Δυστυχώς πλέον στις μέρες μας αποτελεί ιστορικό γεγονός η καταστολή και η βίαιη κατάλυση των επαναστατικών δυνάμεων που προκύπτουν, ανά τα χρόνια, μέσα στα καπιταλιστικά κράτη. Η Ευρώπη στο σύνολο της οχυρώνεται, εδώ και δεκαετίες, απέναντι στην εσωτερική απειλή με την δημιουργία αντιτρομοκρατικών νόμων. Νόμοι, οι οποίοι έχουν δεκάδες παρακλάδια και άλλες τόσες ερμηνείες. Νόμοι που επιβάλλουν ένα ειδικό καθεστώς, τόσο σε ότι αφορά το δικαστικό σκέλος, όσο και το κομμάτι της φυλάκισης. Εδώ θα εστιάσουμε στο δεύτερο σκέλος, τον εγκλεισμό και το ειδικό καθεστώς εξαίρεσης.
Ξεκινώντας, πιστεύω πως έχει μία σημασία, να δούμε λίγο πιο συνολικά το ζήτημα της καταστολής στις δυτικές δημοκρατίες και το πώς συνδέεται άμεσα, τελικώς, με την ίδια την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος.
Καταρχήν, η καταστολή επιμέρους αγώνων αλλά και η ευρύτερη κατασταλτική πολιτική δεν είναι φαινόμενο που εμφανίζεται μόνο σε καιρούς κρίσης. Ήδη σε καιρούς «κοινωνικής νηνεμίας» και σχετικής «ευμάρειας» – για ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας- η κυριαρχία έχει επενδύσει στην κατασταλτική στρατηγική, δημιουργώντας έτσι την απαραίτητη ηθική νομιμοποίηση στο κοινωνικό πεδίο. Είναι η ανάγκη του συστήματος να «καθολικοποιήσει» το δόγμα της ασφάλειας, διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες, για να ριζώσει, να αναπαραχθεί και εν τέλει να μετεξελιχθεί στη συμμετοχή του κάθε ανθρώπου στο κατασταλτικό έργο σε επίπεδο καθημερινότητας. Με λίγα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατασταλτική πολιτική δεν είναι ο μηχανισμός που ενεργοποιείται περιστασιακά για την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα κρίσεων (οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτικών). Αντιθέτως, είναι μία διαρκής συνθήκη που στόχο έχει την εμπέδωση της ιδεολογίας του φόβου, μετατοπίζοντας το ειδικό βάρος της καταστολής στους εκάστοτε «επικίνδυνους» για την κοινωνία, είτε είναι οι οροθετικές πόρνες, είτε οι μετανάστες και οι υγειονομικές βόμβες, είτε ο αναρχικός χώρος. Πάντοτε θα υπάρχει στόχος, ο «αποδιοπομπαίος τράγος», που θα έρθει να εξυγιάνει το άρρωστο προσωπείο του καπιταλιστικού συστήματος, αφήνοντας όμως, ανέπαφο τον πυρήνα που γεννά και θα συνεχίσει να γεννά μιζέρια, εξαθλίωση και υποταγή. Εκεί στοχεύει η καταστολή, λοιπόν, σε καιρούς κοινωνικής ειρήνης. Στον ευνουχισμό της σκέψης, στην αδυναμία της πράξης.
Έτσι, στην ιστορική της εξέλιξη, η αστική δημοκρατία έχει δημιουργήσει και έχει βασιστεί πάνω σε “καταστάσεις εξαίρεσης”, ώστε να βρίσκει το χώρο να ανασυγκροτείται και να επαναπροωθεί το ιδεολόγημα της ασφάλειας. Φυσικό ακόλουθο είναι η διαρκής αυστηροποίηση των ήδη υπαρχόντων νόμων και η εξάντληση της ανοχής από πλευράς κράτους, δηλαδή το πέρασμα και η μετεξέλιξη από το “κράτος πρόνοιας” στο “κράτος ελέγχου”.
Ήδη από το ’70 έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα στη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου –κοινού μετώπου- από τους έχοντες εξουσία, με στόχο την αντιμετώπιση και την πάταξη των αυξημένων κοινωνικών εκρήξεων και των ένοπλων ομάδων, που εκείνη την περίοδο είχαν έντονη παρουσία σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Η ασύμμετρη απειλή ενός εσωτερικού εχθρού διαμόρφωσε πλήρως το αντιτρομοκρατικό οικοδόμημα, με ειδικούς νόμους, ειδικά δικαστήρια, ειδικές συνθήκες κράτησης.
Προφανώς και εντοπίζεται μία σύνδεση του κατασταλτικού μηχανισμού με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία και τις συνθήκες (κοινωνικοοικονομικές) που επικρατούν. Μπορούμε να πούμε ότι σε καιρούς κρίσης, όπως αυτής που βιώνουμε σήμερα, η καταστολή οξύνεται και γίνεται ακόμα πιο παραδειγματική για τα τμήματα της κοινωνίας που αντιστέκονται στο δημοκρατικό ολοκληρωτισμό.
Το μόνο –ίσως και τελευταίο- σημείο αιχμής, που μπορεί να εστιάσει το κράτος και να αναδείξει ως πολιτική αναγκαιότητα, είναι το δόγμα της ασφάλειας. Ο εσωτερικός εχθρός πλέον, εντοπίζεται σε όποια κοινωνική ομάδα επεμβαίνει (είτε άμεσα και επιθετικά, είτε λιγότερο έως παθητικά) στη διατήρηση του αγαθού της ασφάλειας. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η αυστηροποίηση του αντιτρομοκρατικού νόμου δε στοχεύει μόνο στην πάταξη των ένοπλων οργανώσεων, αλλά είναι ένα εργαλείο διάχυσης του φόβου και περιστολής των εξεγερσιακών διαθέσεων στο κοινωνικό σώμα, είναι ένα όπλο πάταξης ακόμα και της πρόθεσης για αντίσταση.
Αντίστοιχα, τα ειδικά δικαστήρια και οι ειδικές συνθήκες κράτησης μπορεί μέχρι σήμερα να αποτελούν μέτρα που εφαρμόζονται σε επαναστατικές οργανώσεις, αναρχικούς και το οργανωμένο έγκλημα, όμως ήδη παρατηρείται μία πρώτη διεύρυνση αυτών των τακτικών σε ανθρώπους που κατηγορούνται ή έχουν καταδικαστεί με τον 187 που αφορά εγκληματική οργάνωση, κάτι που προφανώς ανοίγει το δρόμο για μία ακόμα πιο ελαστική ερμηνεία του νόμου.
Έχει σημασία, λοιπόν, να κάνουμε μία ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της καταστολής, εστιάζοντας στις ειδικές συνθήκες κράτησης στις σύγχρονες δημοκρατίες της Ευρώπης, όπου η κυριαρχία έδειξε και δείχνει μέχρι και σήμερα το πιο αποκρουστικό της πρόσωπο. Αυτό της απόλυτης βίας και της καταπίεσης, που είναι και η πραγματικότητα του καπιταλισμού απογυμνωμένου από τις επίπλαστες κοινωνικές αξίες.
Αν από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε, λοιπόν, για να αναλύσουμε την ιστορική εξέλιξη των ειδικών συνθηκών κράτησης στη Ευρώπη, η αφετηρία μπορεί να εντοπιστεί νοητά στη Δυτική Γερμανία.
Η ιδιότυπη συνθήκη που βρέθηκε η Γερμανία, με το χωρισμό της σε Δυτική και Ανατολική, έθεσε από πολύ νωρίς την ανάγκη δημιουργίας μίας επιθετικής πολιτικής, που στόχο είχε τη ριζική εξουδετέρωση κάθε μορφής αντιπολίτευσης και αντίστασης από όπου κι αν προερχόταν.
Η δεκαετία του ’70 στην Γερμανία θα σημαδευτεί από ένα ευρύ αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά και με μια πολύ σημαντική δράση ένοπλων οργανώσεων όπως η «2 Ιούνη», οι «Επαναστατικοί Πυρήνες» και η «RAF».
Το Γερμανικό κράτος, λοιπόν, στην προσπάθεια να καταστείλει και να ενσωματώσει αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που μαχητικά αντιστεκόταν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, εστιάζει στο αντιτρομοκρατικό ιδεολόγημα.
Με το κρεσέντο να γράφεται στις φυλακές του Stammheim, απομόνωση, έλεγχος, περισσότερη απομόνωση, περισσότερος έλεγχος, περισσότερη βία. Οι φυλακές του Stammheim αποτελούν την επιτομή της κρατικής βαρβαρότητας. Εκεί οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε καθεστώς απόλυτης απομόνωσης από την υπόλοιπη «κοινωνία» των φυλακών, ενώ τα πρώτα χρόνια η απομόνωση ίσχυε και μεταξύ των φυλακισμένων της RAF.
Η αποφασιστικότητα τόσο των φυλακισμένων αγωνιστών, όσο και των επαναστατών εκτός των φυλακών που συνέχιζαν τον ένοπλο αγώνα, λειτούργησαν ως καταλύτης για να βγει στη επιφάνεια η αυταρχικότητα του Γερμανικού κράτους, μια αυταρχικότητα εφάμιλλη του ναζιστικού καθεστώτος.
Το 1977 είναι ένα από τα πιο μαύρα χρόνια της Δυτικής Γερμανίας. Το κράτος επιβάλλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημιουργεί επιτελείο αντιμετώπισης κρίσεων, με επικεφαλή τον καγκελάριο Σμιτ. Παράλληλα, απαγορεύεται κάθε μορφής επικοινωνία μεταξύ των 72 πολιτικών κρατουμένων. Συνθήκη που νομιμοποιήθηκε ουσιαστικά με νομοθεσία που ψηφίστηκε ένα μήνα αργότερα.
Στις 17 Οκτωβρίου γράφτηκε ο επίλογος, ή σχεδόν ο επίλογος, του «Γερμανικού φθινοπώρου», με την επιχείρηση εκτέλεσης του ηγετικού πυρήνα της RAF. Όμως, το αξιοσημείωτο δεν είναι η βιαιότητα του κράτους απέναντι στους αγωνιστές της RAF, αλλά η σιωπηλή αποδοχή της εκδοχής περί αυτοκτονίας, που έδωσε το κράτος, από το σύνολο της Γερμανικής κοινωνίας.
Εν τέλει, η κρατική μηχανή και η καταστολή πέτυχαν το στόχο της κοινωνικής συναίνεσης, στα πλαίσια της πλήρους αδρανοποίησης των αντιστάσεων, εσωτερικεύοντας το φόβο στο σύνολο της κοινωνίας. Οι κρατούμενοι της RAF είχαν επισήμως χαρακτηριστεί ως όμηροι τους κράτους, «προετοιμάζοντας» έτσι το έδαφος για την εκτέλεσή τους. Ο πόλεμος προπαγάνδας που προηγήθηκε και ακολούθησε την εκτέλεση των 4 επαναστατών, κατάφερε να επιβάλει τη λήθη στο συλλογικό θυμικό. Έτσι, 10 χρόνια μετά τις κρατικές δολοφονίες, η γερμανική κοινωνία δέχεται παθητικά τη δημιουργία ενός κολαστήριου, νέου τύπου, ένα χώρο φυσικής εξόντωσης των φυλακισμένων τις φυλακές του Weiterstadt. Φυλακή που ανατινάχθηκε το ΄93 λίγο πριν τα “εγκαίνιά” της από την RAF. Μία κίνηση που λίγο κατάφερε να αφυπνίσει τις κοινωνικές συνειδήσεις. Παρ’ όλα αυτά, το πρακτικό πλήγμα στην καρδιά του σωφρονιστικού συστήματος, έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στους αγωνιζόμενους ανθρώπους ανά την Ευρώπη και τον κόσμο.
Μία από τις πρώτες χώρες που βάδισε στα βήματα της πρωτοπόρου Γερμανίας ήταν η Ιταλία. Η Ιταλία όπως και η Γερμανία, ήταν κράτη στρατηγικής σημασίας τη δεκαετία του ΄70 για τις Η.Π.Α.. Γεωπολιτικά υπήρξαν χώρες άμεσων συμφερόντων, βάσεις για την πάταξη της κομμουνιστικής απειλής και φυσική δίοδος στην κεντρική Ευρώπη. Υπήρξε ξεκάθαρη ανάγκη λοιπόν για το Ιταλικό κράτος να μειώσει, έως και να εξαλείψει, κάθε κοινωνική αντίσταση και κάθε εστία εξέγερσης τόσο στο σύνολο της “ελεύθερης” κοινωνίας, όσο και στην κοινωνία της φυλακής.
Φυσικά οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στο εσωτερικό της Ιταλίας επίσπευσαν αυτή την ανάγκη του κράτους για όξυνση της καταστολής. Στις φυλακές η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Ο μεγάλος όγκος πολιτικών κρατουμένων που μπήκαν μέσα στις αρχές του ΄70 λειτούργησε καταλυτικά για να αρχίσουν και οι ποινικοί κρατούμενοι να συνειδητοποιούν και να αντιλαμβάνονται την ταξική τους θέση στο καπιταλιστικό σύστημα. Νιώθουν κομμάτι του προλεταριάτου και με τον καιρό δημιουργείται μία δυνατή σύνδεση, ένα δυνατός δεσμός μεταξύ εγκλείστων και άνομου προλεταριάτου εκτός των τειχών. Οι διεκδικήσεις και οι εξεγέρσεις μέσα στις φυλακές αυξάνονται ραγδαία. Αγώνες που στηρίζονται κυρίως από τη NAP (Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες) και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Αυτό το εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα οδήγησε το Ιταλικό κράτος το 1977 στην αναδιάρθρωση του σωφρονιστικού συστήματος και τη δημιουργία ειδικών συνθηκών κράτησης. Η αναδιάρθρωση αυτή κινείται σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι οι καλύτερες συνθήκες κράτησης, οι πιο ανθρώπινες συνθήκες, που φυσικά μπαίνουν στο «τραπέζι» ως αντίβαρο για να περάσει πιο εύκολα η δεύτερη αιχμή της αναδιάρθρωσης, η οποία αφορά στις ειδικές συνθήκες κράτησης για τους πολιτικούς κρατούμενους και όσους συμμετέχουν σε αγώνες εντός της φυλακής.
Έτσι, με την αναδιάρθρωση του 1977 η κατάσταση στις φυλακές άλλαξε, παρ’ όλα τα δήθεν ευεργετήματα, προς το χειρότερο. Ενώ αρχικά δημιουργούνται ειδικές πτέρυγες εντός των κανονικών φυλακών, ταυτόχρονα αρχίζει η κατασκευή ειδικών φυλακών υψίστης ασφαλείας. Μέσα σε ένα βράδυ στον Ιούλιο του ’77 περίπου 1.500 κρατούμενοι μεταφέρονται από τις φυλακές που βρίσκονται στις, δέκα τότε, ειδικές φυλακές.
Η πρώτη φυλακή που λειτούργησε με αυτές τι συνθήκες ήταν η Asinara, το Ευρωπαϊκό Alcatraz. Εκεί κρατούνται πολιτικοί κρατούμενοι. Αυτοί θα εγκαινιάσουν τις ειδικές πτέρυγες και εκεί θα ξεκινήσει ο δυναμικός αγώνας ενάντια στο άρθρο 90, αγώνας που οδήγησε πολλές φυλακές σε εξεγέρσεις και συγκρούσεις των φυλακισμένων αγωνιστών με μπάτσους και σωφρονιστικούς.
Το άρθρο 90 αρχικά αφορούσε τις συνθήκες κράτησης, δηλαδή μία σειρά από έξτρα περιορισμούς για μία ειδική κατηγορία κρατουμένων. Βέβαια, μετά την απαγωγή του Aldo Moro το ’78, οι συνθήκες θα σκληρύνουν για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους με επιβολή περισσότερων περιορισμών. Αυτές οι συνθήκες θα οδηγήσουν τους κρατούμενους στη χειρότερη των φυλακών, Asinara, σε μία διαμαρτυρία που κατέληξε σε μία από τις σημαντικότερες εξεγέρσεις στις Ιταλικές φυλακές. Μετά τη μάχη στη φυλακή Asinara, το ιταλικό κράτος αναδιοργανώνεται και απαντάει με μεταγωγές κρατουμένων σε άλλες φυλακές συνεχώς, για να μην δημιουργούνται σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ τους και ταυτόχρονα επιβάλλονται εκ νέου σκληρές συνθήκες κράτησης. Ο αγώνας όμως των κρατουμένων ενάντια στο άρθρο 90 δε σταματάει και σε πολλές φυλακές της χώρας γίνονται μικρές ή μεγάλες κινήσεις, διαμαρτυρίες, εξεγέρσεις. Μία από τις σημαντικότερες είναι η εξέγερση στη φυλακή του Trani όπου οι κρατούμενοι εκεί είχαν δημιουργήσει, μετά από μία σειρά συνελεύσεων και δράσεων, μια επιτροπή Αγώνα, προτάσσοντας την απελευθέρωση και τον πόλεμο στη διαφοροποίηση.
Μετά από μία σειρά εξεγέρσεων σε διάφορες φυλακές και σε συνδυασμό με ένα πολύ δυνατό κίνημα αλληλεγγύης στους κρατούμενους, τελικώς το άρθρο 90 αποσύρθηκε το 1984. Έτσι, βρέθηκαν ξανά οι ποινικοί με τους πολιτικούς κρατούμενους σε κοινές φυλακές. Βέβαια, η συνθήκη αυτή δεν κράτησε πολύ και μόλις στις αρχές του ’90 ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε το άρθρο 41bis το οποίο προβλέπει, αρχικά, στα πλαίσια του «πολέμου κατά της μαφίας» και στη συνέχεια επεκτείνεται και στους πολιτικούς κρατούμενους, τη συνεχή απομόνωση, ελάχιστη ώρα προαυλισμού για τον κάθε κρατούμενο ξεχωριστά, ένα επισκεπτήριο τον μήνα για μία ώρα με τους συγγενείς πίσω από τζάμι, άλλη μία ώρα με το δικηγόρο και λογοκρισία εγγράφων, βιβλίων και αλληλογραφίας. Σε αυτόν τον εφιάλτη όμως υπάρχει και μία διέξοδος, η μεταμέλεια και η ρουφιανιά. Μία παράμετρος που θα οδηγήσει δεκάδες αγωνιστές στις φυλακές.
Η Ισπανική εμπειρία των ειδικών συνθηκών κράτησης είναι ίσως η επιτομή της φυλακής μέσα στη φυλακή, μία εμπειρία που καταλήγει στα Fies μετά από δύο δεκαετίες καταστολής και εντάσεων μέσα στις φυλακές.
Ας δούμε, λοιπόν, λίγο τα γεγονότα πώς εξελίχθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα. Ήδη, λοιπόν, από τις αρχές του ’70 οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ισπανία είναι τεταμένες, γεγονός που αναζωπυρώνει ένα δυναμικό κίνημα αντίστασης τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών. Ο θάνατος του Franko και το πέρασμα στη δημοκρατία το 1975 δε θα αλλάξει καθόλου το σκηνικό, ίσα-ίσα στην κοινωνία των φυλακών η ένταση αυξάνεται με αφορμή την αμνηστία που δόθηκε. Ξεκινάει έτσι μία οργανωμένη αντίσταση εντός των τειχών, όπου οι κρατούμενοι απαιτούν τη συνολική αμνηστία των κοινωνικών και πολιτικών κρατούμενων. Στην Ισπανία, όπως και στην Ιταλία, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ήταν αρκετά μεγάλος, έτσι η συνεχής επαφή και ζύμωση μεταξύ αυτών και των υπολοίπων κρατούμενων δημιούργησε τις ιδανικές συνθήκες για να μπολιάσει η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα ανάμεσά τους και να συνειδητοποιήσουν ότι ο εχθρός τους είναι κοινός, το κράτος. Έτσι το Γενάρη του ’77 ξεσπούν εξεγέρσεις σε όλες τις φυλακές της χώρας και το Φλεβάρη δημιουργείται το COPEL (συντονιστικό αγωνιζόμενων φυλακισμένων). Μέσω αυτού του συντονιστικού θα οργανωθούν πάρα πολλές εξεγέρσεις, απεργίες πείνας, αυτοτραυματισμοί και διάφορες άλλες ενέργειες με βασικότερο αίτημα τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης και την αμνηστία για το σύνολο των κοινωνικών κρατουμένων. Προφανώς, το κράτος θα χτυπήσει το COPEL μετάγοντας τα πιο δραστήρια μέλη του σε διάφορες φυλακές σε καθεστώς απομόνωσης.
Το κράτος μέχρι να φτάσει στα FIES πέρασε από μία σειρά μέτρων και πρακτικών αντιμετώπισης των πολιτικών κρατουμένων, συνοπτικά θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε τρεις περιόδους που αφορούν κυρίως τους Βάσκους πολιτικούς κρατούμενους.
Η πρώτη είναι από το ’78 μέχρι το ’81 όπου όλοι οι Βάσκοι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στη Σορία, όπου τους επιβάλλεται καθεστώς ακραίας απομόνωσης καθώς και ένα κάρο απαγορεύσεις ανάμεσά τους και το να μιλούν τη Βασκική.
Στη συνέχεια, είναι η περίοδος των φυλακών υψίστης ασφαλείας από το 1982 έως το ’86 όπου οι Βάσκοι κρατούμενοι βιώνουν όλη την κτηνωδία του Ισπανικού κράτους που πασχίζει να εξοντώσει τους πολιτικούς κρατούμενους.
Η τρίτη περίοδος ήταν η περίοδος της διασποράς, που ξεκινάει από το ’87, μία πρακτική που σήμαινε τη διασπορά σε δεκάδες διαφορετικές φυλακές σε όλη τη χώρα όλων των πολιτικών κρατούμενων. Φυσική, οικονομική, ψυχολογική εξόντωση, αυτή ήταν και είναι η πάγια πρακτική του κράτους απέναντι στους πολιτικούς (και όχι μόνο) κρατούμενους.
Η σχετικά ήρεμη δεκαετία του ’80, όπου η κατάσταση στις φυλακές σηματοδοτείται από μία ύφεση στους αγώνες των κρατουμένων, θα διαταραχτεί βίαια όταν στις 27 Ιούνη του 1989 ξεσπά μία εξέγερση στις φυλακές του Puerto de Santa Maria. Παράλληλα, οι πολιτικοί κρατούμενοι της GRAPO ξεκινούν μία κυλιόμενη απεργία πείνας που θα φτάσει συνολικά τις 435 μέρες, απεργία πείνας που θα συγκεντρώσει τεράστια προσοχή και θα δεχτεί αλληλεγγύη από όλα τα μέρη της Ευρώπης που η φλόγα της αντίστασης ακόμα είναι αναμμένη.
Στο φόβο αναζωπύρωσης των εντάσεων, που χαρακτήρισαν τις Ισπανικές φυλακές στα τέλη του ’70, το κράτος δίνει άμεσα την απάντησή του δημιουργώντας τα FIES. Η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων έχει «μάθει» στις διευθύνσεις των φυλακών ότι ο καλύτερος τρόπος να ελεγχθούν οι εξεγέρσεις είναι η απομόνωση των δραστήριων κρατουμένων.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του FIES είναι η πλήρης απομόνωση και ο ασφυκτικός έλεγχος. Κάθε μέρα στα κελιά FIES συντάσσεται αναφορά σχετικά με τη συμπεριφορά των κρατουμένων. Κάθε επικοινωνία δια ζώσης ή τηλεφωνική/γραπτή ελέγχεται και καταγράφεται, το καθεστώς κράτησης αυτό αξιολογείται κάθε τρίμηνο από τη διεύθυνση των φυλακών, δίνοντας έτσι παράτυπα την ελευθερία στους διευθυντές να παρατείνουν επ’ αόριστο τις δυσμενείς συνθήκες κράτησης.
Από τη στιγμή που εισήχθη το FIES στις Ισπανικές φυλακές άρχισαν και οι αγώνες των κρατουμένων για να καταργηθεί. Εξεγέρσεις, απεργίες πείνας, κινήσεις αλληλεγγύης, θάνατοι, αυτή θα μπορούσε να είναι μία εντελώς συνοπτική αποτίμηση της ιστορίας.
Ενδεικτικά από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί πολλές εξεγέρσεις, σχεδόν σε όλες τις φυλακές της Ισπανίας, περισσότεροι από 500 κρατούμενοι έχουν συμμετάσχει σε απεργίες πείνας και περισσότεροι από 15 κρατούμενοι έχουν πεθάνει στα κολαστήρια της δημοκρατίας.
Όσον αφορά στη γαλλική εκδοχή των ειδικών συνθηκών κράτησης, αν και με διαφορά δεκαετίας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα κράτη-οδηγούς στο επίπεδο της κατασταλτικής πολιτικής. Παρατηρούμε μία διαρκή πίεση στους αγωνιστές από την Γαλλία, με συνεχείς στοχοποιήσεις, συλλήψεις, κατηγορίες, κατάσταση που εξωθεί στην παρανομία αρκετούς αγωνιστές. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση, με το δήθεν ανθρώπινο προσωπείο του καπιταλισμού, δημιούργησε με ένα τρόπο μία απάθεια στο κοινωνικό σώμα. Απάθεια που θα δώσει χώρο στο κράτος να οξύνει την καταστολή με ελάχιστες κοινωνικές αντιστάσεις. Το Φεβρουάριο του 1987 θα συλληφθούν ο Ζαν Μαρκ Ρουϊγιαν, η Ναταλί Μενιγιόν, η Ζοέλ Ομπρόν και Ζορμπ Σιμπριάνι, για τη δημιουργία και τη συμμετοχή τους στην ε.ο. Action Directe. Όλοι τους θα ακούσουν ισόβια και θα οδηγηθούν στις γαλλικές φυλακές. Από εκείνη τη μέρα και για τα επόμενα δέκα χρόνια θα βρίσκονται σε πτέρυγες απομόνωσης, δέκα χρόνια καταδικασμένοι στον αργό θάνατο της φυλακής.
Οι φυλακισμένοι αγωνιστές της Action Direct έδωσαν πάρα πολλούς αγώνες με πολυήμερες απεργίες πείνας για να σπάσουν το καθεστώς απομόνωσης και να βελτιωθούν οι συνθήκες κράτησης.
Οι σχέσεις ισότητας, αλληλεγγύης και συντροφικότητας είναι οι ρίζες μίας κοινωνίας επικίνδυνης για τους εξουσιαστές, όταν αυτές δημιουργούνται σε ένα πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον όπως αυτό της φυλακής, και η απομόνωση είναι η λύση.
Ο αναρχικός χώρος σήμερα δέχεται μία επίθεση ίσως εφάμιλλη αυτών που αναφέρθηκα προηγουμένως. Αν δεν αναλύσουμε τους λόγους και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν αυτές οι επιθέσεις από πλευράς κράτους, θα χάσουμε την ουσία τους και από ιστορικά παραδείγματα θα γίνουν ιστορίες απλώς να γεμίζουν σελίδες σε βιβλία.
Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, η στοχοποίηση του αναρχικού χώρου και η κατασταλτική εκστρατεία που έχει εξαπολύσει το κράτος, πέρα από την άμεση και απαραίτητη αδρανοποίηση του πιο απείθαρχου τμήματος της κοινωνίας επί της ουσίας στοχεύει στο σύνολο των αντιστεκόμενων και ακόμα πιο βαθιά στη διάθεση, στην ανάγκη για αντίσταση.
Ο αναρχικός χώρος είναι το τμήμα αυτό της κοινωνίας που διατηρεί ακόμα τα επιθετικά χαρακτηριστικά του τόσο στο λόγο όσο και στην πράξη, είναι ο χώρος που μπορεί να λειτουργήσει ως πυροκροτητής κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων. Έτσι, ο κρατικός μηχανισμός επιτίθεται σε πρώτο βαθμό στη γενικότερη εστία των εντάσεων, με ένα τρόπο καλύπτοντας την πλάτη του, εξασφαλίζοντας την κοινωνική ηρεμία. Αν όμως μένουμε εκεί, θεωρώντας πως το κράτος στοχεύει τους αναρχικούς για να τους βγάλει από τη μέση και τίποτα περισσότερο, το χάσαμε το παιχνίδι. Αν δεν αντιληφθούμε ότι ο εσωτερικός εχθρός για ένα καπιταλιστικό κράτος είναι εν δυνάμει το κάθε κοινωνικό σύνολο, που ξεφεύγει από την παραγωγική νόρμα και εμποδίζει τη ροή του κέρδους, τότε δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να αντισταθούμε και να παλέψουμε ουσιαστικά την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Και για να έρθουμε λίγο στο σήμερα, και πιο συγκεκριμένα στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η όποια αναβάθμισή της δεν συμβαίνει απλώς «μηχανικά» στο πλαίσιο της «κανονικής» λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά είναι η απαραίτητη προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών, είναι η ανάγκη για το πέρασμα στην αυταρχικότητα και στον έλεγχο απέναντι σε όσους αμφισβητούν την παντοδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο πειραματισμός για την μετεξέλιξη της καταστολής είθισται να γίνεται σε πρώτο χρόνο στους αιχμαλώτους του κοινωνικού πολέμου και τα ιστορικά παραδείγματα μας έχουν δείξει πως ο κρατικός μηχανισμός δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τους φυλακισμένους του ως μέσο πίεσης και εκβιασμού προς τους συντρόφους εκτός των τειχών, μέσω του παραδειγματισμού αλλά και μέσω του ωμού εκβιασμού.
Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή της ιστορίας. Το κεφάλαιο μέσω του κρατικού μηχανισμού οχυρώνεται απέναντι στην απειλή μία γενικευμένης εξέγερσης. Εμείς, από την πλευρά μας, μπορούμε και πρέπει να οργανωθούμε για να κάνουμε αυτή την εξέγερση πραγματικότητα. Να αγωνιστούμε για να διαχύσουμε τα αναρχικά προτάγματα. Δεν επιθυμούμε καλύτερες συνθήκες κράτησης, ούτε λιγότερο σκληρές αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, ονειρευόμαστε την καταστροφή κάθε φυλακής και την κατάργηση κάθε κατασταλτικού μηχανισμού, όπως δεν επιθυμούμε έναν καλύτερο καπιταλισμό αλλά την ολική καταστροφή του, για την αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση των ζωών μας.
Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος