Α. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στην σύγχρονη ελληνική νομοθετική ιστορία, ο πρώτος λεγόμενος αντιτρομοκρατικός νόμος ήταν ο Ν. 774/1978 «Περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος», ο οποίος καταργήθηκε πέντε χρόνια αργότερα χωρίς να αντικατασταθεί από άλλον. Ο 774/1978 δέχθηκε δριμύτατη κριτική ως αντισυνταγματικός, ενώ, σύμφωνα με τον καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, ο νόμος υιοθετούσε την αντίληψη ότι «κάθε δυναμικός αντίπαλος της εξουσίας είναι τρομοκράτης».
Ακολούθησε ο Ν. 1916/1990 «Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» ο οποίος είχε ανάλογη τύχη, αφού καταργήθηκε τρία χρόνια αργότερα.
Ωστόσο, στο νόμο αυτό παρατηρεί κανείς αρκετές ομοιότητες με τις ισχύουσες σήμερα διατάξεις, αφού ενδεικτικά ο 1916/1990 τιμωρούσε όποιον συγκροτεί ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ομάδα δύο ή περισσότερων προσώπων με σκοπό τη διάπραξη κατ’ εξακολούθηση ή σωρευτικά μίας σειράς εγκλημάτων (ανθρωποκτονία, επικίνδυνες ή σωματικές βλάβες με χρήση όπλου, χρήση εκρηκτικών κ.ά.) με βαρύτατες ποινές, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφταναν τα ισόβια, ενώ «ο δημιουργός, αρχηγός ή ηθικός αυτουργός των κατά την παράγραφο 1 οργανώσεων ή ομάδων» τιμωρούνταν με ισόβια κάθειρξη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού τιμωρούνταν με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών όποιος με πρόθεση «υποστήριζε ή διευκόλυνε τις ανωτέρω εγκληματικές οργανώσεις ή ομάδες», ακόμη και με την διανομή ανακοινώσεων, με αποτέλεσμα το 1991 να καταδικαστούν και να φυλακιστούν (για μικρό χρονικό διάστημα) οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες που είχαν δημοσιεύσει προκήρυξη της 17 Νοέμβρη.
Χαρακτηριστική είναι η εισηγητική έκθεση για την κατάργηση του νόμου αυτού, στην οποία αναφέρεται: «Ο ν.1916/1990 για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα, παρά την εκφρασμένη πρόθεση της διαφύλαξης των κοινωνικών αγαθών από τα φαινόμενα του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, δημιούργησε πολλά νέα προβλήματα, χωρίς να επιλύσει τα προϋπάρχοντα. Αυτό οφείλεται αφ’ ενός στο γεγονός ότι οι εν ισχύι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και Ειδικών Ποινικών Νόμων προσφέρουν την απαιτούμενη ποινική προστασία στα κοινωνικά αγαθά και αφ’ ετέρου στη δυσκολία εναρμόνισης των διατάξεων του με συνταγματικές ρυθμίσεις, με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με πάγιες αρχές του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας».
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο Ν. 2928/2001, ο οποίος αντικατέστησε το ως τότε ισχύον άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, ώστε να τιμωρεί με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών όποιον συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται ρητά στο άρθρο αυτό. Ως τότε, το άρθρο 187 ΠΚ είχε τίτλο «Σύσταση και συμμορία» και προέβλεπε πλημμεληματικού χαρακτήρα ποινές.
Με τον ίδιο νόμο προστέθηκε πρόβλεψη για την «απαλλαγή υπαιτίων συμβαλλόντων στην εξάρθρωση συμμορίας», προστέθηκε το άρθρο 200A του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την ανάλυση DNA, όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης κακουργήματος με χρήση βίας ή εγκλήματος που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ή πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση κατά το άρθρο 187 ΠΚ. Επιπλέον, συμπεριλήφθηκε διάταξη για τις ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων (άρση απορρήτου, καταγραφή ήχου ή εικόνας κ.λπ.), για την προστασία μαρτύρων, για την προστασία εισαγγελέων, ανακριτών και δικαστών σχετικών υποθέσεων κ.ά.
Πολλές από τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 2928/2001 παραμένουν σε ισχύ μέχρι και σήμερα, είτε αυτούσιες, είτε με τροποποιήσεις, ωστόσο, οι διατάξεις περί «εγκληματικής οργάνωσης» δεν θεωρήθηκαν αρκετές και έτσι με το Ν. 3251/2004 «Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του Ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις», ο οποίος ψηφίστηκε λίγες ημέρες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα (έναρξη ισχύος 9 Ιουλίου 2004), προστέθηκε το γνωστό πια άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα.
Β. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ 187 ΚΑΙ 187Α ΠΚ
Στη συνέχεια, θα επιχειρηθεί μία ενδεικτική -και, βεβαίως, μη εξαντλητική- παρουσίαση των βασικών διαφορών μεταξύ των δύο άρθρων, του 187 για την εγκληματική οργάνωση και του 187Α για τις τρομοκρατικές πράξεις.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ είναι η εισαγωγή του όρου «τρομοκρατικές πράξεις». Ειδικότερα, ο 187 ΠΚ στην παράγραφο 1 –όπως ισχύει σήμερα- τιμωρεί (με κάθειρξη μέχρι 10 ετών) την συγκρότηση ή ένταξη μέλους σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα τριών ή περισσοτέρων ατόμων (οργάνωση) που επιδιώκει την διάπραξη μιας σειράς κακουργημάτων.
Αντιθέτως, ο 187Α ΠΚ, στην παράγραφο 1, τιμωρεί (με πολύ πιο αυστηρές ποινές που φτάνουν και τα ισόβια) όποιον τελεί ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό (ανθρωποκτονία με πρόθεση, βαριά σωματική βλάβη, αρπαγή, έκρηξη, εμπρησμό κ.λπ.) «με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, σε αντίθεση με την παρ. 1 του 187 ΠΚ, που τιμωρεί το μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, η παρ. 1 του 187Α ΠΚ τιμωρεί το άτομο («όποιος τελεί…»). Δηλαδή ο 187Α ΠΚ εμπεριέχει και την ατομική τρομοκρατία, αφού με την παράγραφο 1 τιμωρείται «όποιος» τελεί κάποιο από τα εγκλήματα που αναφέρονται σε αυτήν, ενώ με την παράγραφο 4 τιμωρείται το μέλος της οργάνωσης.
Η δεύτερη σημαντική και ειδοποιός, όπως προαναφέρθηκε, διαφορά των δύο άρθρων είναι η αναφορά στον τρόπο, την έκταση και τις συνθήκες υπό τις οποίες τελείται η «τρομοκρατική πράξη» κατ’ άρθρον 187Α ΠΚ. Βέβαια, όπως είναι προφανές, δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός πως βλάπτεται σοβαρά μια χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός, πως στοιχειοθετείται ο σκοπός σοβαρού εκφοβισμού ενός πληθυσμού κ.λπ. Η αοριστία αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται ο λεγόμενος αντιτρομοκρατικός νόμος, αφού, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, τα δικαστήρια αντιγράφουν απλά την διάταξη του άρθρου 187Α ΠΚ («με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα…») για να στοιχειοθετήσουν την σχετική παράβαση στις αποφάσεις τους.
Ενδεικτική της αοριστίας και της ασάφειας της παραγράφου 1 είναι η πρόβλεψη στην παράγραφο 4 του άρθρου 187Α ΠΚ: «Η μη τέλεση από την τρομοκρατική οργάνωση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α’ έως κβ’ της παρ. 1 συνιστά ελαφρυντική περίσταση». Δηλαδή ενώ ο Ποινικός Κώδικας ορίζει σαφώς ότι έγκλημα χωρίς πράξη (ή παράλειψη) άδικη και καταλογιστεί στον δράστη δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόποινη πράξη, το άρθρο 187Α ΠΚ παρ. 4 ορίζει ότι τιμωρείται ακόμη και η μη τέλεση εγκλήματος από το μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης.
Έτσι, για να καταδικαστεί κανείς με την παράγραφο 4 η οποία τιμωρεί με κάθειρξη έως 10 ετών όποιον συγκροτεί ή εντάσσεται σε τρομοκρατική οργάνωση, αρκεί η ιδιότητα του μέλους χωρίς αυτός να έχει προβεί σε κάποια παράνομη πράξη. Παράλληλα, τόσο στο 187 όσο και στο 187Α ΠΚ, η διεύθυνση της οργάνωσης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην παράγραφο 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, σύμφωνα με την οποία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών όποιος «εν γνώσει της μελλοντικής αξιοποίησής τους», παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες για να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει την τέλεση τρομοκρατικής πράξης από οργάνωση ή μεμονωμένο άτομο. Άρα, με βάση την παράγραφο αυτή, δεν χρειάζεται να είναι κανείς καν μέλος ή «ατομικός τρομοκράτης» για να τιμωρηθεί με βαρύτατη ποινή, αν κριθεί ότι παρείχε «ουσιώδεις πληροφορίες προς μελλοντική αξιοποίηση». Η ηθελημένη ασάφεια των όρων γίνεται αντιληπτή και στον πλέον άπειρο αναγνώστη.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί το άρθρο 187Β ΠΚ, το οποίο προβλέπει μέτρα επιείκειας για όποιον, εφόσον είναι υπαίτιος πράξεων των άρθρων 187 και 187Α, παρέχει πληροφορίες ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο συμβάλλει στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης, συμμορίας ή τρομοκρατικής οργάνωσης. Σε αυτήν την περίπτωση, αναλόγως του πότε και με ποιο τρόπο και υπό ποιές συνθήκες έχει γίνει αυτό, προβλέπεται από μείωση ποινής μέχρι και πλήρης απαλλαγή.
Κλείνοντας, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι, σε προϊσχύσασα μορφή του άρθρου 187Α ΠΚ, υπήρχε η παράγραφος 8, η οποία όριζε: «Δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού, η τέλεση ενός ή περισσότερων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων, αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας, με την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας, ή άλλου δικαιώματος, προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών».
Η παράγραφος αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί, με τη στενή ερμηνεία του νόμου, ακόμη και μια απεργία ή το κλείσιμο των δρόμων από τους αγρότες, ή και μία δυναμική διαμαρτυρία, π.χ. σε ένα υπουργείο, θα μπορούσε να υπαχθεί στις διατάξεις του 187Α ΠΚ. Όμως η μικρή αυτή δικλείδα ασφαλείας καταργήθηκε το 2010.
ΥΓ. Πέρυσι το καλοκαίρι αναρτήθηκε στην ανοιχτή διαβούλευση τροποποίηση των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ, σύμφωνα με την οποία τιμωρείται –μεταξύ άλλων- η πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων, ενώ υπήρχαν και άλλες ασαφείς και τουλάχιστον προβληματικές διατάξεις, όπως είναι άλλωστε το 187Α στο σύνολό του. Οι τροποποιήσεις αποσύρθηκαν, ωστόσο, το ίδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι οι σχετικές τροποποιήσεις εισάγονται για περαιτέρω επεξεργασία στην Επιτροπή για τη σύνταξη Νέου Ποινικού Κώδικα με στόχο την έγκαιρη προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις αποφάσεις –πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ και 2008/919/ΔΕΥ.