1. Επιτέλους μια απόφαση που δείχνει το δρόμο!
Αφορμή για το σημείωμα αυτό είναι η απόφαση του συντρόφου Κώστα Κ. να πάει φυλακή αντί να εξαγοράσει την ποινή του, δηλαδή να μην καταβάλλει το ποσό των 6.000 €(*), που του επέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας, για τη συμμετοχή του στις αντι-μνημονιακές συγκρούσεις στο Σύνταγμα το 2011.
Μήπως, λοιπόν, ήρθε η ώρα (αν και κάποιοι “αιρετικοί” το υποστήριζαν εδώ και κάμποσο καιρό) να σταματήσουμε να γεμίζουμε τον κρατικό κορβανά με υπέρογκα ποσά για να αποφύγουμε την φυλάκιση; Το κράτος μας έχει επιβάλει το δικό του δρόμο: κάντε πάρτι, μπαρ, συναυλίες για να πληρώσετε, με αντάλλαγμα την ελευθερία σας. Αυτό πρέπει κάποτε να σπάσει.
Μήπως ήρθε ο καιρός να δούμε το ζήτημα κινηματικά, αρνούμενοι να πληρώνουμε τις εξαγορές ποινών για πλημμελήματα ή και κακουργήματα που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να τιμωρηθούν με ποινές φυλάκισης (ελαφρυντικά, εφετείο);
Βέβαια, μπορεί να αντιλεχθεί ότι η ελευθερία του καθενός/μιάς είναι πολύ σημαντική, διότι μας επιτρέπει να είμαστε κοινωνικά και πολιτικά ενεργοί εκτός φυλακής. Ωστόσο, η αντίθετη πολιτική απόφαση, δηλαδή αυτή της αποδοχής της φυλάκισης με όσο πιο μαζικούς όρους γίνεται, θα αντιπαρατεθεί μετωπικά με το κράτος (μέσα κι έξω από τη φυλακή) θέτοντας το σε μια κατάσταση που θα το κλονίσει σοβαρά. Πόσο μάλλον, αν αυτή η πρακτική διαχυθεί κοινωνικά.
Ας το σκεφτούμε. Ο σύντροφος Κώστας Κ. το έκανε και έδειξε, με την πράξη του, έναν πολιτικό δρόμο που είναι εφικτός… ( για όσες/ους, βέβαια, μπορούν να τον ακολουθήσουν).
(*) Εδώ πρέπει να επισημανθεί η προσαύξηση των χρηματικών ποινών που διπλασιάζει το πληρωτέο ποσό, με αποτέλεσμα να μιλάμε για υπέρογκα ποσά που αν δεν πληρωθούν με δόσεις, η μόνη λύση είναι η παροχή “κοινωφελούς εργασίας” σε κάποιον δήμο. Π.χ. για μία ποινή 2 ετών μετατρέψιμη προς 5€/μέρα (το ελάχιστο ποσό της μετατροπής) το πληρωτέο είναι περίπου 7.200€, συν τα δικαστικά έξοδα, που είναι υποχρεωμένος/η να πληρώσει ο/η καταδικασμένος /η.
Υ.γ. Ο σύντροφος αποφυλακίστηκε ένα μήνα μετά, εκτίοντας το 1/10 της ποινής του, σύμφωνα με τον νόμο Παρασκευόπουλου.
2. Για το φιάσκο της “Τρομοκρατικής”
Με διαρροές και μπαράζ βαρύγδουπων αναρτήσεων ανακοινώθηκε η τελευταία “επιτυχία” της “Τρομοκρατικής”, με τη σύλληψη 14 ατόμων που τροφοδοτούσαν, κατ΄ αυτήν, το “επαναστατικό ταμείο”. Άνθρακες ο θησαυρός όμως. Όπως κι η ίδια παραδέχτηκε, λίγες μέρες μετά, επρόκειτο για άτομα που δεν είχαν σχέση με τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά για συγγενείς “ποινικών” κρατούμενων… που κατέθεσαν μικροποσά στο όνομα συντρόφου που τώρα είναι πολιτικός κρατούμενος. Όσο για το μυθικό ποσό που βρέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό : 4.000€, με καταθέσεις των 20, 40, 50, 100 και 200 ευρώ. Σκεφτείτε τι θα έκαναν οι επαναστάτες με 4.000 ευρώ: θα ανέτρεπαν το σύστημα !
Η υπόθεση, βέβαια, δεν παύει να είναι σοβαρή. Αφορά, για πολλοστή φορά, στην ποινικοποίηση των συγγενικών/φιλικών σχέσεων των κρατούμενων. Το είδαμε για πρώτη φορά στην 1η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα, το ξαναείδαμε με τις συγγενείς της Συνομωσίας Πυρήνων της Φωτιάς, πρόσφατα με την υπόθεση Περικλή/Ηριάννας και, τελευταία, με την υπόθεση των “ληστών του Διστόμου”.
Πέρα όμως από την καθαρά κατασταλτική χροιά της υπόθεσης, το ζήτημα έχει και μιαν άλλη σημαντική πλευρά. Αφορά στον “θανάσιμο” εναγκαλισμό της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής από τις τράπεζες (και τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας), που έχουν καταστεί, με τη βούλα του κράτους, μηχανισμοί ελέγχου και επιτήρησης οποιασδήποτε δραστηριότητας και επαφής.
Ας λάβουμε, λοιπόν, το μήνυμα κι ας πάρουμε τα μέτρα μας κι εμείς. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι επαφών και σχέσεων πέρα από τις τράπεζες και τα κινητά. Όπως τις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80…
3. Για την παράταση του νόμου Παρασκευόπουλου (περί αποφυλακίσεων)
Ανακοινώθηκε πρόσφατα, από τον υπουργό δικαιοσύνης, ότι ο νόμος Παρασκευόπουλου, που επιτρέπει περισσότερες αποφυλακίσεις απ’ ότι ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία, ενδεχομένως να παραταθεί από τον Αύγουστο 2018 για έναν ακόμη χρόνο (όπως έγινε και πέρυσι). Παρ’ ότι, όπως γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος νο3 (Απρίλης 2018), ο συνολικός αριθμός κρατούμενων, μετά από μία μεγάλη μείωση το 2015-2016, άρχισε πάλι να αυξάνεται (λόγω του υπερβάλλοντα ζήλου δικαστών και εισαγγελέων να στέλνουν διαρκώς περισσότερο κόσμο στην φυλακή), μια τέτοια ρύθμιση είναι ζωτικής σημασίας για τους /τις κρατούμενους /ες που εμπίπτουν στις διατάξεις του.
Γι’ αυτό και είναι ένα από τα κύρια αιτήματα των αγωνιζόμενων κρατούμενων μέσα από την πανελλήνια Επιτροπή Αγώνα Φυλακών, που έχουν όμως να αντιμετωπίσουν, πέρα από το υπουργείο, το καλλιεργούμενο κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού που προωθούν κόμματα, ΜΜΕ και οι κάθε είδους “400 πολίτες Εξαρχείων” που επισείουν τον μπαμπούλα της “ανασφάλειας” στις γειτονιές και στο κέντρο των πόλεων εξαιτίας των αποφυλακίσεων “εγκληματιών”.
Διμέτωπος, λοιπόν, ο αγώνας των κρατούμενων: από τη μία η κυβέρνηση και το υπουργείο που υπεκφεύγουν (λόγω πολιτικού κόστους) σχετικά με την παράταση του νόμου και από την άλλη οι κοινωνικοί και πολιτικοί “εγκληματίες” (κόμματα, πολιτικοί, “φιλήσυχοι πολίτες”) πού θέλουν οι κρατούμενοι να αφήσουν τα κόκαλά τους στη φυλακή…
Οι αγωνιζόμενοι/ες κρατούμενοι/ες δεν πρέπει να μείνουν μόνοι/ες στο συγκεκριμένο αίτημά τους, διότι κι αυτό είναι μέρος του νέου σωφρονιστικού κώδικα που επέρχεται, αλλά και του ποινικού κώδικα που θα τον συνοδεύει.
Η απεργία πείνας μέχρι θανάτου του Μπόμπυ Σαντς και άλλων 9 συναγωνιστών του
“Κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας.
Θa’ θελα να το γράψω εγώ, αλλά πως να το τελειώσω ;” (10η μέρα απεργίας πείνας)
Το 1972 (στα 18 του) μπαίνει στον IRA(Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός) για να παλέψει, όπως έλεγε, “ώσπου η Ιρλανδία να γίνει μία ανεξάρτητη σοσιαλιστική δημοκρατία”. Τον Οκτώβρη του 1972 συλλαμβάνεται με την κατηγορία κατοχής 4 περιστρόφων. Καταδικάζεται σε 5 χρόνια και φυλακίζεται στην περιβόητη φυλακή του Λονγκ Κες. Αποφυλακίζεται το 1976. Μετά από 6 μήνες συλλαμβάνεται ξανά, μετά από βομβιστική επίθεση και ανταλλαγή πυροβολισμών με τα αγγλικά στρατεύματα κατοχής στη Β. Ιρλανδία. Υποβάλλεται σε 6ήμερη ανάκριση και βασανιστήρια. Παραμένει υπόδικος 11 μήνες και καταδικάζεται τον Σεπτέμβρη του 1977 (μαζί με συντρόφους του) σε 14 χρόνια κάθειρξη (για ένα ρεβόλβερ). Μεταφέρεται στη φυλακή Κράμλιν όπου τις 22 πρώτες μέρες είναι ολόγυμνος και σε πλήρη απομόνωση.
Στη συνέχεια, μετάγεται στην πτέρυγα “Η” της Λονγκ Κες, όπου το Σεπτέμβρη του 1976 κρατούμενοι είχαν προχωρήσει στη διαμαρτυρία της “κουβέρτας” (καλύπτοντας το σώμα τους μόνο με μια κουβέρτα), την οποία άρχισε ο Κ. Νιούτζεντ, επειδή η κυβέρνηση της Θάτσερ απαγόρευσε να φορούν οι πολιτικοί κρατούμενοι κανονικά ρούχα, διότι δεν θεωρούνται πλέον πολιτικοί. Τον Απρίλη του 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση (ειδικά στις τουαλέτες και στα ντους), οι κρατούμενοι αρνούνται να πλυθούν και να παραδώσουν τα δοχεία νυκτός, απλώνοντας τα περιττώματα τους στους τοίχους των κελιών και πλημμυρίζοντας τους διαδρόμους των φυλακών με τα ούρα τους. Στη διαμαρτυρία συμμετέχουν και οι γυναικείες φυλακές. Το 1980 κρατούμενοι, με επικεφαλής το μέλος του IRA Σ. Μακένα, κάνουν απεργία πείνας για την αναγνώριση τους ως πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά μετά από 53 μέρες απεργίας πείνας αντιλαμβάνονται ότι στο κείμενο συμφωνίας, τους είχαν κοροϊδέψει. Στις 19 Δεκέμβρη 1980 ο Μπόμπυ Σαντς ανακοινώνει, ότι οι κρατούμενοι δεν θα ξαναφορέσουν ρούχα φυλακής, ούτε θα κάνουν “υποχρεωτική εργασία”. Την 1η Μάρτη του 1981 ο Μπόμπυ Σαντς, με το ίδιο αίτημα, αρχίζει απεργία πείνας 2 εβδομάδες πριν τους άλλους με το σκεπτικό ότι αν πεθάνει ο θάνατος του να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των αιτημάτων για τους υπόλοιπους.
Τις πρώτες 17 μέρες κρατά προσωπικό ημερολόγιο (σε χαρτί τουαλέτας, κρύβοντάς το στο σώμα του). Έγραφε ότι δε φοβόταν τον θάνατο. Ήλπιζε, ότι η έκβαση της απεργίας, θα προκαλούσε την απομάκρυνση της βρετανικής κυριαρχίας από τη Β. Ιρλανδία. Στις 5 Μάη 1981 αφήνει την τελευταία του πνοή (σε ηλικία 27 ετών) στη φυλακή Μέιζ, μετά από απεργία πείνας 66 ημερών.
Διαδοχικά (από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο) πέθαναν οι υπόλοιποι 9: Φράνσις Χιούζ, Πάτσι Ο’ Χάρα, Ρέιμοντ Μακ Κρις, Τζόζεφ Μακ Ντόνελ, Μάρτιν Χάρσον, Κέβιν Λιντς, Κέραν Ντόχερτυ, Τόμας Μακ Αλγουι (23 ετών, ο μικρότερος), Μάικλ Ντέβιν (30 ετών, ο μεγαλύτερος).
ΜαΜα