όπου πυρηνικές υπερδυνάμεις είναι έτοιμες να ασκήσουν το νόμιμο δικαίωμά τους να αφανίσουν ολόκληρους αμάχους πληθυσμούς, αν αυτό καταστεί απαραίτητο , όπως συνέβη με την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στο τέλος του Β’ Π.Π. Αν λοιπόν τρομοκρατία είναι γενικά η στοχοποίηση αθώων, τότε το 1945 θα πρέπει να θεωρείται το έτος που ενηλικιώθηκε η τρομοκρατία. Καθώς, λοιπόν, αδυνατεί να σταθεί ένας τέτοιος ορισμός και φθίνει σιγά σιγά σαν σημασία, η τρομοκρατία σαν έννοια έχει αντικαταστήσει την έννοια του φαντασιακού αρχετυπικού κακού στην κοινωνική συνείδηση. Ως το απόλυτο κακό ορίζεται μια επικρεμάμενη απειλή που δεν στρέφεται μόνο ενάντια στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αλλά δυνάμει εναντίων όλων, αφού η διατάραξη των κοινωνικών ισορροπιών τους επηρεάζει όλους .
Καταληκτικά, λοιπόν, ο όρος τρομοκρατία προκύπτει πως είναι το πλαίσιο αναφοράς στο σύνολο των ανατρεπτικών εκείνων ενεργειών που στρέφονται φανερά κατά ενός καθεστώτος. Ο όρος αποσκοπεί στην απονοηματοδότηση της ίδιας της δράσης και στον ψυχολογικό πόλεμο εναντίων των δρώντων υποκειμένων, αλλά και στην απόσπαση ευρέων κοινωνικών συναινέσεων για κάθε είδους κατασταλτική ή προληπτική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, που μπορεί να φτάσει, να αγγίζει ή και να ξεπερνά την γκρίζα περιοχή νόμιμου-παράνομου, ηθικού-ανήθικου. Ταυτόχρονα, λειτουργεί και βοηθητικά στην σύναψη μετώπων και συμμαχιών επιπέδου κορυφής για το σχηματισμό ενός ενιαίου στρατοπέδου που στρέφεται ενάντια στο φαινόμενο της τρομοκρατίας ως μιας σύγχρονη ιερά συμμαχία.
Όπως έγραφε το 2000 και ο Ιταλός γερουσιαστής Κοσίγκα, υπουργός εσωτερικών και οπαδός της σκληρής γραμμής κατά της τρομοκρατίας, κατά την απαγωγή και εκτέλεση Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, και μετέπειτα πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, σε επιστολή του σε κρατούμενο άτομο τότε των Ερυθρών Ταξιαρχιών: «αυτό είναι ένα μέρος μιας ιστορικής περιόδου που έκλεισε και, τέλος πάντων, αυτή η λεγόμενη δικαιοσύνη ασκήθηκε και ακόμα ασκείται εναντίων σας. Ακόμα και αν με νομικούς όρους νόμιμα ασκείται, είναι, με την πολιτική έννοια, βεντέτα ή φόβος»
Παναγιώτης Αργυρού, μέλος της ΣΠΦ